Το Ισραήλ πέρα από σημαντικό όμορο κράτος και ιστορικό εχθρό της Συρίας, αποτελεί και κρίσιμο παράγοντα στην έκβαση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Όπως κάθε άλλη εμπλεκόμενη δύναμη στο Συριακό, έτσι και το Τελ Αβίβ ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική για την επίτευξη των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων του, λαμβάνοντας την εύνοια των συμμάχων του για την διαχείριση της ισραηλινο-συριακής σχέσης.
Η Συρία και το Ισραήλ βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους το 1948, και ακόμη περισσότερο, με τους επακόλουθους πολέμους του ’67 και ’73 δεν υφίστανται ακόμη διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τους ενώ τα πρώτα σημάδια αστάθειας εκδηλώθηκαν το 2012 κατά την ανταλλαγή πυρών στα Υψώματα του Γκολάν.
Με την έξαρση του συριακού εμφυλίου διαμορφώθηκαν διάφοροι συνδυασμοί συμμαχιών με τεράστια επιρροή στις εξελίξεις. Μία εκ των πιο ισχυρών αποτελεί αυτή μεταξύ της Χεζμπολάχ και του καθεστώτος του Άσαντ, κλιμακώνοντας έτσι την ένταση με τον ιστορικό της αντίπαλο, το Ισραήλ. Η ανάμειξη της Χεζμπολάχ επέφερε την ενδυνάμωση της στρατηγικής συμμαχίας που η οργάνωση αυτή διατηρεί με το Ιράν, το οποίο αποτελεί βασικό χρηματοδότη της, δεδομένου ότι οι γεω-στρατηγικοί στόχοι τους συμπίπτουν. Αν και η συριακή διένεξη είχε περιορισμένη επίδραση στην στρατηγική της Χεζμπολάχ προς τον βασικότερο εχθρό της, το Ισραήλ, οι δύο πλευρές έχουν συμφέρον στην παρούσα φάση να επικεντρωθούν στο συριακό θέατρο επιχειρήσεων και όχι στα σύνορα του Ισραήλ με τον Λίβανο.
Αρχής γενομένης από το 2013, το Ιράν θεμελίωσε την στρατιωτική του παρουσία στην Συρία όχι μόνο για να αντικρούσει τις επιθέσεις κατά του καθεστώτος Άσαντ αλλά περισσότερο για να σχηματίσει στρατιωτικές υποδομές ικανές να ασκήσουν πίεση στο Ισραήλ και να μεταφέρει οπλισμό στην Χεζμπολάχ.
Οι στόχοι του Τελ Αβίβ είναι σαφείς: να αποδυναμώσει την ιρανική και ρωσική επιρροή στην Συρία, να εμποδίσει τον εφοδιασμό της Χεζμπολάχ με σύγχρονα οπλικά συστήματα, να αποτρέψει μία ενδεχόμενη δημιουργία στρατιωτικών εγκαταστάσεων του ιρανικού καθεστώτος σε συριακό έδαφος, να υπονομεύσει τις συριακές διεκδικήσεις στα Υψώματα Γκολάν και να εμποδίσει τις σιιτικές δυνάμεις να θεμελιώσουν την καταφανώς απειλητική για το ίδιο το Ισραήλ παρουσία τους κατά μήκος των ισραηλινών συνόρων.
Από την έναρξη της συριακής κρίσης τον Μάρτιο του 2011, βασική αρχή του Ισραήλ ήταν η στρατηγική ουδετερότητας, διατηρώντας περισσότερο στάση αναμονής για τις εξελίξεις. Μάλιστα, το Τελ Αβίβ έως πρόσφατα επέμενε ότι ο ρόλος του στο πόλεμο περιοριζόταν στη παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας με την ισραηλινή κυβέρνηση επανειλημμένα να αρνείται οποιαδήποτε άλλη μορφή εμπλοκής.
Ωστόσο, ο τέως αξιωματούχος των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων Gadi Eisenkot, παραδέχτηκε το 2017 ότι από την έναρξη του πολέμου, οι ισραηλινές δυνάμεις πραγματοποιούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα αεροπορικές επιδρομές σε συριακά εδάφη. Αποκάλυψε επίσης, μετά από αρκετά χρόνια μη παραδοχής της εμπλοκής της χώρας στην κρίση, ότι πραγματικός στόχος του Τελ Αβίβ στην Συρία ήταν η εκδίωξη των ιρανικών δυνάμεων. Μάλιστα, επιβεβαίωσε πως το Ισραήλ προχώρησε ακόμη και στην υποστήριξη των αντικαθεστωτικών συριακών δυνάμεων, εφοδιάζοντας τους με πυρομαχικά και οπλικά συστήματα. Συν τοις άλλοις, η ισραηλινή κυβέρνηση δέσμευσε επιδέξια την Μόσχα.
Η Ρωσία, μετά τα γεγονότα της Κριμαίας, βίωσε την απομόνωση από τη Δύση κι έτσι στρεφόμενη προς το Ισραήλ που αποτελεί άριστο σύμμαχο των ΗΠΑ στην Μ. Ανατολή, υποδηλώνει ότι δεν είναι απομονωμένη ενώ παράλληλα προωθεί τα συμφέροντα της. Η Μόσχα έχει ισχυρά κίνητρα στην Συρία. Καταρχάς, στηρίζοντας το καθεστώς του Άσαντ αναμένει να διασφαλίσει καίρια στρατηγικά οφέλη στη περιοχή ενώ παράλληλα αποσκοπεί στην εξουδετέρωση του ισλαμικού εξτρεμισμού και της τρομοκρατίας. Στέλνει το μήνυμα ότι ο ρώσικος στρατός είναι ισχυρός και η ισχύς του επιδεικνύεται αποτελεσματικά. Μετά την απομόνωσή της από τη Δύση και το δίκτυο συμμάχων που καθοδηγείται από αυτήν, επιδιώκει την ανάπτυξη εναλλακτικών διπλωματικών δικτύων και το Ισραήλ αποτελεί ικανό μέσο να την βοηθήσει.
Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο προτίμησε να παραμείνει ουδέτερο στην ιρανό-ισραηλινή διένεξη προκειμένου να πετύχει τον στόχο του για την διευθέτηση του Συριακού και την σταθεροποίηση του Άσαντ. Σύμφωνα με τον Ρώσο αξιωματούχο Evgeny Buzhinskiy, η Μόσχα «ανέχεται» τις ισραηλινές επιθέσεις στην Συρία εφόσον αυτές δεν θεωρούνται αρκετά επιζήμιες για τις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος. Πλέον, η Ρωσία αποτελεί τον ισχυρότερο παράγοντα στην περιοχή, διατηρώντας ισορροπίες τόσο με την Συρία όσο και με το Ισραήλ και το Ιράν.
Συνεχίζοντας, η δράση του Ισραήλ έχει καθοριστεί κατά μεγάλο βαθμό από την πολιτική στήριξης του Λευκού Οίκου μέσω της οποίας επήλθε η αποχώρηση των ΗΠΑ από την συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν και μία αυστηρότερη στάση κατά του ιρανικού καθεστώτος. Αναλυτικότερα, τα παρακάτω «δώρα» της Ουάσιγκτον προς το Τελ Αβίβ ενδυνάμωσαν τις ισραηλινές θέσεις:
Η απόφαση για την παραμονή τουλάχιστον 400 Αμερικανών στρατιωτών στην Συρία, γεγονός που ενισχύει την περιφερειακή προστασία του Ισραήλ.
Η παραχώρηση του συστήματος Thaad προκειμένου το Τελ Αβίβ να αντιμετωπίσει πιο ικανοποιητικά τις απειλές από την Συρία και το Ιράν.
Η συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου EASTMED συμπεριλαμβάνοντας το Ισραήλ προκειμένου ο Νετανιάχου να αντιμετωπίσει την σημαντική οικονομική ύφεση στη χώρα του.
Η απόφαση για την αναγνώριση της κυριαρχίας του Ισραήλ στα Υψώματα του Γκολάν.
Κι αν το τέλος του πολέμου πλησιάζει, προκύπτουν ζητήματα που θα καθορίσουν σημαντικά τις μελλοντικές εξελίξεις και τον πολιτικό χάρτη της χώρας. Το βέβαιο είναι ότι το Τελ Αβίβ δεν επιθυμεί την δεδομένη στιγμή την κατάρρευση του καθεστώτος του Άσαντ, καθώς ένα τέτοιο κενό πολιτικής ισχύος θα προκαλούσε μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την ασφάλεια της χώρας, λόγω της σχεδόν δεδομένης ενίσχυσης της επιρροής και της γενικότερης παρουσίας παρακρατικών οργανώσεων που είναι φίλα προσκείμενες στο Ιράν. Σε περίπτωση κατάρρευσης του ασαντικού καθεστώτος (ένα εξαιρετικά απίθανο σενάριο με βάση τους συσχετισμούς ισχύος στην περιοχή), η Χεζμπολάχ ή διάφορες εξτρεμιστικές και παρακρατικές οργανώσεις θα έβρισκαν ευνοϊκότερο πεδίο δράσης για την παραλαβή υλικοτεχνικής υποστήριξης από το ιρανικό καθεστώς αναγκάζοντας το Ισραήλ να υιοθετήσει επιθετικότερη στρατηγική προκειμένου να διαφυλάξει την εδαφική του υπόσταση και τα συμφέροντά του.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, αυτό που θα απασχολήσει στο μέλλον περισσότερο το Ισραήλ θα είναι προφανώς οι εξελίξεις ως προς τον αυξανόμενο ρόλο και την επιρροή του Ιράν στην Συρία καθώς και της παρουσίας της Χεζμπολάχ και άλλων παρακρατικών οργανώσεων που υποστηρίζονται από την Τεχεράνη στην περιοχή.