Αφού χόρτασα τα μάτια και την ψυχή μου Καραϊβική ζούγκλες και αρχαία των Μάγιας, πήρα από το Παλένκε ένα βραδινό λεωφορείο κι έφτασα αξημέρωτα στο πανέμορφο Σαν Κριστόμπαλ ντε λας Κάσας,της επαρχίας Τσιάπας, στα βουνά του μεξικανικού νότου.
Η μικρή αυτή επαρχιακή πόλη έστρεψε το 1994 το παγκόσμιο ενδιαφέρον πάω της, όταν ο «Στρατός των Zapatistas για την Εθνική απελευθέρωση» την κατέλαβε με ένοπλη εξέγερση , μετά από αιματηρές συμπλοκές. Οι Αντάρτες του κινήματος διεκδικούσαν για τους φτωχούς ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες αλλά και αναδιανομή της γης. Ο στρατός αποτελούνταν κυρίως από φτωχούς αγανακτισμένους απόγονους Ινδιάνων που δεν άντεχαν άλλο την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους και την καταπίεση που υφίσταντο.
Η εξέγερση επεκτάθηκε σταδιακά και σε άλλες μεξικανικές επαρχίες πετυχαίνοντας πολλές αλλαγές ως προς την αντιμετώπιση των φτωχών, τις συνθήκες διαβίωσής τους και έφερε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνεταιρισμών παραγωγής καφέ.
Η πόλη είναι ζωντανή, κατάμεστη από κόσμο, κυρίως back-packers που αράζουν εδώ, απολαμβάνοντας την ηρεμία του βουνού και τον καθαρό του αέρα. Έχει ταυτόχρονα όμως κι έναν έντονα επαναστατικό χαρακτήρα, έκδηλο σε όλες τις εκφάνσεις της, που δε μπορεί ούτε και θέλει να κρυφτεί. Ευθύς εξ’ αρχής το αντιλαμβάνεται αυτό ο επισκέπτης : είναι τα πορτρέτα των Zapatistas που κοσμούν τα καφέ κι εστιατόρια, είναι οι σημαίες της Κούβας που βρίσκονται παντού για να θυμίζουν τους αγώνες του κουβανέζικου αντάρτικου, είναι οι φιλανθρωπικές βραδιες που οργανώνονται κάθε βράδυ από τους αεικίνητους ντόπιους, είναι η υπερηφάνεια στα αγέρωχα βλέμματα των γυναικών που πουλούν πλεκτά υφάσματα. Υπερηφάνεια μα και ταπεινότητα μαζί.
Το Σαν Κριστόμπαλ ντε λας Κάσας είναι περιποιημένο καθαρό και κουκλίστικο. Σε κάθε γωνιά του κρύβει και μια έκπληξη. Με χαμηλά αποικιακού ρυθμού σπιτάκια, βαμμένα σε έντονα ψυχρά χρώματα, κόκκινο κίτρινο μουσταρδί κεραμιδί, με λιθόστρωτα σοκάκια, με γραφικές καφετέριες όπου μπορεί ο ταξιδιώτης να ξαποστάσει σε μια αυλή, πίνοντας καφέ που στηρίζει τις μικρές συντεχνίες και το δίκαιο και αλληλέγγυο εμπόριο. Σε κάθε στενό αναπόφευκτα συναντάω ιθαγενείς γιαγιούλες που πουλάνε πολύχρωμα χειροποίητα παιχνίδια. Δε μπορώ να αντισταθώ στη γλύκα τους και αγοράζω μια μελαμψή κουκλίτσα για την κόρη μου.
Συνεχίζω τη βόλτα μου στα γραφικά δρομάκια. Η μέρα είναι μουντή, με λίγη ψύχρα και την απολαμβάνω στο έπακρο κάνοντας ένα ευχάριστο διάλλειμα από τους καύσωνες της Καραϊβικής .
Όπου κοιτάζει το μάτι μου, ευφραίνεται με αυτά που βλέπει στην πανέμορφη αποικιακή πόλη όπου βρίσκομαι. Ο ναός του Santo Domingo είναι εξαιρετικά περίτεχνος, δεν έχω αντικρίσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Μέσα τελείται λειτουργία και περνάω λίγο χρόνο παρακολουθώντας τους πιστούς που ψέλνουν. Έξω από το ναό οι Μάγιας έχουν στήσει παζάρι και πουλούν τουριστικά είδη για να εξασφαλίσουν τα προς το ζειν.
Η βόλτα μου συνεχίζεται και με παρασέρνει σε μια γειτονιά που σφύζει από κόσμο, κυρίως νεολαία. Δεν αργώ να αντιληφθώ ότι βρίσκομαι στην πανεπιστημιούπολη. Μπροστά μου, η νομική σχολή μου προκαλεί το ενδιαφέρον και δε διστάζω να περάσω το κατώφλι της. Οι τοίχοι της είναι στολισμένοι με ζωγραφιές που αναπαριστούν τον «εκπολιτισμό» των Μάγια από τους Conquistadores. Ιθαγενείς που μαχαιρώνονται γυμνοί, φωτιές που καίνε, πολιτισμένοι Ισπανοί με τα όπλα στα χέρια, είναι παραστάσεις που μονοπωλούν τις τοιχογραφίες.
Ανέκαθεν πίστευα πως οι Μεξικανοί είναι λαός που έχει υποστεί μεγάλο ρατσισμό από τους κατοίκους των ΗΠΑ, έτσι φανταζόμουν πως θα είναι πιο δεκτικός στη διαφορετικότητα και πιο ευαίσθητος σε ρατσιστικά ζητήματα. Είχα όμως γελαστεί. Όχι μόνο υπάρχει έντονη διάκριση των ανοιχτόχρωμων από τους σκουρόχρωμους, αλλά και όσο πιο λευκός είσαι τόσο πιο αριστοκρατικός θεωρείσαι. Γιατί δεν είναι μολυσμένο το αίμα σου με το αίμα των απολίτιστων Ιθαγενών αλλά προέρχεσαι άμεσα από τους πολιτισμένους Ισπανούς που έφτασαν στο Μεξικό έξι αιώνες πριν να κηρύξουν την αγάπη του Χριστού.
Στην προσπάθειά μου να φωτογραφίσω την τοιχογραφία που αναπαριστά το (βίαιο) εκπολιτισμό των ιθαγενών από τους Ισπανούς κατακτητές, τοποθέτησα στο κάδρο και τον καθηγητή με το ξινό ύφος που έχει στα πόδια του τον απόγονο των Μάγιας και του γυαλίζει τα παπούτσια. Τελικά, συμπεραίνω πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, παρά τους αγώνες, τα αντάρτικα και τις εξεγέρσεις, οι νοοτροπίες αλλάζουν πολύ δύσκολα και απαιτούν τεράστια προσπάθεια για να επιτευχθεί η αλλαγή.
Το βραδάκι, μπροστά από τον υπέροχα φωτισμένο καθεδρικό ναό με τον επιβλητικό σταυρό στήνεται πανήγυρι. Σε μια εξέδρα, ντόπιες γυναίκες και άντρες χορεύουν σε ζευγάρια παραδοσιακούς χορούς φορώντας την ενδυμασία της περιοχής Chiapas. Ολόγυρα υπάρχουν πάγκοι που πουλούν street food και παραδοσιακά προϊόντα. Επιλέγω την ασφαλή επιλογή ενός μεξικανικού μπέργκερ και δε μπαίνω διόλου στον πειρασμό να δοκιμάσω ακρίδες από έναν πωλητή που τις πουλάει σαν γκουρμέ μεζεδάκι. Το θέαμα των παραδοσιακών χορών μπροστά στο ναό, ο χαμηλός φωτισμός, οι ζωντανές μουσικές, η ευχάριστη ατμόσφαιρα, η γλυκιά νύχτα, το γεγονός ότι βρισκόμουν τόσο μακριά από το σπίτι μου, προσέδιδαν στις στιγμές μου μια μαγεία και με έκαναν να νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ. Ένιωσα ερωτευμένη με το Μεξικό. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα πλήρης και ευτυχισμένη. Και η επόμενη μέρα προμηνύονταν πολλά υποσχόμενη.
Πριν ακόμα βγει ο ήλιος με παρέλαβε ο οδηγός που θα με πήγαινε να επισκεφτώ τρία χωριά ιθαγενών της επαρχίας Chiapas. Η διαδρομή περνάει από ατελείωτες καταπράσινες φυτείες και πυκνή ζουγκλώδη βλάστηση παρά το υψόμετρο, ο μουντός καιρός συνεχίζεται αλλά εμένα μου ασκεί γοητεία. Πρώτη μας στάση, υπό ένα χλωμό πρώτο φως της μέρας, ένα πολύχρωμο νεκροταφείο. Οι Μεξικανοί έχουν ιδιόμορφη σχέση με τους νεκρούς τους. Τους τιμούν καταρχάς μια συγκεκριμένη ημέρα το χρόνο, η γνωστή dia de los Muertos, ενώ ξορκίζουν το θανατικό με χρώματα, πολύχρωμες κουρελούδες, κορδελάκια, και λογιών λογιών υφάσματα τα οποία κοσμούν τους κατά τα άλλα φτωχικούς τάφους. Ο οδηγός μου δείχνει κουτάκια κόκα κόλας σε διάφορους τάφους και μου εξηγεί πως είναι δώρα των γονιών στα μικρά αποθανόντα τέκνα τους…
Επόμενος σταθμός, ένα ασήμαντο χωριό που όμως έχει έναν επιβλητικό και πολύ ιδιαίτερο ναό . Τίποτα δε προμηνούσε την εμπειρία που επρόκειτο να ζήσω ευθύς αμέσως. Οι Ιθαγενείς έχουν εκκλησίες και πιστεύουν στο χριστιανισμό, έχοντας όμως ενσωματώσει στη θρησκεία τους στοιχεία της προηγούμενης πίστης. Η φωτογραφική μηχανή απαγορεύεται μέσα στην εκκλησία, η μνήμη μου όμως αποθανάτισε για πάντα αυτά που τα μάτια είδαν.
Με το που πέρασα το κατώφλι του ναού, μια έντονη, αψιά μυρωδιά χλωρής πευκοβελόνας με χτύπησε στη μύτη. Κατά μήκος του πατώματος είχε στρωθεί ο πράσινος ολοζώντανος αυτός χλοοτάπητας, του οποία η μυρωδιά ήταν σαγηνευτική και μεθυστική, πολύ πιο έντονη από την αντίστοιχη του δικού μας πεύκου. Οι τοίχοι του ναού ήταν στολισμένοι με εικόνες που αναπαριστούσαν διάφορους αγίους χωρίς φωτοστέφανο. Στο κέντρο του ναού δέσποζε ένα άγαλμα κάποιου μελαμψού Ιησού. Πριν το ιερό υπήρχαν δεξιά κι αριστερά σκαλοπάτια στα οποία είχαν απλωθεί δυο τρεις γυναίκες Μάγιας με πολύχρωμες φορεσιές. Η μία έκλαιγε γοερά χτυπώντας το κεφάλι της στα σκαλοπάτια, εκλιπαρώντας μέσα της το θεό της να τη βοηθήσει. Οι άλλες πιο ψύχραιμες αλλά με εμφανή τον πόνο στο βλέμμα, έλιωναν μικρά μικρά λευκά κεράκια, όμοια με τα δικά μας και με το λιωμένο τμήμα τους στοίχιζαν τα κεριά σε σειρά και τα τοποθετούσαν περιμετρικά, δημιουργώντας έτσι τη λιτανεία τους, προκειμένου να εισακουστούν οι προσευχές τους. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο χώρο ένας άντρας με περιβολή χωρικού αλλά άγρια επιβλητική αγέρωχη όψη, ο οποίος κρατούσε στο ένα χέρι μια κότα από τα πόδια, η οποία κακάριζε μανιασμένα σκορπίζοντας πούπουλα στο χώρο και διαταράσσοντας την κατανυκτική ατμόσφαιρα. Ο οδηγός μου εξηγεί πως το ζώο επρόκειτο να θυσιαστεί και έπρεπε να βγούμε έξω, άλλωστε επιτρέπονται μόνο δεκαπέντε λεπτά μέσα στο ναό. Οι ντόπιοι, μου είπε, δε βλέπουν με πολύ φιλικότητα τους ξένους καταφτάνουν στο χωριό τους.
Λυπήθηκα που δε μπορούσα να αποτυπώσω στο φακό όλα αυτά που είδαν τα μάτια μου. Πάντα θα θυμάμαι την απόγνωση των γυναικών που προσεύχονταν. Τί βάσανα να τις κατατρέχουν; Ίσως η νεότερη να παρακαλούσε το θεό να της χαρίσει έναν απόγονο. Οι άνθρωποι τελικά, σε όποια μεριά του πλανήτη κι αν βρίσκονται, έχουν τις ίδιες ανάγκες, ταλανίζονται από τα ίδια βάσανα, τους ίδιους πόνους και την ίδια ανάγκη να ζητήσουν βοήθεια από το θεό τους.
Στη συνέχεια επισκεφτήκαμε ένα ακόμα μικρό χωριό που μου φάνηκε ακόμα πιο φτωχικό. Μπήκαμε σε ένα σπίτι ντόπιων που ασχολούνταν με την κατασκευή παραδοσιακών ρούχων τα οποία πουλούσαν σε πλούσιους τουρίστες σε αστρονομικές τιμές. Το σπίτι ήταν λιτό και ταπεινό, με τσίγκο για σκεπή, χωρίς σοβατισμένους τοίχους, χωρίς καν πάτωμα. Μια φωτιά έκαιγε παράμερα όπου η μικρή κόρη της οικογενείας έψηνε καλαμπόκι, από το οποίο φτιάχνουν την τορτίγια. Μου δείχνει τα χρώματα τους, ένα σκούρο μπλε, ένα κόκκινο, ένα λευκό κι ένα κίτρινο σαν αυτά που έχουμε ευρέως στην Ελλάδα. Κάπως έτσι είμαστε κι εμείς οι άνθρωποι, σκέφτομαι. Όμορφα τραγανά ζουμερά καλαμπόκια, το καθένα με τη δική του γεύση και το δικό του χρώμα, άλλοι κίτρινοι, άλλοι λευκοί, άλλοι μαύροι, άλλοι κόκκινοι, μα η ουσία μας είναι ίδια.