Η μικρή Μπέλα πηγαίνει στην πρώτη Δημοτικού. Είναι ένα φυσιολογικό παιδί μιας καθ’ όλα φυσιολογικής οικογένειας που απαρτίζεται από τον μπαμπά τη μαμά και ένα μικρό αδελφό, τον Άρη, μικρότερο της Μπέλας. Η Μπέλα έχει αυξημένη νοημοσύνη, διαθέτει μια έμφυτη αγάπη για τα ζώα, τη φύση, την εξερεύνηση, το χορό και το διάστημα και δεν μετακινείται πουθενά χωρίς τους δυο αχώριστους φίλους της : Τη γάτα της, Τραβιάτα, (Τραβιάτα επειδή το νιαούρισμα της είναι μια οκτάβα ψηλότερο από τις άλλες… ) και το σκύλο της Φυστίκη, (επειδή τρελαίνεται για τα peanuts…)
Μπέλα, Τραβιάτα και Φυστίκης είναι το σήμα κατατεθέν της περιοχής και είναι πασίγνωστοι ως το Αχτύπητο Τρίο. Δεν θα δεις πουθενά την Τραβιάτα μόνη, χωρίς να ακολουθούν Φυστίκης και Μπέλα, ούτε τον Φυστίκη να περιπλανιέται στις αλάνες και το πάρκο της γειτονιάς χωρίς τη συνοδεία της Μπέλας και της Τραβιάτας.
Ακόμη κι όταν λόγοι οικογενειακοί υπαγορεύουν τη μετακίνηση της οικογένειας, το Αχτύπητο Τρίο ταξιδεύει εν σώματι. Η Τραβιάτα στο κλουβί της και ο Φυστίκης στο πίσω κάθισμα με το κεφάλι έξω από το μισάνοιχτο παράθυρο. Το ραδιόφωνο παίζει μόνο Τρίτο Πρόγραμμα…
Για λόγους που η Μπέλα αγνοεί, οι γονείς της αποφάσισαν μια μικρή εκδρομή…- έτσι της είπαν, - αφήνοντας τα δυο παιδιά στην επίβλεψη της γιαγιάς. Επειδή το τρίο βαριέται αφόρητα τον Άρη που του αρέσει να γράφει γράμματα στη γιαγιά του που θα ανοιχτούν πέντε χρόνια μετά το θάνατο της (!), του αρέσει να φυτεύει φακές σε ένα κεσεδάκι γιαούρτι και να βγάζει αστείες σέλφι με τον κολλητό του τον Ανέστη, το Αχτύπητο Τρίο ξέφυγε την προσοχή της γιαγιάς και ξανοίχτηκε στη μεγάλη πόλη αγνοώντας τους κινδύνους που κρύβει.
Η Μπέλα ως μικρή εξερευνήτρια, είναι εφοδιασμένη με πυξίδα, νερό, ξηρά τροφή, φακό και καραμέλες τζίντζερ που αρέσουν στην παρέα της. Το τοπίο ξανοίχτηκε μπροστά τους όλο ενδιαφέρον. Μεγάλοι όγκοι, μικροί άνθρωποι, χιλιάδες αυτοκίνητα και το φωτεινό σμαραγδί που αντίκριζαν κάθε πρωί από τα παράθυρα τους έγινε σιγά σιγά σταχτί κι απλώθηκε σαν θλίψη στα πρόσωπα του κόσμου.
Ποτέ πριν, η μικρή παρέα, δεν είχε ξαναδεί τόση φασαρία, τόση κίνηση, ένα διάχυτο εκνευρισμό και φώτα που αναβόσβηναν χωρίς σταματημό. Ποτέ πριν η η Μπέλα, η Τραβιάτα και ο Φυστίκης δεν ένοιωσαν τόσο αποξενωμένοι και τόσο ευάλωτοι μακριά από τη ζεστή αγκαλιά της μαμάς και του μπαμπά, τη ζεστασιά του σπιτιού τους, τα χάδια και τα φιλιά της γιαγιάς. Ακόμη και ο Άρης τους έλειπε: αυτό το ζιζάνιο που δεν σταματούσε να κλωθογυρίζει, δεν έβαζε γλώσσα μέσα και δεν σταματούσε να ανακατεύει τις σημειώσεις της Μπέλας από τις παρατηρήσεις της για τα ουράνια σώματα με το τηλεσκόπιο δώρο των γονιών της.
Αποκαμωμένοι κάθισαν στα μαρμάρινα σκαλιά ενός επιβλητικού κτιρίου στη γωνία της μεγάλης πλατείας. Ένας ψηλός κύριος ντυμένος Βοναπάρτης, τους πλησίασε κι έσκυψε από πάνω τους:
- «Απαγορεύεται να κάθεστε εδώ. Εμπρός, δρόμο.» είπε.
- «Μα κύριε», τόλμησε να απαντήσει η Μπέλα, «ποιον ενοχλούμε; Να ξεκουραστούμε λίγο, να ταϊσω την Τραβιάτα και τον Φυστίκη και θα φύγουμε.»
- «Να πάρετε δρόμο ΤΩΡΑ! Να πάτε αλλού να ζητιανέψετε! Ουστ!» Και έδωσε μια κλωτσιά στον Φυστίκη που γρύλισε θυμωμένος. «Νι-ά-ου !», που θα πει (Να μου κάνεις τη χάρη), νιαούρισε με όλη τη δύναμη της φωνής της η Τραβιάτα. Ήταν τόσο έντονο το νιαούρισμα που οι περαστικοί τής έριξαν μια περίεργη ματιά και συνέχισαν να τρέχουν.
Το Αχτύπητο Τρίο ήταν απελπισμένο. Ήταν στη μέση ενός χάους, ανίκανοι να κατανοήσουν τη ζωή στις διαστάσεις αυτής της πόλης και κάθε απόπειρα να στραφούν στη σωστή κατεύθυνση και να πάρουν το δρόμο της επιστροφής έδειχνε μάταιη. Η πυξίδα δεν βοηθούσε και το νερό τελείωνε. Ψάχνοντας τη σωτηρία από τον ουρανό, η Μπέλα σήκωσε το βλέμμα της και αντίκρισε απέναντι της έξι μεγάλες πινακίδες matrix που έδειχναν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η πρώτη, μια μεγάλη γαλάζια ταμπέλα με ένα φωτισμένο πυρσό που αναβόσβηνε και το γελαστό πρόσωπο ενός κυρίου σαν τον μπαμπά της, έδειχνε προς τα δεξιά.
Η ακριβώς απέναντι, κατακόκκινη, με ένα δρεπάνι και ένα σφυρί και το πρόσωπο ενός στρογγυλού θείου, ίδιος ο κυρ - Σταύρος από το κυλικείο του σχολείου της, έδειχνε αριστερά.
Η τρίτη, μια καταπράσινη με ένα μισό ήλιο και ακιδωτές ακτίνες που ψήλωναν και χαμήλωναν, έδειχνε προς… πάσα κατεύθυνση. Κολλητά στην γαλάζια ταμπέλα και δίπλα στην πράσινη, μια άλλη ροζουλί που είχε λίγο ξεβάψει και φιλοξενούσε το αγαθό πρόσωπο ενός ευγενικού νέου που κοιτούσε το άπειρο, έδειχνε κι αυτή προς κάθε κατεύθυνση, και τελευταίες στη σειρά, δυο μικρότερες: η μία με ένα φαλακρό μοτοσικλετιστή που απλά τους κοιτούσε και η άλλη με ένα λιπόσαρκο μαυριδερό δάσκαλο που είχε σηκωμένο το δεξί του χέρι με τεντωμένο τον δείκτη και έλεγε: Γυρίστε στη χώρα σας με το καλό…
«Θεέ μου, τι μπέρδεμα. Ποια κατεύθυνση να πάρω ; Τα έχω χαμένα.» , μονολογούσε απελπισμένη η Μπέλα, σφίγγοντας στην αγκαλιά της την Τραβιάτα και τον Φυστίκη. Κόσμος πολύς ολόγυρα κοιτούσε τα matrix και ανάλογα τραβούσε το δρόμο του.
«Να πάω δεξιά; Φοβάμαι μη χαθώ. Να πάω αριστερά; Φοβάμαι μην πνιγώ. Ευθεία κι απέναντι, σίγουρα θα βρω αδιέξοδο. Μήπως είναι καλύτερα να ψάξω το δρόμο μόνη μου;». Έτσι με βήμα βαρύ διέσχισαν τη μεγάλη λεωφόρο και βρέθηκαν απέναντι στο τεράστιο κτίριο με τα πολλά παράθυρα και τους αστυνομικούς που το φυλούσαν.
«Τι καλά να μπαίναμε μέσα;» αναρωτήθηκε η Μπέλα. «Θα διανυκτερεύαμε με ασφάλεια και το πρωί θα βρίσκαμε τρόπο να επιστρέψουμε. Έπειτα, όλο και κάτι θα βρίσκαμε για φαγητό στην τεράστια κουζίνα τους…»
Μπροστά από το κτίριο, ήταν δυο μικρά φυλάκια όπου δυο περήφανοι τσολιάδες ζύγιζαν το βήμα τους μπρος-πίσω σαν εκκρεμές πριν χτυπήσουν το πόδι τους δυνατά στο έδαφος. Και ένα ετερόκλητο πλήθος - Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Φιλανδοί Φιλιππινέζοι, Ολλανδοί και Γιαπωνέζοι, - ήταν στοιβαγμένοι με τις μηχανές και τα κινητά τους περιμένοντας υπομονετικά μέσα στο κρύο την αλλαγή σκοπιάς.
«Τι καλά να τρυπώναμε στο φυλάκιο;» αναρωτήθηκε η Μπέλα. «Αν δεν μας δουν μέσα στη φασαρία, θα διανυκτερεύσουμε ζεστά και το πρωί, με το πρώτο φως θα γυρίσουμε σπιτάκι μας. Φυστίκη, πήγαινε πρώτος. Με προσοχή. Εντάξει;».
Ο Φυστίκης, έκανε ένα αναγνωριστικό γύρο και ύστερα προσεκτικά τρύπωσε στο άδειο φυλάκιο, κάνοντας νεύμα στη Μπέλα. Η Μπέλα με την Τραβιάτα αγκαλιά ακολούθησαν τα βήματα του και σε λίγο βρέθηκαν κι οι τρεις στην ασφάλεια και τη ζεστασιά της σκοπιάς. «Απόψε δεν θέλω να ακούσω παράπονα. Ούτε γαβ ούτε νιάου», είπε η Μπέλα. «Εντάξει;» «Νι- ά- ου» απάντησε η Τραβιάτα με τη σοπράνο φωνή της κι αμέσως το τοπίο άλλαξε.
Δεκάδες, εκατοντάδες κάμερες στράφηκαν προς το μέρος τους, χιλιάδες λάμψεις φώτισαν το καταφύγιο , κι όλες οι φυλές του Ισραήλ στράφηκαν προς το μέρος τους δείχνοντας και ζητωκραυγάζοντας. «Εκεί. Εκεί. Κοιτάξτε εκεί.»
Αμέσως η εικόνα στις matrix οθόνες άλλαξε, και η φωτογραφία της Μπέλας, της Τραβιάτας και του Φυστίκη, πεντακάθαρη, φωτισμένη και πολύχρωμη, «ανέβηκε» σε δευτερόλεπτα, στέλνοντας τα πρόσωπα τους σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
«Βρέθηκε η μικρή Αφγανή σώα και αβλαβής», έγραφε η πρώτη οθόνη.
«Χριστουγεννιάτικο θαύμα. Το κορίτσι από τη Συρία που αναζητούσαν στη θάλασσα βρέθηκε στο Σύνταγμα παρέα με δυο αδέσποτα.», έγραφε η δεύτερη.
« Δεν είμαστε αδέσποτα», γκρίνιαξε ο Φυστίκης. « Και σπίτι έχουμε και γονείς! Να τους πεις να το αλλάξουν!»
«Πλημμυρίδα προσφύγων από το Ιράκ. Κατασκήνωσαν στη Βουλή. Σε λίγο θα μπουν και στα σπίτια μας.», έλεγε η τελευταία.
«Τα δυο αδέσποτα να δοθούν για υιοθεσία, ενώ το κορίτσι να φιλοξενηθεί προσωρινά σε δομή», έλεγε η τέταρτη.
Κι όλα αυτά μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από γέλια, χειροκροτήματα και φλας που έκαναν Το Αχτύπητο Τρίο να τρέμει από το φόβο του. Πριν περάσει πολλή ώρα, κατέφθασαν οι γονείς της Μπέλας. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν. Με το που είδαν τη μοναχοκόρη τους πρώτο θέμα στις Ειδήσεις των Εννέα, κατάλαβαν τι συνέβη.
«Ευχαριστήθηκες;» της είπε αυστηρά ο πατέρας της. «Πάμε σπίτι και θα λογαριαστούμε…»
«Μπαμπά μου δεν το ήθελα», είπε η Μπέλα μέσα σε αναφιλητά.
«Έλα, μη την μαλώνεις.», παρενέβη η μαμά. «Είμαι σίγουρη πως έβαλαν την ουρά τους τόσο η Τραβιάτα, όσο και ο Φυστίκης… Έτσι δεν είναι; Εμπρός, μπείτε στο αυτοκίνητο γιατί η γιαγιά θα τρελαθεί από την αγωνία της. Μέχρι κι ο Άρης στενοχωρήθηκε! Σας έγραψε μάλιστα και ένα γράμμα!»
«Αχ, Όχι !», φώναξαν και οι τρεις και κουνώντας τοις ουρές τους πήδηξαν στο αυτοκίνητο που ξεκίνησε ολοταχώς.
Στη μεγάλη πλατεία η ηρεμία αποκαταστάθηκε και η εικόνα στις οθόνες επανήλθε στα γνωστά πρόσωπα που τώρα, χαμογελούσαν αμυδρά.