Τους τελευταίους μήνες είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ δύο φορές το Βερολίνο. Κάθε φορά που προσπαθούσα να κάνω ερωτήσεις σε Γερμανούς για τις επερχόμενες εκλογές, λάμβανα σχεδόν αδιάφορες απαντήσεις. Κι αν συνυπολογίσει κανείς πως απευθύνονταν σε ανθρώπους των οποίων η ζωή θα επηρεάζονταν από τις πολιτικές εξελίξεις, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς πως μάλλον στη Γερμανία βίωσαν μια από τις πιο ανιαρές προεκλογικές περιόδους.
Η σπίθα της αλλαγής που προσπάθησε να δημιουργήσει η υποψηφιότητα του Μάρτιν Σουλτς, δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος. Το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κινδυνεύει να μείνει σε ιστορικά χαμηλά, εγκλωβισμένο από τη μία στα αδιέξοδα όλων των μεγάλων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και από την άλλη στο γεγονός ότι για τέσσερα χρόνια συγκυβέρνησε με τους Χριστιανοδημοκράτες της σημερινής Καγκελάριου.
«Η Μέρκελ είναι μια απίστευτα βαρετή πολιτικός», μου εξομολογήθηκε ένας από τους πλέον γνωστούς πολιτικούς συμβούλους της χώρας, για να συμπληρώσει αμέσως, πως το πρόβλημα της Γερμανίας είναι ότι «τα τελευταία χρόνια δεν έχει βρεθεί κανένας με περισσότερο ενδιαφέρον από αυτή». Και από την εξέλιξη της φετινής προεκλογικής εκστρατείας, μάλλον δικαιώνεται η άποψη αυτή.
Με έναν στους δύο Γερμανούς ψηφοφόρους να είναι φέτος άνω των 52 ετών, είναι απόλυτα φυσιολογικό η συζήτηση να επικεντρωθεί στα ζητήματα καλύτερης διαχείρισης της καθημερινότητας, ένα πεδίο ευνοϊκό για την Άνγκελα Μέρκελ. Τα οράματα για το μέλλον, απαιτούν ανατροπές στο παρόν, κάτι που κατά κόρoν δεν ενθουσιάζει τα μεγαλύτερα ηλικιακά κοινά...
Στην ερώτηση λοιπόν, γιατί να μην ψηφίσει κανείς την Άνγκελα Μέρκελ για μια τέταρτη σερί θητεία, δεν κατόρθωσε κανένα κόμμα να βρει πειστική απάντηση, ιδιαίτερα όταν η Γερμανία ευημερεί, σε ένα διεθνές περιβάλλον που βρίσκεται σε αστάθεια. Και αυτή η αδυναμία κρίνει πιθανώς και το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών. Είναι η πρώτη φορά, που εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, για να αναλύσει κανείς το τελικό αποτέλεσμα, δε θα πρέπει να ασχοληθεί με το νικητή. Θα είναι πιο χρήσιμο να επικεντρωθούμε στις επιδόσεις των υπόλοιπων κοινοβουλευτικών δυνάμεων σ' αυτό τον προεκλογικό αγώνα.
Και η αλήθεια είναι πως κανείς σ' αυτή την προεκλογική περίοδο, δεν κατάφερε να επιβάλει ως κεντρικό θέμα τη συζήτηση για το πώς θα είναι η Γερμανία τα επόμενα 20 με 30 χρόνια. Αυτή η αποτυχία διατύπωσης ενός οραματικού και ξεκάθαρου μηνύματος, έδωσε όλο το πεδίο ελεύθερο στην Άνγκελα Μέρκελ να συνεχίσει τη δική της κυριαρχία διά της σταθερότητας, σε μια περίοδο μάλιστα, που η χώρα αντιμετωπίζει κρίσιμες προκλήσεις, με σημαντικότερη τη μετάβαση από τη βαριά βιομηχανία σε μια περισσότερο ψηφιοποιημένη αγορά.
Μοναδικός κίνδυνος για τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες ενόψει των εκλογών, είναι η χαλαρή ψήφος. Με 1 στους 3 ψηφοφόρους να δηλώνει αναποφάσιστος και κομμάτι των ψηφοφόρων των δύο κομμάτων νιώθει πως το αποτέλεσμα έχει κριθεί, η αποχή μπορεί να είναι σημαντική από δυνητικούς ψηφοφόρους του σημερινού μεγάλου συνασπισμού. Ταυτόχρονα, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι των CDU-CSU έχουν πια και την «εναλλακτική» επιλογή του AfD, το οποίο διεκδικεί όχι απλά να είναι το πρώτο ακροδεξιό κόμμα που θα μπει στο κοινοβούλιο μετά το 1945, αλλά να είναι και τρίτο σε έδρες κόμμα. Αντίπαλοι του σ' αυτή την προσπάθεια θα είναι το φιλελεύθερο FDP και οι Πράσινοι, δύο κόμματα που τελικά δεν αποκλείεται να συμμετέχουν σε ένα ενδεχόμενο τριπλό κυβερνητικό συνασπισμό με το κυβερνών CDU-CSU.
Το μόνο σίγουρο, είναι πως στο εσωτερικό του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, δε θα ήθελαν να σκέφτονται μία εκ νέου συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), εκτιμώντας πως μια κυβερνητική συνεργασία με το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Όσο κι αν ένα τέτοιο σενάριο φαντάζει δύσκολο -λόγω των μέτριων δημοσκοπικών επιδόσεων των φιλελευθέρων- είναι ενδεικτικό των προθέσεων της γερμανικής ηγεσίας. Αν ευδοκιμήσει, τότε δε θα στείλει μηνύματα μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά κυρίως την υπόλοιπη Ευρώπη για την πορεία που θα ακολουθήσει η σημερινή ηγέτιδα δύναμη.