Η φετινή χρονιά μας έφερε σε επαφή με έναν από τους πιο βαρυσήμαντους θεσμούς της Πολιτείας. Πρόκειται φυσικά για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο ρου της ανθρωπότητας ήρθε στην επιφάνεια με έναν από τους πιο επιτακτικούς τρόπους. Το ξέσπασμα της επιδημικής έκρηξης σε ολόκληρη την υφήλιο έθεσε σημαντικές και πρωτόγνωρες προκλήσεις στον τρόπο με τον οποίο είναι σε θέση πρωτίστως να ανταποκριθούν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και εν συνεχεία τα εκάστοτε Υπουργεία Υγείας. Κάποιες χώρες, κυρίως οι πιο οικονομικά εύρωστες, κατάφεραν να υπερκεράσουν το όποιο πιθανό ενδεχόμενο κατάρρευσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αποδεικνύοντας φυσικά κατ’ αυτό τον τρόπο ότι τα προηγούμενα χρόνια, πριν δηλαδή την διασπορά του κορωνοϊού, είχαν αναπτύξει το κατάλληλο πλέγμα προϋποθέσεων για την περίπτωση της ευθείας αμφισβήτησης των υγειονομικών τους μηχανισμών. Από την άλλη, κάποιες άλλες χώρες, ιδίως εκείνες που είχαν παραμελήσει την επαύξηση των υποδομών και του κύρους των εκάστοτε υγειονομικών θεσμών, έδειξαν από νωρίς ανησυχητικά σημάδια κόπωσης, τα οποία με την σειρά τους οδήγησαν στην αδυναμία διαχείρισης του προβλήματος με τα γνωστά σε όλους μας ανεπιθύμητα και θλιβερά αποτελέσματα.
Ερχόμενοι στα γεγονότα και στον τρόπο με τον οποίο αυτά σφράγισαν την δράση του ΕΣΥ, αλλά και των επιμέρους επιλογών που προκρίθηκαν, οι διαπιστώσεις ποικίλουν. Η Ελλάδα εντάσσεται σε εκείνες τις χώρες που προκάλεσαν μια παράδοξη, αλλά θετική, στον πυρήνα της αίσθηση. Με αυτό, δηλαδή, εννοούμε ότι όταν κάποια από τα πιο ισχυρά συστήματα υγείας ανά τον κόσμο αντιμετώπισαν σοβαρές απειλές, οι οποίες ήταν σε θέση δυνητικά να υπονομεύσουν τα θεμέλιά τους, η Ελλάδα καταρχήν δεν θα μπορούσε να φιλοδοξεί και να ελπίζει για μια καλύτερη αντιμετώπιση των υφιστάμενων συνθηκών. Παρόλα αυτά, η ως έχουσα διαμορφωμένη κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα το ΕΣΥ της χώρας, αν και χρόνια υποβαθμισμένο και μακριά από τις «καλές πρακτικές», να ανταπεξέλθει σε έναν αξιοσημείωτο βαθμό, κερδίζοντας τις εντυπώσεις του εξωτερικού. Και ακριβώς εδώ έγκειται η παραδοξότητα της χώρας, η οποία, ούσα κατά γενική ομολογία ιδιαιτέρως καχεκτική στους συγκεκριμένους υγειονομικούς μηχανισμούς, κατάφερε να αποφύγει την κατάρρευση αυτών, κυρίως όμως κατάφερε να σταθεί στο ύψος των πρωτοφανών περιστάσεων. Η αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος οδήγησε πολλούς στο να υποστηρίξουν ότι η θετική εξέλιξη των πραγμάτων οφείλεται περισσότερο στην προληπτική δράση της Πολιτείας και λιγότερο στην αποτελεσματικότητα των υγειονομικών μηχανισμών και δη του ΕΣΥ. Είναι, ωστόσο, συνεπής η συγκεκριμένη προσέγγιση της παρούσας προβληματικής και αν ναι, σε τι βαθμό ανταποκρίνεται στις υφιστάμενες συνθήκες; Η αναδρομή που πρόκειται να κάνουμε, η οποία εκκινεί από την σύσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και καταλήγει στις πρόσφατες εξελίξεις, φιλοδοξεί να μας ξεκαθαρίσει το νεφελώδες τοπίο.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας ιδρύθηκε το 1983 στο πλαίσιο μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής την εποχή εκείνη, σκοπός της οποίας ήταν η αναβάθμιση της δημόσιας υγείας, καθώς και η εξασφάλιση μιας ενοποιητικής λειτουργίας μεταξύ των δημόσιων υποδομών περίθαλψης.
Ένα από τα κυριότερα μελήματα του ΕΣΥ είναι η ανταπόκριση αυτού απέναντι στις ιατροφαρμακευτικές και νοσηλευτικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού και όσων φυσικά διαμένουν στην Ελλάδα, μέσα από την δωρεάν πρόσβαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών πρέπει να διενεργείται με τρόπο που εξασφαλίζει την αρχή της ισότητας ανάμεσα στους πολίτες, δίχως φυσικά να αποκλείει την δυνατότητα απολαβής των συγκεκριμένων υπηρεσιών μέσα από την θέσπιση κάποιων κριτηρίων. Η σημαντική αυτή μεταρρύθμιση εντάχθηκε στους κόλπους της χώρας μας με τον νόμο 1397/1983, ο οποίος ήδη από το πρώτο άρθρο ορίζει ότι «Το Κράτος έχει την ευθύνη για την παροχή υπηρεσιών υγείας στο σύνολο των πολιτών. Οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται ισότιμα σε κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση, μέσα από ενιαίο και αποκεντρωμένο εθνικό σύστημα υγείας, που οργανώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.»
Κάνοντας μια περιήγηση στους υγειονομικούς μηχανισμούς της χώρας μας, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, διαπιστώνουμε πως σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα 277 νοσοκομεία, τα οποία διαθέτουν 45.267 κλίνες. Εξ αυτών, τα 147 είναι ιδιωτικές κλινικές, 5 είναι νοσοκομεία, τα οποία αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), ενώ τα υπόλοιπα 125 είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) και τα οποία είναι σαφές πως εμπίπτουν στην σφαίρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Περαιτέρω, 201 Κέντρα Υγείας και περίπου 200 πρώην Πολυιατρεία του ΙΚΑ συνθέτουν το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (ΠΕΔΥ). Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, σήμερα υπάρχουν 1287 Περιφερειακά Ιατρεία στις αγροτικές περιοχές και 127 Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤοΜΥ) σε αστικές περιοχές, οι οποίες ιδρύθηκαν πρόσφατα. Όλες αυτές οι μονάδες υπάγονται σε 7 Υγειονομικές Περιφέρειες και ασκούν κυρίως καθήκοντα εποπτικού και συντονιστικού χαρακτήρα. Η διοίκηση ασκείται κυρίως κεντρικά από το Υπουργείο Υγείας, ενώ ο Υπουργός Υγείας είναι και εκείνος που διορίζει το Δ.Σ των νοσοκομείων. Τέλος, οι Υγειονομικές Περιφέρειες είναι αρμόδιες για τον διορισμό των διευθυντών των Κέντρων Υγείας.
Μεταβαίνοντας στην αξιολόγηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του ΕΣΥ, δυστυχώς, προσκρούουμε στην ρεαλιστική θέση ότι αυτό ασχημονεί. Δυσλειτουργικά μοντέλα διοίκησης, απουσία στρατηγικού σχεδιασμού, δαπάνες χωρίς ορθολογικά χαρακτηριστικά και μια νοσούσα χρηματοδότηση έρχονται να ανασύρουν τα πιο ηχηρά προβλήματα, τα οποία ξεδιπλώνονται μπροστά μας και μας παρουσιάζουν μια ασθμαίνουσα πραγματικότητα. Τα κυριότερα προβλήματα που προκαλούν σοβαρούς κλυδωνισμούς στο σημερινό ΕΣΥ είναι η ελλιπής οργάνωση αναφορικά με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η σχεδόν ολική ατονία των μηχανισμών αξιολόγησης και εποπτείας, η μη είσοδος νέων τεχνολογιών, η ηλικιακή γήρανση του εργατικού δυναμικού στο οποίο παρατηρούνται εμφανή σημάδια εργασιακής κόπωσης, η ανήμπορη Δημόσια Διοίκηση που συμπαρασύρει με τις αδυναμίες της τα όποια περιθώρια εξέλιξης και φυσικά ο προβληματικός επιμερισμός των νοσοκομειακών και πρωτοβάθμιων μονάδων ανά την επικράτεια.
Βέβαια, τα βήματα που δρομολογήθηκαν τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αξιοσημείωτα και άλλαξαν έως ενός βαθμού την τροχιά των υγειονομικών μηχανισμών στην χώρα μας. Ειδικότερα, η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ και η ένταξη των πρωτοβάθμιων μονάδων υγείας του ΙΚΑ στο ΕΣΥ ήταν κάποιες κινήσεις με σωστό προσανατολισμό. Τα βήματα, όμως, αυτά δεν απέβησαν ικανά για να ανατρέψουν την προβληματική εικόνα της σημερινής Δημόσιας Υγείας.
Η Ελλάδα κατάφερε να υπερβεί τις αδυναμίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας, διότι από νωρίς συμμορφώθηκε στις υποδείξεις των ειδικών, δρώντας προληπτικά. Πολλοί από αυτούς τους επιστήμονες εδώ και αρκετά χρόνια κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και επισημαίνουν την αδήριτη αναγκαιότητα της επανατοποθέτησης της συζήτησης του ΕΣΥ σε μια τελείως διαφορετική βάση. Πάγιες θέσεις τους είναι η ενίσχυση του εποπτικού και επιτελικού ρόλου του Υπουργείου Υγείας εντός μιας προσπάθειας να διασφαλιστεί η Δημόσια Υγεία, η θέσπιση αυστηρών μηχανισμών εποπτείας, καθώς και εγγυήσεις των προσφερόμενων υπηρεσιών από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς. Επίσης, σημαντική κρίνεται και η σύσταση ισχυρών περιφερειακών διοικήσεων Δημόσιας Υγείας, όπως φυσικά μεγάλες αναγκαιότητες εντοπίζονται και στην εγκαθίδρυση στοχευμένων προγραμμάτων δια βίου εκπαίδευσης για όλο το προσωπικό των μονάδων του ΕΣΥ, τα οποία προγράμματα θα προάγουν το επιστημονικό και ιατρικό υπόβαθρο των ανθρώπων που είναι στην πρώτη γραμμή και των οποίων ο ρόλος είναι πρωταγωνιστικός σε καταστάσεις υγειονομικών εκτροπών.
Η ίδρυση του ΕΣΥ ήταν μια μεταρρυθμιστική επιλογή καθοριστικής σημασίας, η οποία αποτέλεσε έναν σημαντικό βατήρα για να συντελεστεί μια πρόοδος στους πυλώνες της Δημόσιας Υγείας. Βέβαια, ακόμη και σήμερα, 37 χρόνια μετά την σύστασή του, οι κακοτοπιές που είναι καλά προσαρτημένες στο σώμα της Δημόσιας Διοίκησης, δεν είναι σε θέση να αναδείξουν την δυναμική του, με αποτέλεσμα πολλές φορές το ίδιο το προσωπικό να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να υπερκεράσει τα επιμέρους εμπόδια. Η λήψη περιοριστικών μέτρων ήδη από πολύ πρώιμο στάδιο εκ μέρους της Πολιτείας στην πραγματικότητα ήταν μια υπόκωφη μαρτυρία ότι το ΕΣΥ δεν είναι επαρκώς θωρακισμένο, ενώ η πεπλανημένη θέση για την άρτια λειτουργία του εν εξελίξει δευτέρου κύματος καθίσταται πιο διάτρητη από ποτέ.
Σίγουρα, πάντως, μπορούμε, μετά πάσης βεβαιότητας, να υποστηρίξουμε ότι οι ημέρες που διανύουμε είναι εξαιρετικά γόνιμες για να προσθέσουμε στην φαρέτρα μας το εξής μάθημα: το να έχεις ένα εύρωστο, λειτουργικό, βιώσιμο και καλά δομημένο ΕΣΥ δεν είναι απλώς ένα λιτοδίαιτο αίτημα, αλλά μια υπαρξιακή και κοινωνική αναγκαιότητα.