Το καλό κλίμα είναι θετικό, αλλά χρειάζεται και επίλυση

Μετά τις ευρωεκλογές, θα υπάρχει ένας "καθαρός" χρόνος τριών ετών χωρίς εκλογικές αναμετρήσεις σε Ελλάδα-Τουρκία και χωρίς τον φόβο του πολιτικού κόστους.
.
.
Eurokinissi

Η συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη στην Άγκυρα πήγε θετικά, όπως αναμενόταν, χωρίς εκπλήξεις. Οι δύο ηγέτες διατύπωσαν με ηπιότητα τις απόψεις τους, ακόμα και στα σημεία όπου υπάρχουν διαφωνίες. Ήταν αισθητή η προσοχή που κατέβαλαν, ώστε να μην υπάρξουν τριβές.

Είναι βέβαιο ότι μεταξύ των ηγετών ή των αντιπροσωπειών έγινε μια αποτίμηση της προόδου στα τρία ”τραπέζια” του ελληνοτουρκικού διαλόγου:

α) της θετικής ατζέντας (συνεργασία σε οικονομία, εμπόριο, μεταφορές, περιβάλλον, τουρισμός κ.α.)

β) των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, δηλαδή η πραγματοποίηση των στρατιωτικών ασκήσεων των δύο χωρών στα διεθνή ύδατα και στον διεθνή εναέριο χώρο του Αιγαίου, με τρόπο που να μην προκαλείται ένταση, και

γ) του πολιτικού διαλόγου, όπου συζητείται ο ”σκληρός πυρήνας” των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τις τελευταίες εβδομάδες οι δύο υπουργοί Εξωτερικών είχαν συναντηθεί στο περιθώριο διεθνούς συνάντησης επί ένα δίωρο. Σε μια τέτοια συνάντηση δίνεται το περιθώριο να συζητηθούν τα πάντα στις διμερείς σχέσεις, ακόμα και τα πιο δύσκολα θέματα, χωρίς ”ταμπού”.

Μεταξύ αυτών θα μπορούσε να είναι ακόμα και η πιθανότητα επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, που παρότι είναι διεθνές και όχι διμερές ζήτημα, έχει επίδραση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά και αντιστρόφως: η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μπορεί να συμβάλει στις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τάχθηκε δημοσίως υπέρ της επιμήκυνσης της αποστολής της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, της κυρίας Ολγκίν.

Όσον αφορά τις μειονότητες στις δύο χώρες, παρά τη διαφορά ως προς τον χαρακτηρισμό τους, υπήρξε έκκληση της μίας πλευράς προς την άλλη να κάνουν βήματα για τη βελτίωση της θέσης των μειονοτήτων από την κυβέρνηση της κάθε χώρας (ο κ. Ερντογάν στην συνέντευξη του στην «Καθημερινή» ως τμήμα της απάντησης του σε ερώτηση για τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, και ο κ. Μητσοτάκης στην αρχική δήλωση του στην Άγκυρα).

Αυτό δίνει το περιθώριο, η κάθε κυβέρνηση να κάνει βήματα προς ικανοποίηση αιτημάτων των μειονοτικών πολιτών που ζουν στη χώρα της, χωρίς να φανεί ότι διαπραγματεύεται με την άλλη πλευρά ή «πιέζεται» από αυτήν.

Είναι προφανές ότι δόθηκαν ή θα δοθούν οι κατευθύνσεις για νέο πρόγραμμα των συναντήσεων. Ήδη γνωρίζουμε ότι θα συγκληθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας (με συμμετοχή των δύο ηγετών με πλειάδα υπουργών τους) στην Άγκυρα μέχρι το τέλος του χρόνου.

Η συνεργασία στον τομέα της οικονομίας αναβαθμίζεται με την ίδρυση Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Φόρουμ. Από την άλλη, η Ελλάδα δηλώνει ότι υποστηρίζει ένα από τα αιτήματα της Τουρκίας στο πλαίσιο του ευρω-τουρκικού διαλόγου, την οικονομική ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Τουρκία για το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό, στο οποίο έχει σημειωθεί σημαντική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.

Η πολιτική βούληση που εκφράστηκε ήταν να συνεχίσει ο δρόμος της επαναπροσέγγισης των δύο χωρών. Το γεγονός ότι οι απαντήσεις και ανταπαντήσεις μεταξύ του προέδρου της Τουρκίας και του πρωθυπουργού της Ελλάδας δεν αφορούσαν την ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θετικό.

Η επιλογή του Ταγίπ Ερντογάν να σχολιάσει αντί αυτών το θέμα της Γάζας, είναι προφανές ότι αντανακλά τις πολιτικές προτεραιότητες του τόσο για το εσωτερικό ακροατήριο στην Τουρκία, όσο και το ευρύτερο ακροατήριο των μουσουλμάνων στη Μέση Ανατολή και στον κόσμο.

Το βασικό θέμα που προκύπτει είναι το εξής. Μετά τις ευρωεκλογές, αρχίζει ένα διάστημα τριών ετών χωρίς καμία εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα και την Τουρκία. Κάτι τέτοιο συμβαίνει σπάνια να συμπίπτει και στις δύο χώρες. Υπάρχει ένας ″καθαρός” πολιτικός χρόνος, όπου ο φόβος του ”πολιτικού κόστους” δεν θα είναι τόσο έντονος.

Εμφανίζεται λοιπόν μια μείζων ευκαιρία. Οι δύο πλευρές να επιταχύνουν τις απευθείας διαπραγματεύσεις, ώστε να επιλυθούν οι διμερείς διαφορές, να λυθούν τα προβλήματα και να κλείσουν οι εκκρεμότητες. Και όσα δεν μπορέσουν να επιλυθούν μέσω του διαλόγου, να παραπεμφθούν σε διεθνή δικαστικά ή δικαιοδοτικά όργανα.

Το καλό κλίμα δεν αρκεί. Όσο τα ζητήματα μένουν ανοιχτά, σε μια διαφορετική συγκυρία μπορεί να προκληθεί εκ νέου ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μόνο η διευθέτηση των προβλημάτων, είτε με πολιτική είτε με νομική οδό, καθώς και με συνδυασμό των δύο μορφών, μπορεί να σταματήσει αμφισβητήσεις και να εμπεδώσει την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή μας.

***

*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας-Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης-ΕΕνΟΕ

Δημοφιλή