Με το βλέμμα στα χρόνια που έρχονται
Ο Τουρκικός αναθεωρητισμός απαιτεί εγρήγορση, αλλά όχι αυτοπαγίδευση. Θέλει πλάνο και εθνική σύμπνοια.
Ο Τουρκικός αναθεωρητισμός απαιτεί εγρήγορση, αλλά όχι αυτοπαγίδευση. Θέλει πλάνο και εθνική σύμπνοια.
Harvepino via Getty Images

Ενός κακού μύρια έπονται, έλεγαν οι παλαιότεροι. Ξεκινάει για όλους ένα καλοκαίρι πολύ διαφορετικό από κάθε προηγούμενο, μετά το τρίμηνο lockdown που απροσδόκητα ανέκυψε και με όσα οδυνηρά συνακόλουθα αυτό αναμένεται να φέρει από το φθινόπωρο και έπειτα. Δείχνει ότι η Ελλάδα εισέρχεται στις τελευταίες ώρες νηνεμίας πριν από μία δοκιμασία διαρκείας.

Αναμένεται, συγκεκριμένα, μία μακρά περίοδος γεωπολιτικής ρευστότητας, η οποία ούτε ως απολύτως προβλέψιμης έκβασης προοικονομείται, αλλά ούτε και ως δεκτική ήπιας διαχείρισης μέσω απλής προβολής ισχύος και διαπραγματευτικής παρέλκυσης. Μέσα στα επόμενα έτη, εντός σύντομου χρόνου, αυτή θα λάβει μορφή.

Μετά βεβαιότητας οι επικυρίαρχες δυτικές ελίτ θα οδηγήσουν τη χώρα μας σε συμβιβαστική προσδιοριστική οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της, αποβλέποντας στο υπέδαφος τους, είτε μέσω απευθείας συμφωνιών με όλα τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου, είτε πιθανότατα και με την προσφυγή σε διεθνή δικαιοδοτικά και διαιτητικά όργανα, η πάγια νομολογία των οποίων είναι αναφανδόν αντίθετη στα εθνικά μας προσδοκώμενα Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι και αυτό θα αποτελεί ένα ράπισμα στο εθνικό μας αφήγημα υπερηφάνειας, αλλά και ότι μέχρι τη στιγμή αυτή θα διερχόμαστε στιγμές κρίσης και εντάσεων με την Τουρκία. Όχι όμως πολέμων, απλά επεισοδίων αλλεπάλληλων με σκοπό μια δρομολόγηση διευθέτησης ανοιχτών θεμάτων.

Το εγχώριο πολιτικό σύστημα θα μετέλθει κάθε μέσου διαχείρισης των συμβιβασμών χάριν της προώθησης τους, ακόμα και συγκυβερνήσεις και πρόωρες εκλογές. Όμως θα πληρώσει το κόστος για άλλη μια φορά στα λαϊκίστικα κόμματα που θα καρπωθούν τη λαϊκή απογοήτευση. Ακριβώς η ίδια εικόνα διχασμού θα υπάρχει και στην Τουρκία τα επόμενα χρόνια, με τις ηγεσίες και των δύο κρατών να είναι πρόθυμες για κάθε ρηξη προκειμένου να διατηρηθούν στην εξουσία. Η αδυναμία σύγκλισης των βλέψεων των εγχώριων ελίτ Ελλάδας και Τουρκίας σε κοινή λύση παρά τις ελληνικές ως τότε υποχωρήσεις, αλλά και η επικράτηση εθνικιστικής ατζέντας και στις δύο χώρες, θα οδηγήσουν τελικά και σε πόλεμο τα δύο κράτη μετά από μια τετραετή κούρσα εξοπλισμών, με την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα να δίνει τη λύση όχι στα ελληνοτουρκικά προβλήματα, αλλά ευρύτερα περιφερειακά και συνοριακά σε μόνιμη πια βάση μέσω διεθνούς διάσκεψης.

“Τουρκία αναζητά μία αφορμή για να ξανακαταστεί υπολογίσιμη”

Το τέλος αυτής της περιόδου ταραχών αναμένεται να αποτελέσει μια αρχή νηνεμίας και ανασυγκρότησης σε όλες τις εμπλεκόμενες χώρες. Στα νέα τους σύνορα αυτές, με δοκιμασμένα τα πολιτικά τους συστήματα και νέες συνθήκες αλλά και μεγαλύτερη κρατική αυτονομία, έχοντας γνώση των παθογενειών τους και των διεθνών δεδομένων πια, θα εμπιστευθούν τις τύχες τους σε πρόσωπα περισσότερο εξειδικευμένα και λιγότερο πολιτικά.

Νέες μορφές διακυβέρνησης και αντιπροσωπευτικότητας (όχι απαραίτητα δημοκρατικού προσανατολισμού) θα δοκιμασθούν και άγνωστα ως τώρα πρόσωπα θα μεσουρανήσουν για δεκαετίες στις διακρατικές σχέσεις. Και όπως πάντα γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, η στερνή γνώση θα είναι και πάλι αυτή που θα θωρακίζει από τα κακοπαθήματα, που δε θα είχαν προκύψει καν εάν οι τωρινοί επικυρίαρχοι την είχαν πρώτα. Ο λόγος είναι ότι τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων θα έχουν ήδη οριοθετηθεί μέσω μιας νέας ”Γιάλτας” και ο φόβος επανάληψης της συγκρουσιακής δεκαετίας θα ”φυλάει τα έρμα” εντός των προσδιορισμένων πια πλαισίων μιας διαρκούς ειρήνης.

Από χρόνια υποστήριζα – όπως και όλες οι νουνεχείς πολιτικές φωνές της χώρας μας – ότι αν ποτέ υλοποιηθεί εξόρυξη σε οποιαδήποτε ελληνική θάλασσα, αυτό θα συνεπιφέρει συγκρούσεις ή και εδαφικό ακρωτηριασμό. Είναι το λεγόμενο “Blood for Oil” κατά την αμερικανική έκφραση. Καλύτερα από την άποψη της ειρηνικής καθημερινότητας, να μείνουμε στο status quo των τελευταίων 45 ετών. Τούτο διότι η - πρόσκαιρα περιθωριοποιημένη από πλευράς γεωπολιτικών εξελίξεων - Τουρκία αναζητά μία αφορμή για να ξανακαταστεί υπολογίσιμη δια της υπεροπλίας της σε εξοπλισμούς, ώστε να αναθεωρήσει προς όφελός της τη Συνθήκη της Λωζάνης.

Είχε, λοιπόν, εξ’αρχής η χώρα μας όπως φαίνεται, τρεις επιλογές:

1) Να μην προχωρήσει καθόλου εξορύξεις (που για την ώρα φαίνεται αποκλεισμένο σενάριο από τους παγκόσμιους επικυρίαρχους, καθ’ότι ασύμφορο γι’αυτούς).

2) Να ακολουθήσει ενδοτική Real Politique και να μοιραστεί τα όποια κέρδη με την Τουρκία, πράγμα που όποιος το εισηγηθεί θα θεωρηθεί αυτομάτως προδότης αν και το κράτος θα κερδίσει άνευ σύγκρουσης ένα κέρδος που τώρα δεν έχει.

3) Να προχωρήσει μονομερώς και, χωρίς αμφιβολία, να συγκρουστεί ναυτικά με την Τουρκία, η οποία αξιώνει μερτικό επί των κερδών διότι αρνείται εν μέρει την Α.Ο.Ζ. μας, την οποία σημειωτέον δεν έχουμε προς ώρας οριοθετήσει ή ανακηρύξει. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει σημασία ποιός έχει το διεθνές δίκαιο με το μέρος του : θα υπάρξει άμεση πολεμική κλιμάκωση, ενδεχομένως να «γκριζαριστούν» πάλι χωρικά ύδατα, βραχονησίδες ή ακόμα και μικρά νησιά, ενώ οι οικονομίες και των δύο χωρών θα κλονισθούν ανήκεστα κι επί μακρόν. Τελικά πιθανότατα θα συρθεί η Ελλάδα στο ίδιο αποτέλεσμα, της διαπραγμάτευσης και της μη αποκλειστικής αξιοποίησης των κοιτασμάτων του Αιγαίου χάριν της μη συνέχισης ή επανέναρξης των εχθροπραξιών. Ήτοι: μία τρύπα στο νερό!

Τα υπόλοιπα σενάρια είναι εντελώς ανάξια σχολιασμού, π.χ. ότι επαρκεί η αποτροπή με την παρουσία των ναυτικών μας εξοπλισμών αν η Ελλάδα προβεί σε γεωτρήσεις, ότι αντεπιτιθέμενοι θα ...συντρίψουμε κάθε τυχόν επιθετική ενέργεια και η γείτονας μετά το πρώτο ναυτικό επεισόδιο “θα κάτσει καλά” σε Αιγαίο και Κύπρο παρά την υπεροπλία της ή ότι τάχα ο διεθνής παράγων θα σταθεί στο πλευρό μας με προβολή ισχύος και θα προκρίνει το διεθνές δίκαιο σε σχέση με τα συμφέροντά του. Δεν λειτουργεί έτσι η διεθνής πολιτική σκηνή, διότι τα εγχώρια συμφέροντα ενός εκάστου κρατικού παράγοντα συνεκτιμώνται προ των επιλογών του. Τούτ’έστιν : οι «μεγάλες δυνάμεις» των καιρών μας θα κοιτάξουν να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι για τις πετρελαϊκές τους εταιρείες και τίποτα παραπάνω.

“Ουδείς θέλει πια στην κεφαλή της Τουρκίας έναν τόσο ρευστό σύμμαχο όπως ο Ερντογάν, ενώ την Τουρκία την επιθυμεί το ΝΑΤΟ διακαώς να επιστρέψει στο μαντρί.”

Θεωρώ ότι ο κύβος έχει ριφθεί από τις επικυρίαρχες υπερδυνάμεις προκειμένου να αναλάβουμε εμείς ως κράτος την επικίνδυνη δουλειά για λογαριασμό τους και να ρισκάρουμε μία συγκρουσιακή έναρξη εξορύξεων. Ήδη προμοτάρονται ως αόριστα κερδοφόρες, ενώ θα φέρουν βραχυπρόθεσμο μπελά. Ας εξοικειωθούμε, επομένως, με το πικρότατο ποτήρι των επαχθών εθνικών συμβιβασμών που θα ακολουθήσουν τα αμέσως επόμενα χρόνια και, αν τόσο πια μας κάθεται η επίγευσή του στο λαιμό, ας αναζητήσουμε τα πρωταίτιά τους στην κραιπάλη των περασμένων δεκαετιών και στο διχασμό της παρούσης δεκαετίας. Τότε ίσως καταλάβουμε τη δικαιοσύνη της ιστορικής νομοτέλειας και ίσως, μετά από δύο ή τρεις δεκαετίες, να παραδώσουμε μία Ελλάδα σε ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση από αυτήν που παραλάβαμε. Κάθε άλλη επιλογή - η οποία πολύ φοβάμαι ότι θα προκριθεί τελικά - ενδέχεται να αφήσει μόνο συντρίμια ως κληρονομιά της αυταπάτης περί της ισχύος και ακμής μας.

Πλέον, πριν την αναμενόμενη ανάληψη καθηκόντων του κ.Μποζκίρ στην προεδρία της ΓΣ του ΟΗΕ στα μέσα Σεπτεμβρίου, πρέπει να αναμείνουμε ότι θα αρχίσουμε να διαβάζουμε μέχρι τότε ως νέα στις εφημερίδες τα προεόρτια της κυοφορούμενης γεωπολιτικής μετάβασης στη «νέα κανονικότητα» της εύρωστης και μακραίωνα ταραχώδους γειτονιάς μας. Οι ενδείξεις είναι από καιρό ορατές.

Το τουρκικό καθεστώς εργαλειοποίησε σε πρώτη φάση τις πληθυσμιακές μάζες για να αποσταθεροποιήσει την ελληνική μεθόριο και έτσι μάλλον θα συνεχίσει. Είναι σαφές ότι εκεί που έχει γίνει σχεδόν δεκτό το εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αντιμετωπίζεται το ζήτημα που ανακύπτει, η πραγματικότητα είναι ότι αυτό μόλις άνοιξε. Ότι δεν κατέστη εφικτό να διέλθουν το σύνορο (ο όρος «σύνορο» αφορά μόνο το υλικό χερσαίο όριο, το θαλάσσιο όριο των κρατών ονομάζεται «αιγιαλίτιδα ζώνη» και το υπερκείμενο καλείται «εναέριος χώρος» για όσους τυχόν το αγνοούν) δεν θα είναι η κατάληξη αλλά μόνον η αρχή. Τούτο διότι τα αστυνομικά μέτρα μπορούν πρόσκαιρα να φράξουν την οδό σε μερικές χιλιάδες μεταναστών, αλλά όχι παντοτινά και σίγουρα όχι σε εκατοντάδες χιλιάδες.

Πετυχαίνει, λοιπόν, το αναθεωρητικό καθεστώς Ερντογάν να κρατάει επί μονίμου βάσεως τον ελληνικό στρατό στα σύνορα σε μία φθοροποιό εγρήγορση μετακινώντας εκεί πληθυσμιακές μάζες εξαθλιωμένων ανθρώπων και ταυτόχρονα κα εκβιάζει την ΕΕ για να τον ανέχεται στις εξωφρενικές οικοκονομικές, εδαφικές και υποθαλάσσιες απαιτήσεις του. Τις εργαλειοποιεί επομένως. Αλλά και αποσταθεροποιεί τη δική μας μεθόριο, τη νησιωτική όσο και τη συνοριακή. Η τελευταία έχει να αντιμετωπίσει μία δαμόκλειο σπάθη που δεν επιτρέπει καμία χαλάρωση, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε διέλευση των ορδών των «Αθλίων» στη Θράκη και τη Μακεδονία με άμεσες καταστροφικές οικονομικές συνέπειες αφού θα εγκλωβίζονταν εκεί οι πάμφτωχοι μετανάστες ίσως και για χρόνια ολόκληρα. Η πρώτη όμως είναι ακόμα χειρότερη, διότι κυριολεκτικά δεν μπορεί να έχει καμία λύση με τα τωρινά δεδομένα, όσο και αν κάποιοι κραυγάζουν υστερικά για πρακτικώς ανεφάρμοστα πράγματα.

“Η χώρα μας δεν επιθυμεί την ανατροπή του status της Λωζάνης του 1923, η Τουρκία επιθυμεί την τάχα επικαιροποίησή της, δηλαδή να απεμπλακεί από τις οριοθετήσεις που αυτή της επέβαλε. Άρα η Τουρκία έχει συμφέρον από μία ένοπλη αντιπαράθεση”

Στα νησιά, λοιπόν, όπου δε θα μπορεί να εφαρμοστεί ολοκληρωτικά το pushback των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών όπως στα χερσαία όρια, η κατάσταση θα είναι εντελώς διαφορετική. Κατ’αρχήν η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπό ορισμένες προϋποθέσεις έκρινε ως ανεκτή την (κατά κανόνα παρανομή) πρακτική των απωθήσεων, δεν αφορά στις θαλάσσιες απωθήσεις και αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί, διότι πολλοί επικαλούνται αυτή τη νομολόγία ως κανόνα κι όχι ως εξαίρεση. Η εξαίρεση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στα σύνορα, αλλά όχι στην αιγιαλίτιδα. Ανεκτά, επομένως, ασκείται στον Έβρο, αν και ως πρακτική θα έχει μετά βεβαιότητας κάποιο σημείο κορεσμού και δε δύναται να παραταθεί εις το διηνεκές. Όμως στην αιγιαλίτιδα δε μπορεί καν να εφαρμοσθεί, όχι για νομικούς μονάχα λόγους, αλλά ιδίως για πρακτικούς.

Έστω κι αν ήθελε υποτεθεί πως κατ’εξαίρεση επιτρέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις το θαλάσσιο pushback των μεταναστευτικών λέμβων, δεν αναιρείται η υποχρέωση έρευνας και διάσωσης του κυρίαρχου κράτους. Στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδας, κατά συνέπεια, αν η απωθούμενη βάρκα ανατραπεί ή βυθιστεί (έστω και σκοπίμως) η ακτοφυλακή υποχρεούται να περισυλλέξει τους ναυαγούς. Αν αμελήσει, πέραν του ότι θα είναι διεθνές έγκλημα ο πνιγμός των ναυαγών, τότε πολύ πρόθυμα θα οικειοποιηθεί το εν λόγω δικαίωμα η διεκδικούσα Τουρκία, απλά και ξάστερα. Επομένως δε μπορεί να αδρανήσει η ελληνική πλευρά: ακόμα και αν κατά παρέκκλιση των διεθνών κανονισμών αποτρέψει μερικές λέμβους, είναι εντούτοις αδύνατον να απωθήσει ένα ευρύ μεταναστευτικό ρεύμα εντός του έτους. Όσοι πάλι διατρανώνουν την απαξίωσή τους στους διεθνείς κανονισμούς και τους διεθνείς οργανισμούς, ας αναλογισθούν απλά ότι η χώρα μας είναι που διαρκώς επικαλείται το διεθνές δίκαιο, όχι η ταραξίας αναθεωρητική Τουρκία.

Η αποσταθεροποίηση αναμένεται κυρίως στα νησιά, τα οποία ήδη έχουν μέσα σε λίγους μόλις μήνες πολλαπλάσιες συγκεντρώσεις αλλοδαπών. Ενδεικτικός είναι ο υπερτετραπλασιασμός των μεταναστών και προσφύγων στη Μόρια από τον περασμένο Μάιο. Οι κλειστές δομές που αναμένονται να ανεγερθούν είναι απλό ημίμετρο, είτε γίνουν στα ακριτικά νησιά είτε σε άλλες τοποθεσίες πιο απομακρυσμένες και τούτο διότι είναι ήδη οξυμένη η κατάσταση σε Χίο, Λέσβο, Λέρο, Κω και Σάμο. Μετά τις τελευταίες ταραχές, είναι ιδιαίτερα πιθανός ένας νέος γύρος αυτοδικιών και διαμαρτυριών, ειδικά μετά τη σώρευση μεγάλου αριθμού εξτρεμιστών ακροδεξιάς ιδεολογίας στα νησιά αυτά (αλλά και στον Έβρο) που αναμένονται να επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν το πολωμένο κλίμα και την αγανάκτηση των ντόπιων. Εν μέρει αυτή η αγανάκτηση είναι δικαιολογήσιμη: προεκλογικά τους τάχθηκε η αποσυμφόρηση και αντ’ αυτής οι αριθμοί των εγκλωβισμένων αυξήθηκαν. …

Είναι αναμενόμενη η χειροτέρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων έως του σημείου σύντομης σύρραξης το προσεχές χρονικό διάστημα, ειδικά αν η Άγκυρα βαθμιαία κλιμακώσει τις αποσταθεροποιητικές της πρακτικές με εξοπλισμό των μεταναστών του Έβρου ή με παρεμπόδιση των θαλάσσιων pushbacks. Ακόμα και αν αποκρουστεί η τουρκική επιθετικότητα σε πρώτη φάση, το συμβάν αυτό θα τραυματίσει για χρόνια τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θα οδηγήσει σε κλιμακούμενη πολυετή όξυνση και σε κούρσα εξοπλισμών αλλά και σε περιστολή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και στις δύο χώρες, του τύπου μίας νέας μορφής διακυβέρνησης υπό το πρίσμα του κρατικού παρεμβατισμού και της λογοκρισίας με πρόσχημα ή πρόκριμα την εθνική ασφάλεια. Σε πρώτη φάση η χώρα μας ενδεχομένως θα (πρέπει να) καταφύγει σε οικουμενικά σχήματα ηγεσίας χάριν αντιμετώπισης επικείμενου κινδύνου, που θα ξεπερνά κατά πολύ σε διάρκεια ένα θερμό επεισόδιο και θα την έχει αναγκασμένη να κρατά πλείστες μονάδες στα σύνορα σε ετοιμότητα.

Όλα δείχνουν ότι το καθεστώς Ερντογάν έχει φθάσει σε οριακό σημείο. Ο μεγαλοϊδεατισμός (μία πληγή που εμείς γνωρίζουμε καλά ως λαός) έχει ως ακρότατο όριο τη στιγμή των πρώτων μαζικών φερέτρων. Από εκεί και έπειτα σταδιακά εξαερώνονται οι αντοχές του πληθυσμού. Μετά τα αιματηρά μέτωπα σε Συρία και Λιβύη, αναμένεται να επιδιωχθεί η ρελάνς εν ταυτώ με την επαναπροσέγγιση της Δύσης. Όμως ουδείς θέλει πια στην κεφαλή της Τουρκίας έναν τόσο ρευστό σύμμαχο όπως ο Ερντογάν, ενώ την Τουρκία την επιθυμεί το ΝΑΤΟ διακαώς να επιστρέψει στο μαντρί. Αν υπάρχει μία ευκαιρία να του τραβήξουν το χαλί κάτω από τα πόδια οι Δυτικοί, είναι τώρα. Αλλά κι ο ίδιος είναι εγκλωβισμένος πλέον στο δραν κι όχι στο μη δραν που έχει έκδηλο δημοσκοπικό κόστος. Νομοτελειακά θα επιχειρήσει να επιβάλει την ατζέντα του με προβολή ισχύος σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και πλημμυρίζοντας την Ανατολική Θράκη με μετανάστες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και με δεκάδες χιλιάδες Σύρους πρόσφυγες. Ίσως αυτό περιμένουν όλοι στη Δύση για ευκαιρία τους, τη στιγμή που τον κατευνάζουν.

Παραδοσιακά, όταν ένας τύραννος ανατρέπεται σε ανατολικά κράτη φονταμενταλιστικού καθεστώτος, η συνέπεια είναι η κατάρρευση όλου του κρατικού μηχανισμού. Αυτό είναι μία προειδοποίηση της Ιστορίας σε όσους «παίζουν εν ου παικτοίς»: να μη δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους πέρα από τα στεγανά των ορίων ανοχής του διεθνούς συμπεφωνημένου status. Αρκεί μία ματιά σε εικόνες π.χ. της Βαγδάτης πριν το 1990, του Αφγανιστάν και της Τεχεράνης πριν το 1980, της Τρίπολης πριν το 2010, του Λιβάνου πριν το 1985. Όποια κι αν είναι η διάδοχη κατάσταση στην ηγεσία της Τουρκίας τα επόμενα έτη, ακόμα κι αν δεν υπάρξει διάδοχη κατάσταση, στην περίπτωση που δεν αποκλιμακώσει την προστριβή με τη Δύση η γειτονική χώρα τα διακυβεύει όλα. Ακόμα και την ενιαία υπόστασή της. Τις κουρδικές περιοχές, την ανατολική Θράκη, ακόμα και την ίδια την εσωτερική της λαϊκή ενότητα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η επόμενη πόλη της λίστας με τις παραπάνω ερειπωμένες πρωτεύουσες η Κωνσταντινούπολη ή η Άγκυρα, εξ’αιτίας ενός αρχομανούς δικτάτορα. Ο λόγος είναι ότι, όσο κι αν προσπαθεί να εμπλέξει στα δικά του πλάνα το ΝΑΤΟ για ίδιον όφελος, κανείς δε θέλει να είναι εκβιαζόμενος ή αγόμενος και φερόμενος από έναν καιροσκόπο ωφελιμιστή. Η Δύση θα τον ανεχτεί, θα συνεκτιμήσει τα οικονομικά συμφέροντα που έχει στη χώρα, θα δώσει ευκαιρία και, τέλος, θα τον αφήσει επί ξύλου κρεμάμενον για να ξαναέχει την Τουρκία. Απλώς θέλει να μη λερώσει τα χέρια της.

Και πάλι λοιπόν, έπεσε σε εμάς ο κλήρος καθώς φαίνεται. Γι’ αυτό και θέλει εγρήγορση, αλλά όχι αυτοπαγίδευση. Θέλει πλάνο, εθνική σύμπνοια έμπρακτη (όχι απλά στα λόγια, ενώ στην πράξη ο καθένας να έχει φυτεμένο μέσα του έναν μικρό εμφυλιοπολεμικό σπόρο) και σύνεση της ηγεσίας. Πολλοί συμπατριώτες μας, όχι από δόλο αλλά από άγνοια, εκφράζουν ανυπομονησία για έναρξη εχθροπραξιών. Αυτό είναι εθνικά επιζήμιο. Η χώρα μας δεν επιθυμεί την ανατροπή του status της Λωζάνης του 1923, η Τουρκία επιθυμεί την τάχα επικαιροποίησή της, δηλαδή να απεμπλακεί από τις οριοθετήσεις που αυτή της επέβαλε. Άρα η Τουρκία έχει συμφέρον από μία ένοπλη αντιπαράθεση, ώστε να καθίσει ξανά στο τραπέζι με όλα τα θέματα ανοικτά. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η μη επέκταση της αιγιαλίτιδας στα 12 ναυτικά μίλια, αλλά και η διαχρονική κατευναστική πολιτική της Ελλάδας.

Δεν μπορεί κανείς να προ-οικονομεί τι θα πράξει η κυβέρνηση στην περίπτωση π.χ. που γίνει έναρξη τουρκικής γεώτρησης εντός της εικαζόμενης ελληνικής ΑΟΖ. Τυπικά δε δικαιούμαστε να αντιδράσουμε, καθώς δεν την έχουμε ανακηρύξει ούτε οριοθετήσει, επομένως είναι ένα ενδεχόμενο να βρεθεί ερευνητικό πλοίο της Τουρκίας προ των 6 ναυτικών μιλίων κάποια στιγμή και να διεκδικεί την αποκλειστικότητα της έρευνας κι εκμετάλλευσης. Μπορεί όμως και να αποτελέσει κομβικό σημείο αντίδρασης. Αυτά τα σενάρια και άλλα όμοιά τους, εντάσσονται σε ένα γενικότερο μοτίβο κλιμάκωσης που, αν δεν ανακοπεί, μετά βεβαιότητας θα οδηγήσει σε συνεχείς αντιπαραθέσεις που θα καταστρέψουν τις οικονομίες των δύο χωρών τα επόμενα 4-5 χρόνια.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η τελική αναδιανομή χώρων και ρόλων στη σκακιέρα της περιοχής θα αρχίσει να κορυφώνεται πολύ σύντομα, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των επικυρίαρχων μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή. Ο βαθμός αντίθεσης ή σύμπλευσης των συμφερόντων αυτών θα καθορίσει το μέγεθος της αναδιανομής, αλλά κυρίως (αυτό μας αφορά εμάς) το ύφος της : αν η νέα Γιάλτα προκύψει συγκρουσιακά, η περιφερειακή κρίση θα είναι εφιάλτης πυρός και σιδήρου για όσους θα έχουν συμμετάσχει και χαμένος θα είναι για άλλη μία φορά όποιος εξαπολύσει το πρώτο πλήγμα και όποιος δεχθεί το τελευταίο. Αν όχι, η ειρήνη θα έχει μία ακόμα ευκαιρία, οι τοπικοί ηγέτες που θα προσυπογράψουν, όμως, δε θα έχουν πια καμία.

Η έναρξη του ανωτέρω συγκρουσιακού κύκλου πρέπει να αναμένεται στη διάρκεια του καλοκαιριού ώστε “να κάτσει η μπίλια” του συμβιβασμού, ενδεχομένως και μέσα στο Σεπτέμβριο και εν συνεχεία να επικυρωθεί δι εκλογών ως αναγκαίο κακό.

Στο γεωπολιτικό πλαίσιο αυτό, τα σύνορα των κρατών της ευαίσθητης μεριοχής μας θα παραμείνουν ως έχουν για τα επόμενα λίγα χρόνια, αλλά τελικά οι αναθεωρητισμοι θα λάβουν πιθανότατα την εκδήλωση τους με νέες συνθήκες και αμοιβαίες υποχωρήσεις στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο και τη μέση Ανατολή. Νέες συμμαχίες επίσης, εν μέρει και ανίερες, θα κάνουν την εμφάνιση τους στους χώρους αυτούς και θα είναι βραχύβιες όσο και τα συμφέροντα που θα τις επιβάλουν. Αυτές οι συμμαχίες όταν ακριβώς καταλαγιάσει η τρικυμία που θα έχει επιφέρει η επαναφορά των παλαιών και εθνικιστικών δογμάτων διακυβέρνησης, με την αναγκαστική τους υποχώρηση εξαιτίας των πολεμικών αδιεξόδων, αναμένεται να συναπαλειφθούν.

Ας ετοιμαζόμαστε, λοιπόν, να δεχθούμε το φιλί του Ιούδα και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη πριν το σπρώξιμο στο βάραθρο των εθνικών περιπετειών.

Επιγραμματικά, από την πρόσφατη μου αρθρογραφία, συστήνω τα συναφή άρθρα :

Δημοφιλή