Ιστορικά στοιχεία
Το Λαύριο από τα προϊστορικά χρόνια, με εξαίρεση ένα μεγάλο διάστημα εγκατάλειψης και απραξίας από τον 6ο έως το 19ο αι. μ. Χ., συνδέεται άρρηκτα με την μεταλλευτική δραστηριότητα. Αλλωστε και το ίδιο το όνομα «Λαύριο» πιθανότατα προέρχεται από την αρχαία λέξη “λαύρα” ή “λαύρη”, που σημαίνει στενωπός ή στενό πέρασμα ή το υπόγειο στενό διάδρομο και κατ’ επέκταση παραπέμπει στη «μεταλλευτική στοά».
Η αρχαία μεταλλευτική ιστορία του Λαυρίου φαίνεται να αρχίζει να διαδραματίζεται στην περιοχή του Θορικού, μία από τις σημαντικότερες αρχαίες βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης, που βρίσκεται στο λόφο Βελατούρι βόρεια της πόλης του Λαυρίου.
Διαβάστε επίσης: Θορικός, η πρώτη βιομηχανική πόλη της Ευρώπης!
Τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα ευρήματα που συλλέχθηκαν διαχρονικά, δείχνουν ότι η μεταλλευτική δραστηριότητα θα μπορούσε να χρονολογηθεί στην Νεολιθική/Πρώιμη Ελλαδική εποχή δηλαδή το 3.200 π. Χ. (4η – 3η χιλιετία π. Χ.). Χαρακτηριστική της εποχής εκείνης είναι η αρχαία μεταλλευτική στοά Νο 3 δυτικά του Θεάτρου Θορικού που αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Βελγική Αποστολή (βλ. Εικ.1-2-3 και Εικ.4).
Το σημαντικότερο όμως γεγονός για το αρχαιο-μεταλλευτικό Λαύριο συνέβη γύρω στο 482 π. Χ. ή και λίγο παλαιότερα, οπότε εντοπίζονται, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στην “Αθηναίων Πολιτεία”, τα πλούσια μεγάλα αργυρο-μολυβδούχα κοιτάσματα στην περιοχή “Μαρώνειας”, που οι περισσότεροι ερευνητές υποθέτουν ότι αντιστοιχεί στη σημερινή Καμάριζα (Άγιος Κωνσταντίνος). Αποτέλεσμα της ανακάλυψης αυτής, ήταν να εισρεύσουν στα ταμεία του Δήμου σημαντικά ποσά τα οποία οδήγησαν στην ναυπήγηση νέου πολεμικού στόλου. Σημειώνεται ότι ο στόλος των Αθηναίων διέθετε αρχικά ένα μικρό στόλο και με τα έσοδα από τον άργυρο του Λαυρίου έφθασε κατά το διάστημα 483-481 π. Χ. στις 200 τριήρεις (Εικ. 5-6). Με τα πλοία αυτά η Αθήνα, καταναυμάχησε τον Περσικό στόλο στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480π.Χ.). Έτσι ο ορυκτός αυτός πλούτος ήταν η κύρια πηγή χρηματοδότησης για την κατασκευή ενός σημαντικού για την εποχή πολεμικού και εμπορικού στόλου, που συνέβαλε στη συνέχεια στην ηγεμονία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Την εποχή του Περικλή η Αθήνα παρουσιάζει πολιτιστική άνθιση, οικονομική ευημερία αλλά και ισχυρή δύναμη, οφειλόμενες σε μεγάλο βαθμό στη Λαυρεωτική. Νομίσματα εκατοντάδων τόνων αργύρου, που προέρχονταν από τα έσοδα της εκμετάλλευσης του αργύρου του Λαυρίου, αποθηκεύονταν στο Θησαυροφυλάκιο του Παρθενώνα, βοηθώντας αποφασιστικά τον Περικλή να κατασκευάσει τα αθάνατα μνημεία του Χρυσού Αιώνα των Αθηνών.
Η παρακμή των μεταλλείων του Λαυρίου έρχεται σιγά–σιγά κατά τη διάρκεια του τριακονταετούς Πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ Σπάρτης και Αθηνών. Σημαντικό γεγονός στην ιστορία του Λαυρίου ήταν η επανάσταση των δούλων της Λαυρεωτικής το 413 π.Χ., κατά τη διάρκεια της Σπαρτιατικής κατάληψης της Δεκέλειας (το σημερινό Τατόι).
Διαβάστε επίσης: Η δουλεία στο αρχαίο μεταλλευτικό Λαύριο!
Μετά τον 1ον αι. π. Χ. οι μεταλλευτικές εργασίες συνεχίστηκαν με μειωμένους ρυθμούς και με μεγάλα διαστήματα διακοπής των δραστηριοτήτων, με σποραδικές κατεργασίες “εκβολάδων”, ή και ανάτηξη “σκωριών” και “λιθάργυρων” που είχαν παραμείνει λόγω της ατελούς καμίνευσης των παλαιοτέρων εποχών. Τελικά από τον 6ο έως τον 19ο αι, μ. Χ., το μεταλλευτικό Λαύριο εγκαταλείφθηκε, χάνοντας έτσι όλη την παλαιά του αίγλη.
Η νεότερη μεταλλευτική ιστορία του Λαυρίου ξεκινάει ουσιαστικά το 1859, όταν η Ελληνική κυβέρνηση έστειλε τον νεαρό τότε Έλληνα μεταλλειολόγο - μεταλλουργό Ανδρέα Κορδέλλα, μία σπουδαία προσωπικότητα όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, να επισκεφθεί το μεταλλευτικό Λαύριο και να διερευνήσει την δυνατότητα επαναλειτουργίας του. Το 1861 ο ανωτέρω επιστήμονας επέτυχε παραγωγή μολύβδου με μία πρόχειρη κάμινο τήξης, που κατασκεύασε. Στη συνέχεια έρχεται σε επαφή με τον J.B. Serpieri, Γαλλο-Ιταλό μεταλλειολόγο και επιχειρηματία ο οποίος προχωράει, στη σύσταση της Γαλλο-ιταλικής εταιρείας “Roux - Serpieri - Fressynet C.E.” (1864-1873.) Το 1865 είναι η πρώτη χρονιά που παράχθηκε ξανά, μετά από πολλούς αιώνες, αργυρούχος μόλυβδος και γι’ αυτό θεωρείται ως γενέθλιο έτος του νεότερου Λαυρίου.
Το 1869 ανακύπτει το “Λαυρεωτικό ζήτημα”, το οποίο περιγράφεται ως η νομική διαφορά μεταξύ της Γαλλο-ιταλικής εταιρείας και του Ελληνικού Δημοσίου, σχετικά την εκμετάλλευση των εκβολάδων δηλαδή των αρχαίων καταλοίπων εξόρυξης (μεταλλεύματα <7% σε Pb). Συνέπεια ήταν να δημιουργηθεί μία μεγάλη πολιτική κρίση, ακόμα και με παρεμβάσεις των ξένων δυνάμεων στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις. Στο θέμα τελικά παρενέβη ο γνωστός μεγαλοτραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός, επικεφαλής ομίλου κεφαλαιούχων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο εταιρείες: η “Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου” (1873-1917), η λεγόμενη και “Ελληνική Εταιρεία”, η οποία είχε το δικαίωμα της εκμετάλλευσης των αρχαίων υπολειμμάτων της εξόρυξης δηλαδή των “εκβολάδων” και των αρχαίων “σκωριών” και η Γαλλο-ελληνική Εταιρεία με την επωνυμία “Μεταλλεία Καμάριζας”(1873-1875) υπό τον J.B. Serpieri, για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο υπέδαφος των παραχωρήσεων της πρώην εταιρείας “Hilarion Roux et Cie”. Στη συνέχεια η εταιρία “Μεταλλεία Καμάριζας” εξελίσσεται στη μακροβιότερη και πιο ισχυρή εταιρία “Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου” (Γ.Ε.Μ.Λ), (1875-1982), η καλούμενη και “Γαλλική Εταιρεία” υπό τον J.B. Serpieri . Το 1982 μετά τη διακοπή των λειτουργιών της “Γαλλικής Εταιρείας”, δημιουργήθηκε στη θέση της η κρατική ΕΜΜΕΛ (Ελληνική Μεταλλευτική Μεταλλουργική Εταιρία Λαυρίου) (1982-1992), η οποία τελικά έκλεισε το 1992.
Το 1994 το μεταλλουργικό εργοστάσιο της Γαλλικής Εταιρείας στον Κυπριανό κηρύχθηκε διατηρητέο βιομηχανικό μνημείο. Στη συνέχεια παραχωρήθηκε στο ΕΜΠ, το οποίο δημιούργησε εκεί το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου (Τ.Π.Π.Λ.), για διαφύλαξη και ανάδειξη της τεχνολογικής κληρονομιάς, την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τη προσέλκυση για εγκατάσταση εταιρειών σύγχρονης τεχνολογίας και ερευνητικής καινοτομίας.
Οι πυλώνες της πολιτιστικής κληρονομιάς του Λαυρίου
Οι αρχαίες και νεότερες μεταλλευτικές-μεταλλουργικές δραστηριότητες με τα διατηρηθέντα μνημεία τους, η άυλη πλην αξιοθαύματη πολιτιστική κληρονομιά που κληροδότησαν στις νεώτερες γενιές (τεχνικές, μέθοδοι, συστήματα οργάνωσης και λειτουργίας κλπ) σε συνδυασμό με τους γεώτοπους και τον πλούτο των ορυκτών, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της πολιτιστικής κληρονομιάς της Λαυρεωτικής σε παγκόσμια κλίμακα.
Τα μνημεία της αρχαίας μεταλλευτικής δραστηριότητας που συναντούμε στη Λαυρεωτική είναι στοιχεία ποου έχουν καταγραφτεί σε μεγάλο βαθμό: στοές, φρέατα, πλυντήρια εμπλουτισμού, ερείπια καμίνων τήξης και οικισμοί. Όμως εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ο τρόπος λειτουργίας και οργάνωσής των απαράμιλλων αυτών αρχαίων μνημείων που συνθέτουν το ΑΡΧΑΙΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΘΑΥΜΑ του Λαυρίου που πρέπει να αναδειχθεί και να προβληθεί.
Οι αρχαίοι μεταλλευτές φαίνεται ότι είχαν αποκτήσει πολύ καλές γνώσεις γεωλογίας και είχαν πολύ νωρίς κατανοήσει τον «κοιτασματολογικό κανόνα» δηλαδή τον οδηγό έρευνας εντοπισμού αργυρομολυβδούχων κοιτασμάτων στις ζώνες επαφής μεταξύ των οριζόντων μαρμάρων και σχιστολίθων. Πραγματοποίησαν ένα μεγάλο αριθμό φρεάτων (οι γεωτρήσεις της εποχής) με βάθη συνήθως από 25μ. έως 55μ και μέγιστο 120μ., καθώς και ένα πολύ μεγάλο δίκτυο διερευνητικών στοών μικρής διατομής (περίπου 0,6 τ.μ.) συνολικού μήκους πιθανώς εκατοντάδων χιλιομέτρων για εντοπισμό θυλάκων μεταλλεύματος που αναπτύσσονταν κύρια εντός των μαρμάρων κοντά ή στις επαφές τους με τους σχιστόλιθους (βλ. Εικ. 7-8).
Στο αρχαίο μεταλλευτικό Λαύριο η εξόρυξη των κοιτασμάτων σε μορφή μεγάλων θυλάκων γινόταν σε βαθμίδες. Η μεταλλευτική εργασία προχωρούσε “κόβοντας” το μετάλλευμα στη κατακόρυφη πλευρά της βαθμίδας. Οι κενοί χώροι, όγκου χιλιάδων κυβικών μέτρων, που δημιουργούνταν λόγω αφαίρεσης του μεταλλεύματος, υποστηρίζονταν με στύλους, οι λεγόμενοι “όρμοι” ή “μεσοκρινείς”, από φτωχό μετάλλευμα ή “στείρο” υλικό ή προχωρούσαν στη λιθογόμωση με συσσώρευση (ξερολιθιές) στείρων ή “πτωχών” σε μόλυβδο μεταλλευμάτων. Είναι εντυπωσιακό ότι αυτή η μέθοδος που περιγράψαμε εφαρμόζεται και στην σύγχρονη μεταλλευτική (μέθοδος θαλάμων και στύλων, room and pillar method).
Από τα εξορυγμένα μεταλλεύματα απορρίπτονταν μετά από χειροδιαλογή ως μη εκμεταλλεύσιμα τα υλικά των οποίων η περιεκτικότητα σε Pb ήταν κάτω από το όριο των 7% (οριακή περιεκτικότητα, cut off grade). Τα υλικά αυτά που οι αρχαίοι τα αποκαλούσαν “εκβεβλημένους σωρούς” ή “εκβολάδες” έτυχαν εκμετάλλευσης από τους νεότερους μεταλλευτές του 19ου αι. και μάλιστα προκάλεσαν τα γεγονότα των “Λαυρεωτικών” που προαναφέραμε.
Τα χρήσιμα προϊόντα της χειροδιαλογής τα οδηγούσαν για θραύση και λειοτρίβηση σε ειδικά τριβεία που αποτελούνταν από δύο επάλληλες πλάκες από ηφαιστειακά πετρώματα, προκειμένου να τα λειοτριβήσουν σε διάσταση σιμιγδαλιού. Οι αρχαίοι μεταλλευτές προφανώς είχαν παρατηρήσει ότι μειώνοντας με βαθμιαία κατάτμηση το μέγεθος των κόκκων, επιτύγχαναν σε μεγαλύτερο βαθμό την αποδέσμευση των χρήσιμων μεταλλικών κόκκων από τους στείρους. Παράγονταν έτσι ένα λεπτόκοκκο υλικό από κόκκους μεταλλικών χρήσιμων και στείρων ορυκτών που ήταν ανεξάρτητοι και αποκολλημένοι. Ωστόσο παρέμεναν αναμεμειγμένοι και για το διαχωρισμό τους καθώς και για την απομάκρυνση των στείρων, εφάρμοζαν το επόμενο στάδιο κατεργασίας που ήταν ο εμπλουτισμός στα πλυντήρια.
Ο εμπλουτισμός του μεταλλεύματος πραγματοποιούνταν σε ειδικές εγκαταστάσεις τα λεγόμενα πλυντήρια που ονομάζονταν από τους αρχαίους “κεγχρεών” ή “καθαριστήριο” και τα οποία βρίσκονταν συνήθως στη βάση των κοιλάδων για να συγκεντρώνεται το βρόχινο νερό που έρρεε από τις πλαγιές (Εικ.9). Εφάρμοζαν ουσιαστικά τη βαρυτομετρική μέθοδο εμπλουτισμού. Συγκεκριμένα με τη συνεχή ροή του νερού οι κόκκοι με τη μεγαλύτερη πυκνότητα μάζας, δηλαδή τα αργυρομολυβδούχα μεταλλεύματα, κατακάθιζαν στις πρώτες κοιλότητες ενός ξύλινου ρείθρου, ενώ οι ελαφρότεροι που ήταν κυρίως τα μη μεταλλικά ορυκτά, παρασύρονταν από το νερό. Το νερό μετά από καθαρισμό στις λεκάνες καθίζησης ανακυκλώνονταν, επιτυγχάνοντας έτσι την εξοικονόμησή του. Η μέθοδος αυτή που είχε διαμορφωθεί από τους αρχαίους μεταλλευτές με βάση την ορυκτολογική σύνθεση του μεταλλεύματος και τις τοπικές συνθήκες αναδεικνύει την εφευρετικότητα και τις δεξιότητές τους. Η μέθοδος εφαρμόστηκε με βελτιώσεις και προσαρμογές και την νεώτερη περίοδο μέχρι το 1930 περίπου, οπότε και αντικαταστάθηκε από τη Γαλλική εταιρεία με τη μέθοδο της επίπλευσης (Εικ.10).
Ο εμπλουτισμός στα αρχαία πλυντήρια προϋπέθετε υψηλές καταναλώσεις σε νερό, κάτι που ήταν δυσεύρετο στο Λαύριο εξαιτίας της ανομβρίας. Ετσι, αναγκάστηκαν να κατασκευάζουν κοντά στα πλυντήρια, μεγάλες δεξαμενές αποθήκευσης νερού συνήθως σε μορφή κυλινδρική, η χωρητικότητά των οποίων συνήθως ήταν περίπου 300 m3, ωστόσο βρέθηκαν και μεγαλύτερες. Τεχνολογικό επίτευγμα των αρχαίων μεταλλευτών θεωρείται το εσωτερικό επίχρισμα (σοβάς) των δεξαμενών για τη διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής στεγανότητας προς αποφυγή των απωλειών.
Διαβάστε επίσης:
Τα «πλυντήρια» του αρχαίου Λαυρίου
Η κοιλάδα της Σούριζας, μία βιομηχανική περιοχή του αρχαίου μεταλλευτικού Λαυρίου
Γενικά οι αρχαίοι μεταλλευτές είχαν εφαρμόσει ένα αξιοθαύμαστο σύστημα διαχείρισης καθαρισμού και εξοικονόμησης του νερού με τάφρους συλλογής της επιφανειακής απορροής από τις πλαγιές των λόφων και με κανάλια μεταφοράς (Εικ.11) .
Μετά τον εμπλουτισμό το προϊόν “εμπλούτισμα”, ήταν πλέον κατάλληλο για να προωθηθεί στο επόμενο στάδιο της καμινείας ώστε να παραχθούν πρωτίστως ο άργυρος και δευτερευόντως ο μόλυβδος. Οι αρχαίοι μεταλλουργοί εφάρμοζαν 4 στάδια εκκαμίνευσης χρησιμοποιώντας 3 διαφορετικές μορφές καμίνων βασιζόμενοι σε οξειδωτικές και αναγωγικές χημικές αντιδράσεις στις οποίες στηρίζονται και σήμερα οι αντίστοιχες μεταλλουργικές κατεργασίες. Είχαν μάλιστα εφεύρει και ιδιοφυείς τεχνικές για περιορισμό των απωλειών καθώς και για να επιτύχουν υψηλή καθαρότητα των παραγομένων μετάλλων (Εικ.12).
Επισημαίνεται εδώ ότι τα πετρώματα της Λαυρεωτικής γης συνδέονται και με την ανέγερση του ναού του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο του Σουνίου, 444-440 π.Χ. Η εξόρυξη των σπονδύλων των κιόνων γινόταν από λατομεία λευκού γρανοβλαστικού λεπτοκοκκώδους μαρμάρου της περιοχής, όπως αυτό της Αγριλέζας (Εικ. 13).
Τα βιομηχανικά μνημεία της νεότερης μεταλλευτικής δραστηριότητας του 19ου και 20 ου αι., με τα διασωθέντα κτίρια βιομηχανικής αρχιτεκτονικής εντός του Τεχνολογικού Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου του χώρου της πρώην Γαλλικής Εταιρίας Μεταλλείων Λαυρίου (C.F.M.L) και άλλα νεοκλασικά κτίρια μέσα στην πόλη του Λαυρίου, ή τεχνικά έργα όπως η εμβληματική σκάλα φορτοεκφόρτωσης της Γαλλικής, αποτελούν επίσης σπουδαία παρακαταθήκη πολιτιστικής κληρονομιάς. Επιπλέον σημαντικά πολιτιστικά μνημεία θεωρούμε ότι είναι οι μεταλλευτικές στοές του 19-20ου αι., που θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα ασφαλούς επισκεψιμότητας, σε όσες πληρούν τις προϋποθέσεις προς τούτο, όπως γίνεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες σε ανάλογες περιπτώσεις, ώστε να βιώσουν οι επισκέπτες τις συνθήκες εργασίας των μεταλλωρύχων, να γνωρίσουν τις μεταλλευτικές τεχνικές και μεθόδους και να εντυπωσιαστούν από γεωλογικά και μεταλλογενετικά φαινόμενα (Εικ. 14).
Η αϋλη πολιτιστική κληρονομιά
Εκτός από τα κατεξοχήν μνημεία, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άυλη πολιτιστική κληρονομιά που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι μεταλλευτές και αφορά τόσο στις εφαρμοσθείσες μεθόδους και τεχνικές όσο και στην μεθοδολογία οργάνωσης της μεταλλευτικής δραστηριότητας Η συνεργασία Δημοσίου και ιδιωτών στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, η κυριότητα του Δημοσίου όσον αφορά στα μεταλλεία, το σύστημα της μίσθωσης των μεταλλευτικών χώρων σε ιδιώτες με δημοκρατικό τρόπο (δημοπρασίες), η κατηγοριοποίηση των μεταλλευτικών παραχωρήσεων, η προσέλκυση επενδυτικού ενδιαφέροντος επιβάλλοντας ένα μόνον μικρό τίμημα ή και καθόλου για την περίπτωση ερευνητικών εργασιών προς εντοπισμό κοιτάσματος, η τριετής διάρκεια για μεταλλευτικές ερευνητικές εργασίες που συμπίπτει με την ισχύουσα σήμερα χρονική διάρκεια της Άδειας Μεταλλευτικών Ερευνών (ΑΜΕ), η θέσπιση μεταλλευτικού νόμου είναι μερικές μόνον περιπτώσεις της συνεισφοράς των αρχαίων μεταλλευτών στην οργάνωση της μεταλλευτικής οικονομίας της Αθηναϊκής Δημοκρατίας αλλά και της σύγχρονης μεταλλευτικής νομοθεσίας του Δυτικού κόσμου (Εικ. 15).
Γεώτοποι - Ορυκτά
Ένα πρόσθετο συγκριτικό πλεονέκτημα της Λαυρεωτικής είναι οι γεώτοποι και τα απαράμιλλης ομορφιάς και ποικιλίας ορυκτά της που την καθιστούν μοναδική παγκοσμίως.
Στους γεώτοπους περιλαμβάνεται το τεκτονικό ρήγμα αποκόλλησης (detachment fault) της Λαυρεωτικής που αποτελεί μέρος μιας ζώνης ρηγμάτων, ήπιας γωνίας κλίσης και μεγάλου μήκους άνω των 100χλμ που ξεκινάει από την Εύβοια διασχίζει την Λαυρεωτική και φθάνει στα Κυκλαδονήσια.
Το ρήγμα αυτό σχετίζεται με τη κινηματική των γεωτεκτονικών πλακών και ειδικότερα με τις εφελκυστικές δυνάμεις του Αιγαιακού χώρου, οι οποίες φαίνεται να διευκόλυναν την διείσδυση του γρανοδιορίτη και την κυκλοφορία των επακόλουθων ρευστών υδροθερμικών διαλυμάτων που έδωσαν γένεση στα μεγάλα κοιτάσματα των αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων (μεταλλογένεση) του Λαυρίου (Σκαρπέλης 2007). Το ρήγμα αποκόλλησης εμφανίζεται στο Πόρτο Εννέα της Λαυρεωτικής αλλά και σε υπόγεια μεταλλευτικά έργα, με μία εντυπωσιακή εμφάνιση στη στοά “ 80” στην περιοχή της Πλάκας Λαυρεωτικής και γι’ αυτό θα πρέπει να συντηρηθεί και να γίνει επισκέψιμη ώστε πέραν των υπόγειων μεταλλευτικών περιηγήσεων, που αποτελούν μία μορφή εναλλακτικού τουρισμού, να γίνει και αντικείμενο επιστημονικών μελετών (Εικ.16) .
Τέλος, το Λαύριο είναι παγκοσμίως γνωστό για τα αισθητικής αξίας συλλεκτικά ορυκτά του. Όπως είναι γνωστό η πρωτογενής μεταλλοφορία κυρίως από μικτά θειούχα μεταλλεύματα (BPG) αργυρούχου γαληνίτη (PbS), σφαλερίτη (ZnS), σιδηροπυρίτη (FeS2), καθώς και από άλλα θειούχα και θειοάλατα μετάλλων σε μικρή περιεκτικότητα, οφείλεται στη δράση μεταλλοφόρων υδροθερμικών διαλυμάτων που συνδέονται με την διείσδυση του Άνω-Μειοκαινικού γρανοδιοριτικού μάγματος της Λαυρεωτικής.
Στη συνέχεια, πριν από 5 εκατ. περίπου χρόνια (Πλειόκαινος εποχή), άρχισαν τα διαβρωτικά και υπεργενετικά φαινόμενα, των πρωτογενών θειούχων μεταλλευμάτων καθώς και οι διεργασίες έκπλυσης και επαναπόθεσης μεταλλικών ιχνοστοιχείων από κατερχόμενα μετεωρικά νερά. Αποτέλεσμα των δευτερογενών αυτών διεργασιών, ήταν ο σχηματισμός δευτερογενών ορυκτών οικονομικής σημασίας όπως π.χ. ο κερουσίτης (PbCO3) που έτυχε εντατικής εκμετάλλευσης από τους αρχαίους μεταλλευτές και ο σμιθσονίτης (ZnCO3) που αξιοποιήθηκε από τους νεότερους, καθώς και μίας πλειάδας ορυκτών συλλεκτικού και μουσειακού ενδιαφέροντος (Εικ.17), σημαντικό μέρος των οποίων εκτίθενται σε δύο ορυκτολογικά μουσεία στο Λαύριο και στον Άγιο Κωνσταντίνο (Καμάριζα) που στεγάζονται σε λιθόκτιστα κτίρια του 19ου αι. και τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη επισκεψιμότητα. Γενικότερα τα ορυκτά του Λαυρίου κοσμούν τα περισσότερα ορυκτολογικά μουσεία της χώρας και του εξωτερικού και αποτελούν ενεργό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του Λαυρίου.
Η Λαυρεωτική στο δρόμο προς ένταξη στα μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO;
Τον τελευταίο καιρό σημειώνεται μία έντονη κινητοποίηση φορέων αλλά και φυσικών προσώπων για το θέμα της ένταξης της αρχαίας και νεότερης μεταλλευτικής Λαυρεωτικής στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Σχετικά πρόσφατα πραγματοποιήθηκε ενημερωτική επίσκεψη κλιμακίου αντιπροσωπείας του Δήμου Λαυρίου, με επικεφαλής τον Δήμαρχο, στην αρχαία μεταλλευτική πόλη της Banská Štiavnica της κεντρικής Σλοβακίας, η οποία είναι ήδη εδώ και πολλά χρόνια ενταγμένη στα παγκόσμια μνημεία της UNESCO, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρόδρομος οδηγός. Εντός του Ιουλίου 2020 έγινε -επίσης με πρωτοβουλία του Δήμου Λαυρεωτικής- ευρεία σύσκεψη στο Επισκοπείο της Ιεράς Μητρόπολης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, με θέμα την υποβολή της πρότασης υποψηφιότητας αλλά και άλλα ζητήματα σχετικά πάντα με την προβολή και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς του Λαυρίου. Στη συνάντηση αυτή, όπου συμμετείχαν και όλα τα συναρμόδια Υπουργεία, η ΕΑΓΜΕ δεσμεύτηκε να συμβάλει στην διαμόρφωση των απαιτούμενων δεδομένων για την υλοποίηση της πρότασης.
Σε συνέχεια, εντός του Ιουλίου, με απόφαση της Δημοτικής Ανώνυμης Εταιρείας Ακίνητων Λαυρεωτικής (Δ.ΑΝ.ΕΤ.Α.Λ) του Δήμου, συστάθηκε Επιτροπή Διατήρησης και Ανάδειξης Γεωπάρκου (Ε.ΔΙ.Α.Γ.Ε.) Λαυρεωτικής. Υπενθυμίζεται ότι και παλαιότερα είχαν γίνει αξιόλογες προσπάθειες από διάφορους φορείς όπως το ΙΓΜΕ (νυν ΕΑΓΜΕ) και το Υπουργείο Πολιτισμού για την ένταξη στο παγκόσμιο δίκτυο γεωπάρκων και στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO αντίστοιχα, χωρίς όμως θετική έκβαση.
Η πολιτεία από την πλευρά της στοχεύει να αναμορφώσει το Μεταλλευτικό Κώδικα στα σημεία εκείνα που καθιστούν την μεταλλευτική κληρονομιά αφενός επισκέψιμη και αφετέρου επιδεκτική σε εναλλακτικές χρήσεις μετά το πέρας της όποιας μεταλλευτικής δραστηριότητας. Παράλληλα έχει εκδηλωθεί ζωηρό ενδιαφέρον από πολλούς φίλους και λάτρεις του Λαυρίου με πλήθος από αναρτήσεις στο διαδίκτυο σε εξειδικευμένα blogs και με επιστολές προς την πολιτική ηγεσία. Στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο του ελληνικού ICOMOS (Νοέμβριος 2019) έγινε επίσης παρουσίαση από τους συγγραφείς του παρόντος καθώς και διεξοδική συζήτηση για το Λαύριο ως ορόσημο της γεω-μεταλλευτικής βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου μας!
Σημαντική επίσης συμβολή καταγράφεται από πρόσφατη μελέτη με χορηγία του ΣΜΕ και η οποία παραδόθηκε στο Δήμο, με θέμα : «Αξιοποίηση της μεταλλευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς με στόχο την τουριστική ανάπτυξη και την αύξηση της επισκεψιμότητας του δήμου λαυρεωτικής». Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή προβλέπεται η δημιουργία ενός κεντρικού κτιρίου υποδοχής, ενημέρωσης, δραστηριοτήτων, ψυχαγωγίας και υποστήριξης των επισκεπτών του Λαυρίου (“HUB”). Το συντονιστικό αυτό κέντρο πληροφόρησης HUB, θα αποτελεί «χώρο πολιτισμού», θα συνδυάζει καινοτόμες ψηφιακές τεχνολογίες αιχμής, βιωματικές αναπαραστάσεις και τη δυνατότητα οργάνωσης επιτοπίων περιηγήσεων (“on the field”).
Συμπερασματικά φαίνεται να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μία ολιστική προσέγγιση του θέματος της ένταξης της γεωλογικής, ορυκτολογικής, αρχαιολογικής, μεταλλευτικής – μεταλλουργικής, αρχαιο-βιομηχανικής Λαυρεωτικής στα παγκόσμια μνημεία της UNESCO. Είναι σίγουρο ότι ότι το Λαύριο με τον μοναδικό παγκοσμίως πολυδιάστατο χαρακτήρα του πληροί τα απαιτούμενα πολιτιστικά και φυσικά κριτήρια ένταξης στα πολιτιστικά μνημεία της UNESCO.
Εντούτοις, για να συμβεί αυτό απαιτείται να συνεργαστούν όλοι οι φορείς “γύρω από ένα τραπέζι” ώστε να υποβληθεί ένας ενιαίος και τεκμηριωμένος φάκελος με όλα τα δεδομένα και κυρίως τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του γεω-μεταλλευτικού Λαυρίου. Η πολυθεματική διάσπαση σε πολλούς εμπλεκόμενους φορείς και επιμέρους θεματικές ενότητες δεν πρέπει να αποτελέσει τροχοπέδη, αντιθέτως πρέπει να γίνει εστίαση του στόχου, ανάλυση των επιχειρησιακών βημάτων και άμεση έναρξη υλοποίησής τους (Εικ.18).
Ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη σύνταξη του φακέλου θα πρέπει να δοθεί στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά που μας κληροδότησαν οι αρχαίοι αλλά και οι νεότεροι μεταλλευτές όπως είναι οι μέθοδοι και οι τεχνικές που εφαρμόστηκαν και όπως αυτές εξελίχθηκαν διαχρονικά όπως επίσης και το σύστημα οργάνωσης της μεταλλευτικής δραστηριότητας.
Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά, οι πρωτοβουλίες θα πιάσουν τόπο. Hic Rhodus, hic saltus.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Berger, A., Schneider, A.D., Grasemann, B. & Stockli, D.,2012: Footwall mineralization during Late Miocene extension along the West Cycladic Detachment System, Lavrion, Greece, Terra Nova, 2012,Vol 25, No 3,181–191p.
Βουρλάκος, Ν., & Φίτρος, Μ., 2018: Τα Ορυκτά της Λαυρεωτικής. Ε. ΜΕ.Λ.
Δερμάτης, Γ. Ν.,1994:Τοπίο και Μνημεία της Λαυρεωτικής. Θορικός – Λαύριο – Σούνιο. Έκδοση Δήμου Λαυρεωτικής.
Κακαβογιάννης, Ε., 2005: Μέταλλα Εργάσιμα και Συγκεχωρημένα. Η οργάνωση της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της Λαυρεωτικής από την Αθηναϊκή Δημοκρατία.. ΥΠΠΟ . Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου αρ. 90.
Κατσάρος, Η. & Μπίτζιος , Δ., 2020: Ονειρευόμαστε μια οργανωμένη και ασφαλή υπόγεια περιήγηση στη μεταλλευτική στοά “80” στην Πλάκα της Λαυρεωτικής https://www.oryktosploutos.net/2020/02/80.html?fbclid=IwAR2dNMlvRnfAPzJSE3n7yLrVJuTytOKHxMeDZWzYi8iDlBYhADRT0t3MY44
Κονοφάγος Κ., 1980: Το αρχαίο Λαύριο και η ελληνική τεχνική παραγωγής του αργύρου, Αθήνα.
Κωνσταντινίδης , Δ., και Μπίτζιος Δ., 2020: Το αρχαίο και νεότερο Μεταλλευτικό Λαύριο . Εφημερίδα “Φιλελεύθερος” Κύπρου 28-6-2020.
Μαρίνος, Γ.Π. & Petrascheck, W.E.,1956: Λαύριο. Γεωλογικαί και Γεωφυσικαί Μελέται, Τόμος IV, Νο. 1. Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, Αθήνα, 247 σελ.
Μέλφος, Β., 2018: Λαύριο: βγαλμένο από τα έγκατα της γης. Ελληνικό Πανόραμα Τεύχος 117.
Μπίτζιος Δ., 2020: Παρουσίαση: Εντυπώσεις από ένα οδοιπορικό στο Αρχαίο και νεότερο Μεταλλευτικό Λαύριο .Γιατί θα πρέπει να επισκεφθείτε το Λαύριο. https://drive.google.com/open?id=1qd9vCYk77jMCCHhCns_W95qXlncJj3Qe
Μπίτζιος, Δ., και Τζεφέρης, Π., 2018 : Το ελλειψοειδές σχήμα του αρχαίου θέατρο του Θορικού. μια πιθανή εξήγηση. 17-11-2018.
Οικονομάκου, Μ., 1996: Αρχαία Λαυρεωτική. Η μακραίωνη ιστορία των πέντε Δήμων και ο ρόλος των μεταλλείων. Η Καθημερινή Επτά ημέρες αφιέρωμα, 6-7 Ιανουαρίου 1996. Επιμέλεια Ε. Τραίου.
Παπαδημητρίου, Γ., & Κατσάρος , Η., 2019: Ανακάλυψη Αρχαίας Καμίνου Φρύξης στη Λαυρεωτική και το πρόβλημα της εκμετάλλευσης του γαληνίτη για παραγωγή Αργύρου . Poster. 7ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας της ΕΑΕ.
Skarpelis, N., 2007: The Lavrion deposit (SE Attica, Greece): Geology, mineralogy and minor elements chemistry.N.Jb.Miner.Abh.2007, Vol.183/3, 227–249p.
Τζεφέρης . Π., & Μπίτζιος, Δ., 2019: Το Λαύριο ως ορόσημο της γεω-μεταλλευτικής βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου μας . Διεθνής Επιστημονική Συνάντηση ICOMOS 29-30-11-2019.
Τσάιμου, Κ.Γ.,2007: Ορολογία τη αρχαίας μεταλλείας. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π.
Τσάϊμου, Κ., 2015: Λόγος και εικόνα – Η αρχαία μεταλλευτική και μεταλλουργία, 70 σελ., Αθήνα.
UNESCO, 2017: The Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention.https://whc.unesco.org/en/guidelines/