Οι νυχτερίδες βαμπίρ έχουν, ως γνωστόν, μια ασυνήθιστη δίαιτα: Όπως δείχνει το όνομά τους, τρέφονται αποκλειστικά με αίμα από άλλα ζώα, τα οποία κυνηγούν στο σκοτάδι – ωστόσο δεν είναι εύκολο να βασίζεσαι πλήρως σε αυτή τη διατροφή, καθώς το αίμα είναι μεν πλούσιο σε πρωτεΐνη, μα φτωχό σε λίπη και σάκχαρα.
Προηγούμενες έρευνες είχαν προσπαθήσει να εξηγήσουν πώς οι νυχτερίδες αυτές προσαρμόστηκαν έτσι για να επιβιώνουν με αυτή την περίεργη διατροφή, μα μια ανάλυση μιας νέας, ιδιαίτερα πλήρους και ακριβούς αλληλουχίας γονιδιώματος του είδους, ανέβηκε (preprint) στο bioRxiv στις 19 Οκτωβρίου.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του The Scientist, η σύγκριση του γονιδιώματος της κοινής νυχτερίδας βαμπίρ (Desmodus rotundus) με 25 γονιδιώματα άλλων ειδών νυχτερίδας έδειξε πως 13 γονίδια έλειπαν από αυτό το είδος συγκεκριμένα. Οι απώλειες αυτές μπορεί να συνέβαλαν στο να προτιμούν (και να μπορούν) οι συγκεκριμένες νυχτερίδες να τρέφονται με αίμα, καθώς και με άλλα χαρακτηριστικά τους: Ακόμα και μεταξύ των νυχτερίδων γενικά, οι νυχτερίδες βαμπίρ θεωρούνται έξυπνα, κοινωνικά ζώα – μεταξύ άλλων, μπορούν να ξερνούν αίμα για να τραφούν άλλα μέλη του πληθυσμού τους, ειδικά αυτά που είχαν μοιραστεί μαζί τους αίμα στο παρελθόν.
Το πρώτο γονιδίωμα του είδους είχε αποκαλύψει κάποιες «υπογραφές» που συνδέονται με την αιματοφαγία και υπογράμμισαν τον ρόλο που παίζουν μικρόβια των εντέρων στην παροχή θρεπτικών ουσιών που δεν είναι άμεσα διαθέσιμες στο αίμα. Ωστόσο, αν και η έρευνα αυτή είχε δώσει «πολλές πληροφορίες», η νέα μελέτη παρέχει πολύ περισσότερες λεπτομέρειες στο θέμα.
Η νέα αυτή ανάλυση, η οποία δεν έχει αξιολογηθεί ακόμα από ομότιμους, σύγκρινε το D. rotundus με 25 είδη νυχτερίδας, 16 παραπάνω από ό,τι ήταν δυνατόν στην προηγούμενη αλληλουχία γονιδιώματος. Ειδικότερα η νέα μελέτη περιελάμβανε έξι είδη στα οποία έγινε πρόσφατα αλληλούχιση, από την οικογένεια της νυχτερίδας βαμπίρ (Phyllostomidae). Αυτό επέτρεψε την εξαγωγή περαιτέρω συμπερασμάτων με μεγαλύτερη ακρίβεια ως προς την κατεύθυνση που ακολούθησε το συγκεκριμένο «παρακλάδι», όπως είπε ο Μάικλ Χίλερ, ένας εκ των συντελεστών της έρευνας.
Η απώλεια ενός γονιδίου σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαθέσιμο λειτουργικό του αντίγραφο. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε μέσω πλήρους διαγραφής του από το γονιδίωμα ή μέσω κατοχής απομειναρίων του όπου το πλαίσιο ανάγνωσης έχει καταστραφεί σε τόσο μεγάλο βαθμό που δεν είναι δυνατή η χρήση του για λειτουργικές πρωτεΐνες. Ωστόσο, όπως προκύπτει, επί της προκειμένης οι νυχτερίδες βαμπίρ ίσως να επωφελούνται από αυτό, καθώς η απουσία τους τις βοηθάει να εξάγουν θρεπτικές ουσίες από το αίμα με τρόπους που δεν μπορούν να το κάνουν άλλες νυχτερίδες. Για παράδειγμα, δύο από τα χαμένα γονίδια βρίσκονται πίσω από την έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι νυχτερίδες βαμπίρ εκκρίνουν λίγη ινσουλίνη, και αυτό έχει λογική, καθώς το αίμα που πίνουν έχει λίγους υδατάνθρακες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να βοηθά τις νυχτερίδες να διατηρούν τα λίγα σάκχαρα που καταναλώνουν, κρατώντας τα στην κυκλοφορία του αίματος. Ακόμη, η απουσία ενός άλλου γονιδίου, του REP15, σημαίνει πιθανώς αύξηση της ποσότητας του σιδήρου που μπορεί να περάσει στα κύτταρα του γαστρεντερικού συστήματος των νυχτερίδων, ενισχύοντας τον αριθμό των «θυρών» από τις οποίες μπορεί να περάσει ο σίδηρος στην επιφάνεια των κυττάρων. Οπότε με αυτόν τον τρόπο οι νυχτερίδες θα μπορούσαν να ξεφορτώνονται ευκολότερα τον επιπλέον σίδηρο που αποκτούν μέσω της διατροφής τους, αποφεύγοντας τη δηλητηρίαση από μέταλλα. Άλλα απόντα γονίδια φαίνονται να εμπλέκονται στον μεταβολισμό και την πέψη, ή να επηρεάζουν τις νοητικές δυνατότητες και την όραση.
Με πληροφορίες από Live Science, The Scientist