Την Τρίτη το πρωί «διέρρευσε»- ευφημισμός για το ότι διανεμήθηκε από τους ανθρώπους της φυλακής- το βίντεο του ξυλοδαρμού του ενός υπόπτου και προφυλακισμένου, για το φόνο της φοιτήτριας στη Ρόδο. Υποθέτω ότι ήδη εκατοντάδες- αν όχι χιλιάδες συμπολίτες- επιβραβεύουν το γεγονός. Η αναμετάδοση των εικόνων συνοδεύεται από likes, σχόλια περί δίκαιης τιμωρίας κλπ. Σαν κερασάκι στην τούρτα ανακοινώθηκε επιπλέον μια ΕΔΕ για το πώς- έλα ντε…- παραβιάστηκε η πόρτα του κελιού του κρατουμένου.
Ας είμαστε ξεκάθαροι: έχουμε ένα κράτος που πολύ συχνά δεν μπορεί και που ακόμα συχνότερα δε θέλει- όπως έγινε εν προκειμένω- να εγγυηθεί τα δικαιώματα των πολιτών του και εν γένει των ανθρώπων που βρίσκονται στα «χέρια του». Η ανοχή και η υποστήριξη μάλιστα εκ μέρους πλήθους συμπολιτών μας αυτής της αδυναμίας/ απροθυμίας του κράτους μπορεί να ξεκινά από τα προφανώς ειδεχθή εγκλήματα, ωστόσο στην πραγματικότητα και ασχέτως προθέσεων όσων σήμερα επιχαίρουν, εξαπλώνεται έπειτα προς πιο αμφιλεγόμενες περιπτώσεις και εν τέλει προς το σύνολο της κρατικής πολιτικής.
Όταν αποδέχεσαι ότι ένας ύποπτος για ένα ειδεχθές έγκλημα μπορεί να τιμωρείται με βάσει τους νόμους του Λυντς αποδέχεσαι αντικειμενικά ότι αυτή η συνθήκη μπορεί να αφορά και όποιον άλλον θεωρείται από μια οργανωμένη ομάδα ως ένοχος για ένα –κατά την κρίση της εν λόγω ομάδας- επίσης ειδεχθές έγκλημα. Και εκεί τα όρια πρώτα θολώνουν και μετά χάνονται. Γιατί ακριβώς η βαρβαρότητα είναι εκτατική. Όσο χώρο της δίνεις, τόσο καταλαμβάνει.
Παρεμπιπτόντως, όχι σπάνια, ο ίδιος τύπος ανθρώπου που επιβραβεύει σήμερα τον ξυλοδαρμό του υπόπτου είναι κι εκείνος που σιγοψιθυρίζει, «τα ’θελε κι αυτή», για τη φοιτήτρια.
Κυρίως όμως, το κράτος το οποίο, χωρίς αντιδράσεις από τους πολίτες αψηφά σήμερα τους κανόνες δικαίου που το ίδιο έχει θέσει για τον εν λόγω προφυλακισμένο θα τους κάμψει αύριο και για το διαδηλωτή, για το μετανάστη, για τον ασθενή, για τον άνεργο, για το φορολογούμενο και για κάθε έναν ευρισκόμενο σε πρόσκαιρη ή πιο μακροχρόνια θέση αδυναμίας, για κάθε έναν ανυπεράσπιστο εξ ημών. Το κράτος δικαίου ή υπάρχει και διορθώνει άμεσα τις αδυναμίες του ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να υφίσταται επιλεκτικά και εκλεκτικά. Οι γονείς ή οι φίλοι της φοιτήτριας έχουν τα δικά τους αισθήματα. Το κράτος δεν έχει αισθήματα. Έχει νόμους. Αν δεν τους σέβεται εγκληματεί. Και ένα κράτος που εγκληματεί είναι πάντα απείρως πιο επικίνδυνο και από τον ειδεχθέστερο ακόμα, εγκληματία.
Τέλος, τι να πει κανείς για τα ΜΜΕ- του νέου «τοπίου» του κου Παππά παρεμπιπτόντως- που «διαπρέπουν» εδώ και μέρες, για άλλη μια φορά, σε επαναλαμβανόμενους βιασμούς της μνήμης της φοιτήτριας; Μια σαπίλα που αναβαπτίστηκε με λίγα εκατομμύρια, ως νέο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο με τα κρατικά όργανα να παρακολουθούν αμέτοχα το διασυρμό.
Εν τέλει, ο σεβασμός προς τον άνθρωπο κρίνεται κυρίως όταν πρόκειται για εκείνον που από δική του ευθύνη ή όχι, για λόγους ειδεχθείς ή μη βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Όταν το κράτος αρνείται να υπηρετήσει τέτοιες αρχές τότε μοιράζεται κοινές αξίες με τους δολοφόνους της φοιτήτριας και όχι με το θύμα. Και έτσι μπορεί μεν να βασανίζει τα συγκεκριμένα πρόσωπα προς τέρψιν του «φιλοθεάμονος» κοινού αλλά στην πραγματικότητα ανάγει σε νέα, κρατικά, ύψη τη δική τους νοοτροπία.