Οι κινητοποιήσεις των νησιωτών ενάντια στις καταλήψεις των παραλιών από την αλόγιστη και παράνομη επέκταση των μπιτς μπαρ -με τις σειρές από τις συχνά πολυτελείς ξαπλώστρες που ενοικιάζονται πανάκριβα και την δυνατή μουσική- έχουν ήδη καταφέρει να αναδειχθούν στην επικαιρότητα.
Προκάλεσαν και την αντίδραση του αρμόδιου υπουργείου, το οποίο έδειξε να ανταποκρίνεται στις διαμαρτυρίες δηλώνοντας ότι θα ακολουθήσουν άμεσα έλεγχοι ώστε η νομοθεσία επιτέλους να εφαρμοστεί.
Αρκετές φωνές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βέβαια, ασκούν κριτική. Βλέπουν στις κινητοποιήσεις την απόπειρα μιας συντετριμμένης αξιωματικής αντιπολίτευσης να παραμείνει στην επικαιρότητα.
Καταγγέλλουν ”μιζεραμπιλισμό”, αποδίδοντας στους κινητοποιούμενους εσφαλμένα μια πρόθεση άρνησης της τουριστικής ανάπτυξης και των ωφελειών που αποκομίζει για τη χώρα: το σύνδρομο της ταπεινής πλην γραφικής Ελλάδας, λένε, ξαναχτυπά με αφορμή τις ξαπλώστρες, και ζητεί ”ελεύθερες παραλίες για όλο το λαό”• ξεχνώντας ότι και οι ελεύθερες παραλίες βουλιάζουν σήμερα από μία άλλη καταπατητική λογική, των λουώμενων αυτή τη φορά, που τις μετατρέπουν σε σκουπιδότοπους, τις και τις καθιστούν εξίσου αφόρητες με την εκκωφαντική πολυφωνία των φορητών ηχείων Bluetooth, τις ρακέτες, τα ψυγεία και τα αυτοκίνητα που τα παρκάρουν μέσα στην αμμουδιά.
Το αντεπιχείρημα, όμως, αυτό αφορά στις θέσεις του ΚΚΕ και της υπόλοιπης μεταπολιτευτικής αριστεράς που εξαντλούν τις παρεμβάσεις τους σε συνθήματα του τύπου ”ελεύθερες παραλίες για όλον τον λαό”. Με ένα πάντοτε επιτηδευμένο ενδιαφέρον για ”τα κινήματα” και τη γνωστή μεταπρατική λογική των εργολάβων διαμαρτυρίας. Λες και το ζήτημα είναι ένας υπερτουρισμός με λαϊκό πρόσημο και προσιτές τιμές, σε μια λογική που λίγο διαφέρει από τις προσφορές των Lidl και των λοιπών εκπτωτικών μεγακαταστήματων λιανικής πώλησης.
Οι κινητοποιήσεις των νησιωτών, όμως, δεν μιλούν από αυτήν την σκοπιά.
Εκφράζουν μια υπαρκτή κοινωνική πραγματικότητα που είναι κυρίαρχη στις μικροκοινωνίες των τουριστικών προορισμών. Και αφορά στον ασύδοτο, ασυνάρτητο και αρπακτικό χαρακτήρα της ελληνικής ”τουριστικής εποποιίας” (αυτόν ακριβώς καταγγέλλουν οι νησιώτες) ο οποίος και προκαλεί θεμελιώδεις ανισορροπίες και σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας στις ίδιες, αλλά ευρύτερα στη χώρα.
Πρώτα, σε ότι αφορά στον ίδιον τον ελληνικό τουρισμό: διότι οι φωτογραφίες και οι καρτ ποστάλ μπορεί μεν να διαφημίζουν την ονειρική ελληνική ακτογραμμή, μόνο που οι επισκέπτες που παρακινούνται από αυτές τις εικόνες, αντικρίζουν κάτι πολύ διαφορετικό όταν τις επισκέπτονται. Έναν τύπο εκμετάλλευσης αρπακτικό, που δεν μπορεί ούτε ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρει ούτε ως προς τον πολιτισμό που εκφράζει να υποστηρίξει τον φυσικό, ιστορικό και πολιτισμικό πλούτο ,της χώρας. Η ασυδοσία των μπιτς μπαρ που καταγγέλλεται από τους νησιώτες είναι η ίδια που πυροδότησε την αυθόρμητη διαδικτυακή καμπάνια “no Mykonos” στις αρχές της τουριστικής σεζόν, και που αμαυρώνει το ίδιο το τουριστικό προφίλ που η χώρα φιλοδοξεί να προβάλει. Υπάρχει επομένως μιαν αναντιστοιχία μεταξύ υπόσχεσης και πραγματικότητας, και η παρασιτική και μαφιόζικη κατεύθυνση που έχει λάβει το τουριστικό επιχειρείν έρχεται να τονίσει την απόκλιση αυτήν.
Ωστόσο, δεν είναι μόνον αυτό.
Όλα αυτά τα χρόνια όπου εξελίσσεται η υποτιθέμενη εποποιία του ελληνικού τουρισμού, και ανεξαρτήτως κυβέρνησης και ηγεσιών στο αρμόδιο υπουργείο, η πολιτεία εγκατέλειψε στην τύχη τους όλες τις προϋποθέσεις που μπορούν να τον καταστήσουν μακροπρόθεσμα βιώσιμο.
Αντίθετα, οι αρμόδιοι περιοριζόταν στο να λανσάρουν διαφημιστικές καμπάνιες, κι έπειτα να ”μετρούν κεφάλια” πανηγυρίζοντας: τα 30 εκατομμύρια προσέγγισε ο αριθμός των επισκεπτών το 2019 και πέρυσι, ιδού η υπέρτατη απόδειξη της επιτυχίας.
Την ίδια στιγμή όμως δεν υπήρχε καμία μέριμνα για τις υποδομές, την χωροταξική οργάνωση, την προάσπιση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αποδίδουν στη χώρα την ιδιαίτερη τουριστική της αξία.
Η εξασφάλιση των υποδομών (όπως για παράδειγμα η αναβάθμιση των μέσων μαζικής μεταφοράς τα οποία με την εξαίρεση του αθηναϊκού μέτρο βρίσκονται σε άθλια κατάσταση), η διαχείριση των υδάτινων πόρων, των απορριμμάτων, η προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων, τα κριτήρια φέρουσας ικανότητας (που συστήνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού για την αποφυγή των συνεπειών του υπερτουρισμού), η διάσταση της συμβατότητας των τουριστικών δραστηριοτήτων με τις υπόλοιπες και η οριζόντια διασύνδεση μαζί τους (λόγου χάρη η προώθηση των αγροτοδιατροφικών προϊόντων, εκείνων της χειροτεχνίας κ.λπ.) είναι όλα πεδία στα οποία το ελληνικό τουριστικό μοντέλο έχει αποτύχει.
Κάπως έτσι φτάσαμε, για παράδειγμα, στη Νάξο, με τη σημαντική αγροκτηνοτροφική παραγωγή, να κινητοποιούνται αγρότες και κτηνοτρόφοι εναντίον της εκτροπής των αποθεμάτων νερού προς όφελος τουριστικών εγκαταστάσεων: Κάποιοι κύριοι και κυρίες της τοπικής αυτοδιοίκησης έβαλαν σε προτεραιότητα τις ξενοδοχειακές πισίνες που βρίσκονται μερικές δεκάδες μέτρα δίπλα από τη θάλασσα σε βάρος της πρωτογενούς παραγωγής.
Κάπως έτσι, επίσης, καταλήξαμε στις εικόνες των εκπαιδευτικών που κοιμούνται σε σλίπινγκ μπαγκ σε παραλίες των Κυκλάδων τέλη Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου γιατί δεν υπάρχουν διαθέσιμα καταλύματα. Κάτι το οποίο αντανακλά και πεποιθήσεις που τείνουν να παγιωθούν στις τουριστικές κοινωνίες, σύμφωνα με τις οποίες η παιδεία είναι λίγο πολύ περιττή μπροστά στην προοπτική των εστιατορίων, των μπάρ και των ενοικιαζόμενων δωματίων.
Και κάπως έτσι, κάτοικοι που δεν επωφελούνται από τις τουριστικές δραστηριότητες βλέπουν την ζωή τους να υποβαθμίζεται καθώς τα εισοδήματα δεν μπορούν να στηρίξουν την γενική ακρίβεια που εκτοξεύει το κόστος διαβίωσης στις περιοχές αυτές.
Και υπάρχουν, ακόμη, και πολλά άλλα ζητήματα εξίσου σημαντικά. Ένα από αυτό της περίθαλψης: δομές υγείας, ούτως ή άλλως ανεπαρκείς, αναγκάζονται να καλύψουν και τον πολλαπλασιασμό του διαμένοντος πληθυσμού κατά τους θερινούς μήνες. Τι θα μπορούσε να γίνει; Μήπως το ελληνικό κοινωνικό κράτος πρέπει να αναλάβει τη συμβατική υποχρέωση εξασφάλισης της πρόσβασης 30 εκ. επισκεπτών σε υπηρεσίες περίθαλψης ή μήπως το κόστος αυτό πρέπει να αναληφθεί από την ίδια την τουριστική κοινωνία, η οποία σήμερα σιωπηρά το μετακυλά στις τοπικές κοινωνίες;
Η ανισορροπία που παρατηρείται επί μέρους αντανακλάται και στη γενική εικόνα της ελληνικής οικονομίας, τη σύνθεση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος της χώρας.
Στο 18% είναι η συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ στην Ελλάδα. Σε Γαλλία και Ισπανία, χώρες-τουριστικά μεγαθήρια με υπερπολλαπλάσιο αριθμό επισκεπτών από την δική μας, κυμαίνεται μεταξύ 8%-12%. Και αν το ποσοστό της Ισπανίας αγγίζει το 12%, που είναι και πάλι υψηλό, το μερίδιο της βιομηχανίας της στο ΑΕΠ είναι 20%, ενώ στην Ελλάδα λίγο πιο κάτω από 16%.
Αυτό σημαίνει πώς το αποτύπωμα της τουριστικής δραστηριότητας ασκεί δυσανάλογη βαρύτητα πάνω στην ελληνική οικονομία. Έτσι όμως της κληροδοτεί προβλήματα, όπως μια τάση να δημιουργούνται θέσεις εργασίας προς τις κατώτερες εισοδηματικές κλίμακες, ή να πυροδοτείται ένας τύπος ανάπτυξης που φτωχαίνει τα επίπεδα ειδίκευσης, δεξιοτήτων και τις εφαρμογές της γνώσης και των καινοτομιών στην ελληνική οικονομία.
Και το ερώτημα είναι το τι θα συμβεί καθώς η δυναμική της τουριστικής ανάπτυξης φαίνεται φέτος να αγγίζει το σημείο κορεσμού της.
Διότι δεν είναι μόνον οι κινητοποιήσεις των νησιωτών που χτυπούν καμπανάκι. Είναι και εξελίξεις, ενίοτε τραγικές, καθώς και οι αρνητικές αναφορές επισκεπτών που πληθαίνουν και αρχίζουν να τροφοδοτούν αρνητικά δημοσιεύματα στον διεθνή Tύπο.
Φέτος η άνοιξη ξεκίνησε με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, που έφερε στο προσκήνιο την χειριστή κατάσταση των μέσων μαζικής μεταφοράς της χώρας. Έπειτα ήρθε το No Mykonos. Ο δε Ιούλιος ήταν μήνας του καύσωνα αλλά και των πυρκαγιών ―η κλιματική αλλαγή θέτει υπό αίρεση την απρόσκοπτη συνέχεια της τουριστικής σεζόν ενώ λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως προς την ανυπαρξία πολιτικών πρόληψης και προστασίας από τις πυρκαγιές, ιδίως σε τουριστικούς προορισμούς όπως η Ρόδος.
Όλα τα παραπάνω θολώνουν την εικόνα του ελληνικού τουριστικού success story. Το κάνουν να μοιάζει με πυροτέχνημα, και αποκαλύπτουν το μεγάλο ζήτημα ποιότητας, βιωσιμότητας, και ισορροπίας που αντιμετωπίζει.
Ας ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στις κινητοποιήσεις των νησιωτών: φέρνουν στην επιφάνεια αυτόν ακριβώς τον στρεβλό χαρακτήρα της τουριστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Παρεμβαίνουν, μάλιστα, από την σκοπιά της νομιμότητας. Απαιτούν την κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών και την επιβολή ενός αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου. Αποκαλύπτουν την συνέργεια των Δήμων στην ασυδοσία, καθώς και την χρόνια αβελτηρία του αρμόδιου υπουργείου. Πρόκειται δηλαδή για μια κινητοποίηση που πιέζει για ένα γενικό συμμάζεμα, και δεν ευνοεί την συνέχεια ή την ενίσχυση του μπάχαλου.
Ταυτόχρονα, φέρνουν στην επιφάνεια αυτές ακριβώς τις παρασιτικές όψεις του ελληνικού τουριστικού οικοδομήματος, και πιέζουν για την μεταρρύθμισή του.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, το κίνημα της ”πετσέτας”, που δεν είναι βέβαια μόνο για την συνύπαρξη των ελεύθερων χώρων με τους οργανωμένους στις παραλίες των νησιών, δεν είναι ούτε μηδενιστικό, ούτε ”μιζεραμπιλιστικό”.
Είναι μια κινητοποίηση της νέας εποχής, που τώρα, και καθώς η μηδενιστική και εργαλειακή αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και των υπολοίπων της εξαντλημένης μεταπολιτευτικής αριστεράς βρίσκεται σε αποδρομή, έρχεται να μιλήσει ειλικρινώς για τα πραγματικές κοινωνικές, περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές αντιθέσεις της μεταμνημονιακής Ελλάδας.
Αντί, λοιπόν, να του κακίζουμε, ας σκύψουμε πάνω από την πραγματικότητα που μας δείχνει και ας προσανατολίσουμε τις συζητήσεις και τις διαμάχες μας στο πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που την διαπερνούν.