Τις τελευταίες δεκαετίες, και ιδίως μετά την άνοδο του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία, η Τουρκία πασχίζει να θεμελιώσει τη θέση της ως μουσουλμανική χώρα και υπολογίσιμη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η στάση της απέναντι στο Παλαιστινιακό Ζήτημα, η σταδιακή εξάλειψη των μειονοτήτων της καθώς και οι συνεχείς προσπάθειες προσέλκυσης αραβικών κεφαλαίων ώστε να ανασάνει η οικονομία της αλλά και να αναβιώσει το χαμένο θρησκευτικό αίσθημα, που μετά τον κεμαλισμό σταδιακά αποδυναμωνόταν, είναι μερικά δείγματα για το πώς βλέπει η τουρκική κυβέρνηση το Ισλάμ.
Ενώ αρχικά ο Ερντογάν ακολουθούσε μια πιο φιλοδυτική πολιτική, σταδιακά άρχισε να αλλάζει στάση και να στρέφεται προς τους ομοθρήσκους του καθώς έβλεπε το «ευρωπαϊκό όνειρο» να σβήνει με αποκορύφωμα την «αραβική άνοιξη» (2010), που κάθε άλλο παρά άνοιξη ήταν. Στα πλαίσια της προώθησης της μουσουλμανικής πίστης επανέφερε το κάλεσμα για προσευχή, έχτισε μεγάλα, μνημειώδη θα λέγαμε, τζαμιά, άρχισε να προωθεί την αραβική γλώσσα, ως γλώσσα του κορανίου και να επενδύει ουσιαστικά στους Τούρκους ομογενείς της Ευρώπης, όπως επίσης και στη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, την οποία η Τουρκία βαφτίζει τουρκική ώστε να μπορεί να εμπλέκεται στα ζητήματά της.
Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως το Ισλάμ από μόνο του δεν έχει κάποιο πρόσημο. Είναι μια θρησκεία σαν όλες τις άλλες, η οποία βασίζεται στο αίσθημα δικαιοσύνης και στην ευταξία. Ωστόσο, είναι τέτοιος ο πυρήνας της, που θέλοντας και μη, κάποιος που έχει γαλουχηθεί με τις ισλαμικές αρχές, δέχεται το Ισλάμ ως κομμάτι της καθημερινότητάς του. Οι πέντε προσευχές ημερησίως, το ραμαζάνι, η αποχή από το χοιρινό και τα αλκοολούχα ποτά, μέχρι και η περιτομή κάνουν αισθητό το θρησκευτικό στοιχείο στην καθημερινότητα του πιστού, και σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, η ριζοσπαστικοποίηση του απλού πιστού γίνεται ευκολότερη.
Έτσι από το Ισλάμ περνάμε στον ισλαμισμό, που ουδεμία σχέση έχει το ένα με το άλλο. Ο ισλαμισμός, έχει σαφώς αρνητικό πρόσημο, καθώς πρόκειται για ένα είδος ριζοσπαστικοποίησης, η οποία έχει την τάση να πολιτικοποιεί την ίδια την θρησκεία. Βέβαια, και στην δύση παρατηρείται αυτό με κόμματα προσκολλημένα στο δόγμα ή άλλα που προάγουν την πίστη στον Θεό, ωστόσο δεν είναι το ίδιο.
Σήμερα στην Ε.Ε. διαμένουν περίπου 15 εκατομμύρια μουσουλμάνοι εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό είναι Τούρκοι (η πλειονότητα αυτών βρίσκεται στην Γερμανία), που μετανάστευσαν εκεί στα μέσα, περίπου, του προηγούμενου αιώνα, ενώ η χώρα με τους περισσότερους μουσουλμάνους ανεξαρτήτως εθνικότητας είναι η Γαλλία.
Οι κοινότητες και οι οργανώσεις που έφτιαξαν εκεί βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στο κοινό δόγμα και όχι στην κοινή καταγωγή. Έξυπνη κίνηση, καθώς οι σουνίτες αποτελούν το 85% περίπου, του μουσουλμανικού πληθυσμού παγκοσμίως, πράγμα που σημαίνει ότι σε αυτές τις οργανώσεις μπορούν να συμμετάσχουν και άλλοι σουνίτες ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Το παράδοξο σε αυτές τις οργανώσεις είναι πως ενώ φαίνονται αυτόνομες και ανεξάρτητες, στην πραγματικότητα, η πλειονότητα αυτών βρίσκεται έμμεσα ή άμεσα υπό τον έλεγχο της τουρκικής κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, το όργανο το οποίο ασχολείται με αυτά τα ζητήματα είναι το Προεδρείο Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet İşleri Bakanlığı), το οποίο ιδρύθηκε το 1924. Το συγκεκριμένο όργανο επιτηρεί κάθε έργο ή δράση που σχετίζεται με το Ισλάμ, είτε εντός των τουρκικών συνόρων, είτε εκτός. Με πρόσχημα την ύπαρξη τουρκικής μειονότητας, η Τουρκία ορίζει τις γραμμές που πρέπει να ακολουθούν οι ιμάμηδες που κηρύττουν σε κάθε παρακλάδι του, ενισχύει την κατήχηση και χρηματοδοτεί, παράλληλα διάφορες δράσεις, την ανέγερση τζαμιών, θρησκευτικών σχολείων, τόπων προσευχής κλπ.
Κάτι αντίστοιχο βλέπουμε να γίνεται και στην Δυτική Θράκη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η τουρκική κυβέρνηση αποκαλεί «Τούρκους» τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας. Παράλληλα έχει την ευχέρεια να διαθέτει προξενείο σε εκείνη την περιοχή, αλλά και να παρέχει μουφτήδες και ιμάμηδες στο ελληνικό κράτος, το οποίο δεν έχει μεριμνήσει ώστε να παράσχει τέτοιου είδους σπουδές και κατάρτιση στους μουσουλμάνους υπηκόους του. Οι προσπάθειες προσέλκυσης της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δ. Θράκη από την Τουρκία είναι συνεχείς. Μερικές εξ αυτών είναι η προσφορά θρησκευτικών και γλωσσικών μαθημάτων, η παρότρυνση για δημιουργία τζαμιών και χώρων προσευχής, η κατήχηση κ.α.
Η Τουρκία έχει καταλάβει ότι η θρησκεία του Ισλάμ προσφέρεται σαν εργαλείο για επέκταση, ιδίως σε περιπτώσεις μειονοτήτων, που η πολιτεία συχνά αδιαφορεί, και τα μέλη τους νιώθουν ότι είναι οι λίγοι απέναντι στους πολλούς. Χρησιμοποιεί την «διαφορετικότητα» (Ισλάμ) που χαρακτηρίζει αρκετές ολιγοπληθείς κοινότητες, που διαμένουν στις ευρωπαϊκές χώρες, και την ανάγει σε μέγιστο αγαθό για την σωτηρία της ψυχής. Βήμα-βήμα μέσω μεθοδευμένης και καίριας προπαγάνδας προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δίκτυο φανατισμένων μουσουλμάνων, φιλικά προσκείμενων προς την Τουρκία, οι οποίοι θα είναι σε θέση να επεκτείνουν τόσο τα σύνορα του Ισλάμ όσο και την σφαίρα επιρροής της Τουρκίας.