Ας ξεκινήσουμε με ένα παράδειγμα.
Έστω ότι οδηγούμε στην εθνική οδό. Κινούμαστε στην αριστερή λωρίδα (όπως συνηθίζουμε άλλωστε), με ταχύτητα λίγο ή αρκετά πάνω από το όριο της οδού (όπως συνηθίζουμε άλλωστε), και ξαφνικά βλέπουμε στον καθρέφτη μας κάποιο άλλο όχημα να μας πλησιάζει από πίσω με υπερβολική ταχύτητα (σ.σ. “υπερβολικές” είναι πάντα οι ταχύτητες με τις οποίες κινούνται τα άλλα οχήματα και όχι εμείς - εμείς απλά ακολουθούμε το “ρεύμα”).
Αφού - στο θετικό σενάριο και προς την ασφάλεια όλων - αλλάξουμε λωρίδα και το εν λόγω όχημα μας προσπεράσει, η στάση μας διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τον τύπο του οχήματος. Εάν δηλαδή πρόκειται για ένα όχημα κατώτερο από το δικό μας, η πρώτη μας αντίδραση θα είναι κάποια ελληνοπρεπέστατη κραυγή (sic) του τύπου “Που πας ρε *συμπληρώστε-τη-λέξη-της-αρεσκείας-σας* με το σαράβαλο!”, ενώ εάν πρόκειται για ένα πολυτελές όχημα μεγάλου κυβισμού, ο εκνευρισμός μας για την επικίνδυνη οδική συμπεριφορά θα μετριαστεί (με την σιωπηρή ή όχι αιτιολόγηση “E καλά, αν δεν τρέξει αυτός, ποιος;”) ή ακόμη και θα μετατραπεί σε θαυμασμό για το συγκεκριμένο όχημα (και πάλι, σιωπηρό ή όχι).
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα βλέπουμε, δηλαδή, ότι τείνουμε να εξαρτούμε τη δική μας στάση απέναντι σε μια αντικειμενικά απαράδεκτη συμπεριφορά από το αν θεωρούμε ότι αυτήν προέρχεται από κάποιον κατώτερο ή ανώτερό μας. Στην πρώτη περίπτωση εξοργιζόμαστε και εκφραζόμαστε επιθετικά, ενώ στη δεύτερη οι αντιδράσεις μας μετριάζονται και η συμπεριφορά αυτή έως και δικαιολογείται, σα να παραδινόμαστε στην όποια “μοίρα” οδήγησε στο να μας επιβληθεί κάποιος τον οποίο θεωρούμε ανώτερο. Σημαντικό επίσης είναι, ότι εξαρτούμε την κρίση μας για την προαναφερθείσα κατωτερότητα/ ανωτερότητα από μια ανεπαρκή αξιολόγηση, συνδέοντας τον τύπο του οχήματος με τα χαρακτηριστικά του οδηγού του.
Αντίστοιχες συμπεριφορές εκδηλώνονται σε πλείστες άλλες πτυχές της ζωής και της καθημερινότητάς μας, αποτελώντας κατ’ ουσίαν εκφράσεις του ίδιου συμπλέγματος:
Του να μη μπορούμε να δεχτούμε ότι κάποιος τον οποίο θεωρούμε κατώτερό μας μας εξαπάτησε ή μας επιβλήθηκε.
Τολμώ δε να το χαρακτηρίσω “εθνικό μας σύμπλεγμα” (εξ ου και ο τίτλος του άρθρου άλλωστε), αναγνωρίζοντας όχι μόνο τις εκφράσεις του, αλλά και τις προεκτάσεις του για την κυρίαρχη στάση της πλειοψηφίας στα περισσότερα ζητήματα, από την οδήγηση έως τους κανόνες συμπεριφοράς προς τους συμπολίτες μας, και από τον εργασιακό στίβο έως την πολιτική ζωή του τόπου.
Ας κωδικοποιήσουμε τα ανωτέρω ώστε να γίνει καλύτερα κατανοητό το περιεχόμενό τους:
1) Το “κλειδί” στο συγκεκριμένο σύμπλεγμα, είναι η αξιολόγηση της ανωτερότητας ή κατωτερότητας αυτού που μας εξαπάτησε ή μας επιβλήθηκε. Και αυτή, όπως παρουσιάστηκε και στο παράδειγμά μας, είναι συνήθως υποκειμενική και ανεπαρκής.
2) Το ίδιο το σύμπλεγμα εκφράζεται με δύο τρόπους: (α) τη διαφορετική στάση μας απέναντι σε όσους έχουμε αξιολογήσει ως ανώτερους και σε όσους έχουμε αξιολογήσει ως κατώτερους, και (β) το γεγονός ότι νιώθουμε λιγότερο άβολά ή αδικημένοι όταν έχουμε εξαπατηθεί από τους πρώτους.
3) Το συγκεκριμένο σύμπλεγμα τροφοδοτείται τόσο από τους ανθρώπους που επιδίδονται σε απαράδεκτες συμπεριφορές, όσο και από εμάς τους ίδιους, λόγω ενός συνδυασμού των σημείων (1) και (2).
Από τη μία πλευρά, λοιπόν, άνθρωποι ανεπαρκείς, ανέντιμοι ή ανήθικοι, αρέσκονται στο να δικαιολογούν τις συμπεριφορές θεωρώντας εαυτούς ανώτερους από τους ανθρώπους που γίνονται δέκτες των συγκεκριμένων συμπεριφορών, προσπαθώντας μάλιστα να “κερδίσουν” στα μάτια των υπολοίπων αυτήν την ανωτερότητα μέσα από την απόκτηση προσόντων/αγαθών τα οποία θεωρείται ότι έχουν αξία σε κάποιον γενικότερο κώδικα αξιολόγησης (λ.χ. τίτλοι σπουδών, θέσεις εργασίας, κοινωνική προβολή, οικονομική ισχύς, υλικά αγαθά, κλπ.).
Ο ανεύθυνος οδηγός ενός πολυτελούς οχήματος (όπως στο παράδειγμά μας) θεωρεί ότι είναι ανώτερος ως οδηγός από τους υπόλοιπους οδηγούς και κατά συνέπεια αυτοί θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουν διαφορετικά όταν παραβιάζει τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Ο ανέντιμος πολιτικός με “περγαμηνές“ θεωρεί ότι είναι ανώτερος ως πολίτης από τους ψηφοφόρους του και κατά συνέπεια αυτοί (ακόμη και ο Νόμος) θα πρέπει να τον αντιμετωπίζουν διαφορετικά όταν ψεύδεται, αδικεί ή παρανομεί. Ο επιτυχημένος ανήθικος επιχειρηματίας θεωρεί ότι είναι ανώτερος ως άνθρωπος από τους εργαζομένους του και κατά συνέπεια δικαιούται να τους εκμεταλλεύεται χωρίς να θεωρείται ότι τους αδικεί.
Από την άλλη πλευρά, και εμείς οι ίδιοι δεχόμαστε ευκολότερα να μας εξαπατούν ή να μας επιβάλλονται άνθρωποι τους οποίους αξιολογούμε ως ανώτερούς μας. Είναι αξιοσημείωτο δε, ότι πολλές φορές προσδίδουμε σε αυτούς χαρακτηριστικά ανωτερότητας που δεν αξίζουν, προκειμένου να νιώσουμε οι ίδιοι καλύτερα με αυτό που έχει συμβεί. Δε γνωρίζω αν πρόκειται για κάποιον υποσυνείδητο μηχανισμό άμυνας προς διατήρηση της πνευματικής μας ισορροπίας (ούτε και έχω εξειδικευμένες γνώσεις ψυχολογίας ώστε να το αναλύσω), ωστόσο είναι γεγονός ότι αυτό συμβαίνει, και συμβαίνει μάλιστα με χαρακτηριστική σταθερότητα στις συμπεριφορές μας.
Κατ’ αντιστοιχία των προηγούμενων παραδειγμάτων, θα θεωρήσουμε ανώτερο μας τον ανεύθυνο οδηγό ενός πολυτελούς οχήματος, και δε θα αντιδράσουμε το ίδιο επιθετικά όπως απέναντι στον οδηγό ενός “σαραβαλακίου” (sic). Θα θεωρήσουμε ανώτερο μας τον ανέντιμο πολιτικό με “αστραφτερή” εκπαίδευση, οικονομική ισχύ ή/και κοινωνική προβολή, και δε θα τον αποδοκιμάσουμε το ίδιο επιθετικά με έναν πολιτικό που θεωρούμε κοινωνικά κατώτερό μας. Θα θεωρήσουμε ανώτερό μας έναν επιτυχημένο ανήθικο επιχειρηματία, και δε θα τον κατηγορήσουμε το ίδιο επιθετικά με έναν “μικροαπατεώνα”.
Το εθνικό μας σύμπλεγμα, λοιπόν, έχει καθιερώσει - και συνεχίζει να συντηρεί - μια άκρως επικίνδυνη συμπεριφορά:
Την ιεράρχηση ως σημαντικότερης της αξιολόγησης του ανθρώπου από την αξιολόγηση της ίδιας της συμπεριφοράς.
Εξαιρέσεις στις οποίες η παραπάνω ιεράρχηση δικαιολογείται μπορεί να υπάρχουν, ωστόσο παραμένουν ακριβώς αυτό: εξαιρέσεις.
Η υιοθέτηση της συγκεκριμένης στάσης στην καθημερινότητά μας έχει αλλοιώσει σταδιακά την αντίληψή μας για το σωστό και το λάθος, για το δίκαιο και το άδικο, για το ανήθικο και το ηθικό, για την ίδια την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε.
Όταν κάποιος μας αδικεί δεν έχει σημασία το ποιος είναι, αλλά το ότι μας αδίκησε.
Όταν κάποιος μας εξαπατά δεν έχει σημασία το ποιος είναι, αλλά το ότι μας εξαπάτησε.
Όταν κάποιος μας βλάπτει δεν έχει σημασία το ποιος είναι, αλλά το ότι μας έβλαψε.
Εφαρμόζοντας δύο μέτρα και δύο σταθμά στη στάσης μας, επιτρέπουμε σε οποιονδήποτε να μας συμπεριφέρεται και ο ίδιος εντελώς διαφορετικά ανάλογα με το αν μας θεωρεί κατώτερούς του.
Και μπορεί να φαντάζει (ή και να είναι) βολικότερο το να υποβαθμίζουμε τη σημασία συμπεριφορών που προέρχονται από ανθρώπους που αξιολογούμε ως ανώτερούς μας, ωστόσο... Μαντέψτε!
Είναι καιρός να ξεβολευτούμε.
Να ξεπεράσουμε επιτέλους το συγκεκριμένο σύμπλεγμα, να κάνουμε αυτοκριτική για την έως τώρα στάση μας και να προχωρήσουμε μπροστά.
Σε μία κοινωνία η οποία θα “βλέπει” συμπεριφορές και όχι πρόσωπα, η οποία θα αντιδρά και δε θα αδρανεί κατά περίπτωση, η οποία θα αντιστέκεται και δε θα υποχωρεί απαθής κατά περίπτωση, η οποία θα προσπερνά το “περιτύλιγμα” και θα επιμένει στην ουσία.
Ακόμη και αν θεωρούμε ότι η κοινωνία δεν πρόκειται να αλλάξει, ας ξεκινήσουμε να αλλάζουμε οι ίδιοι. Και ας επιμείνουμε.-
Αναδημοσίευση από το blog Mind Pieces.