Η πανδημία οδήγησε τις Ευρωπαϊκές χώρες να κλείσουν τα εξωτερικά τους σύνορα σε μια προσπάθεια ελέγχου και απομόνωσης του ιού. Η Ελλάδα βρέθηκε ευθύς εξ αρχής στην κόψη του ξυραφιού, με τις απρόσμενες σε έκταση συγκρούσεις στα χερσαία σύνορα της, στον Έβρο, με τη γείτονα χώρα. Και παρά το γεγονός ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ’Ένωσης συμμετείχαν δυνάμεις των Ευρωπαϊκών εταίρων μας, η ενορχηστρωμένη προσπάθεια της Τουρκίας για την δια της βίας προώθηση των παράνομων μεταναστών στο Ελληνικό έδαφος, απετράπη μόνο με το ξέσπασμα της πανδημίας.
Υπό αυτές τις νέες συνθήκες, τα οργανωμένα δίκτυα οδηγούνται στην εξεύρεση νέων τρόπων και μεθόδων διακίνησης των μεταναστών στον Ευρωπαϊκό χώρο. Σύμφωνα, με πρόσφατη έκθεση της Europol, τα ενισχυμένα μέτρα ελέγχου των συνόρων και οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί που ισχύουν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ’Ένωση, οδήγησαν σε μετατόπιση των δραστηριοτήτων διακίνησης παράνομων μεταναστών, από αεροπορικές σε χερσαίες και θαλάσσιες διαδρομές.
Έτσι, χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο μικρά σκάφη για τις θαλάσσιες διαδρομές, ενώ φορτηγά οχήματα και φορτηγά τρένα για την απόκρυψη και διακίνηση των παράνομων μεταναστών στις διασυνοριακές διαδρομές. Οι μεταφορές των μεταναστών πραγματοποιούνται πλέον σε περισσότερο απειλητικές για τη ζωή τους συνθήκες, ενώ η κύρια διαδρομή εξακολουθεί να παραμένει ο Βαλκανικός Άξονας, μέρος του οποίου αποτελεί και η Ελλάδα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις της έκθεσης του Frontex για το 2020, σύμφωνα με τις οποίες οι περισσότερες προσπάθειες εισόδου παρανόμων μεταναστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιούνται μέσω της περιοχής των Δυτικών Βαλκανίων. Σημαντικές είναι και οι διαπιστώσεις για τα δημογραφικά στοιχεία των παράνομων μεταναστών, όπως καταγράφονται στην εν λόγω έκθεση, σύμφωνα με την οποία το 97% που εντοπίζονται να προσπαθούν να εισέλθουν παράνομα είναι άνδρες. Παράλληλα, οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος διακίνησης μεταναστών συνεχίζουν να επικεντρώνονται σε συγκεκριμένες εθνικότητες, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 65% όλων των περιπτώσεων παράνομης απόπειρας εισόδου αφορούν μια μόνο εθνικότητα (Αφγανιστάν).
Είναι πλέον επιβεβαιωμένο ότι κάθε διακίνηση παράνομων μεταναστών πραγματοποιείται από οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα, τα οποία δεν δρουν μόνο στην γείτονα χώρα, την Τουρκία, αλλά και στην Ελλάδα. Σε επιχείρηση που έγινε τον περασμένο Οκτώβριο, η Ελληνική Αστυνομία με την υποστήριξη της Europol, εξάρθρωσε ομάδα οργανωμένου εγκλήματος η οποία παρείχε σε παράνομους μετανάστες πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα για τη διακίνηση τους.
Αυτή η εγκληματική ομάδα λειτουργούσε από το 2017 και κέρδιζε έως και 13.000 ευρώ για κάθε μετανάστη που διακινούσε στον Ευρωπαϊκό χώρο. Μάλιστα, ο αρχηγός αυτής της οργανωμένης εγκληματικής ομάδας συντόνιζε το δίκτυο μέσα από ένα καφέ στο κέντρο της Αθήνας, παρέχοντας οδηγίες στους μετανάστες για τις μετακινήσεις τους και κατά τη σύλληψη του βρέθηκαν στην κατοχή του και κατασχέθηκαν πλαστά έγγραφα ταυτότητας, άδειες οδήγησης, εξοπλισμός για πλαστά έγγραφα, αλλά και οχήματα για μετακινήσεις.
Η πανδημία, λοιπόν, αλλάζει τα μέχρι σήμερα δεδομένα στο μεταναστευτικό και συγχρόνως αυξάνει τους κινδύνους υγείας, τόσο για τους ίδιους τους μετανάστες όσο και για το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Με δεδομένο τη συνεχιζόμενη εξάπλωση του ιού σε τρίτες χώρες όπου τα συστήματα υγείας είναι σχεδόν ανύπαρκτα, σε συνδυασμό και με τις συνεχιζόμενες εμπόλεμες συρράξεις στο χώρο της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, καθίσταται πλέον επιτακτική η ανάγκη για την κατάρτιση μιας νέας στρατηγικής αντιμετώπισης του φαινομένου σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εν κατακλείδι, η επιδίωξη των αρμόδιων Ελληνικών Αρχών πρέπει να στοχεύει σε μία μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή στρατηγική, με την ενεργή συμμετοχή και μόνιμη παρουσία των Ευρωπαϊκών εταίρων σε κοινές επιχειρήσεις με προληπτικό κυρίως χαρακτήρα. Το «κεκτημένο» των κοινών και αποτελεσματικών επιχειρήσεων στα χερσαία σύνορα στον Έβρο, πρέπει να εφαρμοσθεί και σταδιακά να επεκταθεί και στα θαλάσσια σύνορα της χώρας.-
* Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας. Υπηρέτησε στην έδρα της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, στη Χάγη, ως υπεύθυνος εξωτερικών και δημοσίων σχέσεων και διετέλεσε προϊστάμενος των Εθνικών Γραφείων Interpol και Europol της Ελλάδας. Έχει διδάξει στις Ακαδημίες της Ελληνικής και Κυπριακής Αστυνομίας, καθώς και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου.