Ο πόλεμος της 7ης Οκτωβρίου άλλαξε άρδην την ισραηλινή πολιτική ατζέντα. Έτσι, το τέλος του 2023 σε τίποτα δεν θυμίζει το Ισραήλ των διαδηλώσεων και της ατέρμονης θεσμικής κρίσης. Η αποτυχία του κρατικού μηχανισμού να προβλέψει όσα τραγικά συνέβησαν, καταρράκωσαν την εμπιστοσύνη του μέσου Ισραηλινού προς το στρατιωτικό κατεστημένο, που μέχρι πρότινος εκλαμβανόταν ως άτρωτο, αδιάφθορο και πανέτοιμο να αντιμετωπίσει κάθε απειλή. Η κοινωνία αναμένει να αποδοθούν ευθύνες στους υπεύθυνους αυτής της μεγάλης ήττας, παρότι κυριαρχεί η πεποίθηση ότι στο πεδίο των μαχών το Ισραήλ θα νικήσει. Όταν ο πόλεμος αυτός τελειώσει, το κατεστημένο - πολιτικό, στρατιωτικό και δικαστικό - γνωρίζει ότι θα κληθεί να λογοδοτήσει. Άγνωστο, ωστόσο, παραμένει εάν η απάντηση στο ερώτημα «τις πταίει» θα δοθεί εντός του 2024, καθότι άγνωστη παραμένει ακόμα η διάρκεια του πολέμου.
Τα μέτωπα του πολέμου
Η ιδιαιτερότητα του πολέμου που άρχισε στις 7 Οκτωβρίου έγκειται στην πολλαπλότητα των ενεργών του μετώπων. Επισήμως, το μέτωπο είναι ένα και βρίσκεται στη Γάζα. Ωστόσο, τα πρόσθετα, ανεπίσημα μέχρι στιγμής, αλλά καθ’ όλα ενεργά μέτωπα σε Νότιο Λίβανο και Ερυθρά Θάλασσα, είναι ικανά να διευρύνουν το πολεμικό σκηνικό.
Παρότι η κυβέρνηση της Βηρυτού δεν επιθυμεί πρόσθετες περιπέτειες, η Χεζμπολάχ φαίνεται πρόθυμη να αποτελέσει τον ιρανικό Προκρούστη, επαναλαμβάνοντας τον πόλεμο του 2006. Έτσι, το μέτωπο Ισραήλ-Χεζμπολάχ ενεργοποιήθηκε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα, με τον ηγέτη της οργάνωσης, Χασάν Νασράλα, να κάνει λόγο για «πόλεμο φθοράς». Το Ισραήλ, ωστόσο, απαιτεί πλέον την άμεση εφαρμογή της απόφασης 1701/2006 του Συμβουλίου Ασφαλείας, που ορίζει την περιέλευση του Νοτίου Λιβάνου υπό τον έλεγχο του τακτικού λιβανικού στρατού, τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ και την απόσυρσή της βορείως του ποταμού Λιτάνι. Εάν οι διπλωματικές προσπάθειες ΗΠΑ, Γαλλίας και Γερμανίας δεν ευδοκιμήσουν, εκτιμάται πως αποτελεί ζήτημα χρόνου το Ισραήλ να κηρύξει έναν παράλληλο πόλεμο κατά της Χεζμπολάχ, αξιοποιώντας την παρούσα ενισχυμένη δυτική στρατιωτική παρουσία, που δρα αποτρεπτικά έναντι του Ιράν. Άλλωστε, η ισραηλινή κοινωνία δείχνει έτοιμη να στηρίξει μια τέτοια εξέλιξη, προκειμένου οι πολίτες να μπορέσουν επιστρέψουν με ασφάλεια στις εστίες τους στην λιβανική μεθόριο – προσδοκία απόλυτα ταυτόσημη για τους πολίτες που εγκατέλειψαν τα κατεστραμμένα σπίτια τους στην μεθόριο με τη Γάζα.
Πρωτοτυπία του πολέμου αποτελεί το νέο μέτωπο, που άνοιξαν κατά του Ισραήλ οι φιλοϊρανοί αντάρτες Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Το μέτωπο αυτό ενέχει τον κίνδυνο διεθνοποίησης. Πέραν των ΗΠΑ, της Βρετανίας και πλείστων χωρών που η οικονομία τους πλήττεται από το κλείσιμο του θαλασσίου διαύλου των στενών Μπαμπ-Αλ-Μάνταμπ, η Σαουδική Αραβία κάλλιστα μπορεί να εκλάβει την τρέχουσα κατάσταση ως μια ανεπανάληπτη ευκαιρία να αντιμετωπίσει τον ιρανικό περιφερειακό αναθεωρητισμό, διατηρώντας το φιλοδυτικό momentum για μια μελλοντική εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ.
Τέλος, το Ισραήλ αισθάνεται ότι είναι σε θέση να διαχειριστεί την συνήθη κινητικότητα του μετώπου στην Δυτική Όχθη, έχοντας μάθει να διαχειρίζεται προς το συμφέρον του τις δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής - κυρίως σε επίπεδο συλλογής πληροφοριών.
Η επόμενη μέρα της Γάζας
Παρά τις διαφωνίες με την διακυβέρνηση Μπάιντεν, οι Ισραηλινοί θα επιμείνουν να θέσουν υπό δικό τους στρατιωτικό έλεγχο την Λωρίδα της Γάζας. Ήδη έχουν προβεί σε τετελεσμένα επί του εδάφους για την επιβολή περιμετρικής ζώνης ασφαλείας 1-2 χλμ. που θα συνοδευτεί με περιορισμένης έκτασης εκκαθαριστικών επιχειρήσεων (ενδεχομένως ενόσω θα εντείνεται η δραστηριότητα στον Νότιο Λίβανο), ενθαρρύνοντας την ιδέα μιας «πολυεθνικής ανθρωπιστικής διοίκησης» με τη συμμετοχή όσων αραβικών χωρών διατηρούν ομαλές σχέσεις μαζί του (Αίγυπτος, Ιορδανία, ΗΑΕ, Μαρόκο, Μπαχρέιν) με την προσδοκία μίας πρόσθετης σαουδαραβικής παρουσίας. Εάν ο Λευκός Οίκος αρνηθεί μία τέτοια πρόταση, το Ισραήλ θα επιδιώξει να κερδίσει χρόνο ελπίζοντας στην επιστροφή των Ρεπουμπλικανών στην εξουσία το 2025.
Στον αντίποδα των ισραηλινών επιδιώξεων, εκτιμάται ότι οι ΗΠΑ και ο διεθνής παράγοντας θα προωθήσουν την ανάκτηση του ελέγχου της Γάζας από την Παλαιστινιακή Αρχή. Με τους Αμερικανούς να προωθούν τον εκδημοκρατισμό των παλαιστινιακών θεσμών, θα θελήσουν να προσελκύσουν ισλαμιστικές φωνές, πρόθυμες να ανασκευάσουν πρότερες σχέσεις τους με τη σημερινή Χαμάς. Προς αυτήν την κατεύθυνση αναμένεται να ενθαρρυνθούν αραβικές/μουσουλμανικές κυβερνήσεις. Πέραν του Κατάρ και της Τουρκίας, εκτιμάται ότι χρήσιμος ρόλος ενδέχεται να προταθεί στην Αλγερία, κυρίως λόγω μιας σειράς πρωτοβουλιών «παλαιστινιακής συμφιλίωσης» που ανέλαβε παλαιότερα ο Πρόεδρος της χώρας, Αμπντελματζίντ Τεμπούν. Ωστόσο, το περιβάλλον του Παλαιστινίου Προέδρου Αμπάς και το ‘βαθύ κράτος’ της Φατάχ θα ζυγίσουν προσεκτικά τις ισορροπίες, προτού (και εφόσον) ανταποκριθούν θετικά.
Το μέλλον του Νετανιάχου
Το ξέσπασμα του πολέμου και η συμμετοχή του δημοφιλούς Μπένι Γκαντς στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Νετανιάχου, στην πραγματικότητα παρατείνουν την παραμονή του δευτέρου στην εξουσία, τουλάχιστον μέχρι τη λήξη του πολέμου. Ενώ θεωρείτο κρίσιμο για το πολιτικό του μέλλον η ολοκλήρωση της εκδίκασης των ποινικών του υποθέσεων, η απολογία του αναμένεται τον ερχόμενο Απρίλιο. Ωστόσο, βάσει της (ημιτελούς) δικαστικής μεταρρύθμισης, η πρωθυπουργική του θητεία δεν απειλείται από μία καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση. Αντιθέτως, εάν προκύψουν προσωπικές του πολιτικές ευθύνες για όσα (δεν) έγιναν στις 7 Οκτωβρίου, τότε μόνο το πολιτικό του μέλλον ενδέχεται να απειληθεί.
Οι εκτιμήσεις του Γαβριήλ Χαρίτου περιλαμβάνονται στην ειδική έκδοση των προβλέψεων των αναλυτών του ΕΛΙΑΜΕΠ, που δημοσιοποιήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2023
Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος διδάσκει Ιστορία των Πολιτικών Σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στο Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ