Η επέτειος της 25ης Μαρτίου, όπως και κάθε ανάλογη συλλογική αναπαράσταση μνήμης, εκτός από την οφειλόμενη τιμή στους ήρωες, προσφέρεται και για έναν αναστοχασμό πάνω στην εθνική μας Ιστορία αλλά και στο παρόν και το μέλλον μας ως κοινωνίας. Την επέτειο της Επανάστασης του ’21, οι περισσότερες αναφορές αφορούν τους αγωνιστές και κυρίως τους πρωταγωνιστές και είναι ίσως λογικό. Δεν συνειδητοποιούμε όμως ότι μια επανάσταση είναι μία συλλογική υπόθεση στην οποία συμμετείχε ολόκληρη η κοινωνία που υπέφερε τα πάνδεινα τα εννιά χρόνια της Επανάστασης. Ειδικά οι γυναίκες, τα κατεξοχήν θύματα, μαζί με τα παιδιά, των πολέμων διαδραμάτισαν έναν ιδιαίτερο ρόλο τον οποίον αξίζει να αναδείξουμε καθώς δεν υπήρξαν λιγότερο ηρωίδες από τους άντρες ενώ είναι μάλλον βέβαιο ότι είχαν περισσότερα θύματα.
Σε μία εποχή που η κοινωνία μας άρχισε επιτέλους να γίνεται περισσότερο ευαίσθητη στο ζήτημα της κακοποίησης των γυναικών καθώς τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν οι δολοφονίες σε βάρος γυναικών από συντρόφους και συζύγους, νυν και πρώην, ας θυμηθούμε ποια ήταν η μοίρα, η θέση και η αντιμετώπιση των γυναικών στη διάρκεια του Αγώνα.
«Η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει»

Οι Σουλιώτισσες έχουν μείνει στη συλλογική μας συνείδηση ως περήφανες και γενναίες γυναίκες που συχνά πολεμούσαν στο πλευρό των αντρών.1 Σε ό,τι αφορά την πολεμική τους ικανότητα, αυτή καταδεικνύεται σε πολλά περιστατικά του αγώνα κατά της τουρκικής κυριαρχίας. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι από τις μόλις δεκατρείς γυναίκες που διασώθηκαν από την Έξοδο του Μεσολογγίου, στις 11 Απριλίου του 1826, οι περισσότερες ήταν Σουλιώτισσες.2 Το εμβληματικό γεγονός του Ζαλόγγου, το 1803, παραμένει αιώνιο σύμβολο της περηφάνειας και της αδιαπραγμάτευτης αγάπης τους για την ελευθερία, την εθνική, αλλά και του σώματός τους, ως γυναίκες.3
Έχουμε όμως και το γεγονός της αντίστασης των γυναικών με επικεφαλής τη Δέσπω Μπότση στου «Δημουλά τον πύργο», στις 23 Δεκεμβρίου του 1803, σε μία από τις πολλές παρασπονδίες του Αλή Πασά κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεών του εναντίον των Σουλιωτών στα προεπαναστατικά χρόνια. Σε ό,τι αφορά το ήθος και την αντίληψη των Σουλιωτισσών, αλλά και του τρόπου που τις αντιμετώπιζε η δημοτική παράδοση, είναι χαρακτηριστικός ο επινοημένος διάλογος μεταξύ των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά και της Δέσπως, στο γνωστό τραγούδι που ανθολογείται και στο εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Λυκείου με τον συμβατικό τίτλο «της Δέσπως».4
Οι στρατιώτες του Αλή Πασά έχουν περικυκλώσει τον πύργο, στον οποίο είχαν βρει καταφύγιο γυναίκες και παιδιά, και καλούν τη Δέσπω να παραδοθεί με τα εξής λόγια: «Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα, δεν είναι εδώ το Σούλι. Εδώ είσαι σκλάβα του Πασά, σκλάβα των Αρβανίτων». Ο ανώνυμος λαϊκός στιχουργός βάζει τον εχθρό να μην αναγνωρίζει στη Δέσπω το δικαίωμα στην ελευθερία, αλλά ούτε και στη γυναικεία αυτοδιάθεση: δεν ανήκει στον εαυτό της, αλλά είναι Γιώργαινα, του Γιώργου⸱ δεν έχει καν δικό της όνομα. Η απάντησή της όμως αποκαθιστά την αξία της ελευθερίας, τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο: «Η Δέσπω αφέντες λιάπηδες, δεν έκανε, δεν κάνει». Η Δέσπω, όχι η Γιώργαινα. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα, πιστεύω, να θεωρήσουμε τυχαίες τις γλωσσικές επιλογές από την πλευρά του ανώνυμου λαϊκού δημιουργού. Σε έναν μόλις στίχο αναδεικνύεται το αγωνιστικό ήθος και φρόνημα των Σουλιωτισσών που δεν αποδέχεται τη σκλαβιά σε κανένα επίπεδο και υπερασπίζεται μαζί με την εθνική και τη γυναικεία ταυτότητα. Η Δέσπω και οι άλλες γυναίκες, μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια της, έντεκα άτομα συνολικά, έβαλαν φωτιά στο μπαρούτι που τους είχε απομείνει κι ανατινάχτηκαν.5
Οι Σουλιώτισσες, βέβαια, δεν ήταν οι μόνες γυναίκες που πολέμησαν είτε πριν είτε κατά την Επανάσταση. Το ίδιο έκαναν και οι Μανιάτισσες, που αντιμετώπισαν την επίθεση των δυνάμεων του Ιμπραήμ στον Διρό, στις 25 Ιουνίου 18266, ενώ και οι γυναίκες στο Αγιονόρι των Δερβενακίων επιτέθηκαν στους Τούρκους με ξύλα και πέτρες κατά την περίφημη μάχη στις 27 Ιουλίου 1822.7 Και στις δύο περιπτώσεις, η έκβαση της μάχης ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες. Πάντως, ο κύριος ρόλος των γυναικών ήταν αυτός της κάλυψης των ανύπαρκτων υπηρεσιών τροφοδοσίας, εφοδιασμού και υγειονομικής περίθαλψης, απαραίτητων για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Λασκαρίνα Πινότση «Μπουμπουλίνα»

Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι γυναίκες καπετάνισσες της Ελληνικής Επανάστασης θα μπορούσαν –αν αντί για Ελληνίδες ήταν γυναίκες κάποιας χώρας της δυτικής Ευρώπης– να έχουν καθιερωθεί ως σύμβολα της γυναικείας χειραφέτησης.
Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, της Μαντώς Μαυρογένους και της Δόμνας Βισβίζη. Εδώ θα σταθούμε στην περίπτωση της Λασκαρίνας Πινότση, γνωστής ως Μπουμπουλίνας, που γεννήθηκε το 1771 στη φυλακή του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της πήγε να επισκεφτεί τον φυλακισμένο πατέρα της για συμμετοχή στα ορλωφικά. Παντρεύτηκε και χήρεψε δύο φορές –καθώς οι σύζυγοί της, Γιάννουζας και Μπούμπουλης, σκοτώθηκαν, ο πρώτος ύστερα από επίθεση Αλγερινών πειρατών και ο δεύτερος σε επίθεση γαλλικών καταδρομικών– και μεγάλωσε μόνη της τα έξι παιδιά της, τρία από κάθε της γάμο. Χρηματοδότησε την κατασκευή του μεγαλύτερου πλοίου των πρώτων ετών του Αγώνα, του Αγαμέμνονα, με δεκαοχτώ κανόνια, δωροδοκώντας τους Οθωμανούς ελεγκτές που στάλθηκαν στις Σπέτσες μετά από καταγγελία ότι, αντί για εμπορικό, ναυπηγούσε πολεμικό πλοίο.
Με τα πλοία, αλλά και το στρατιωτικό σώμα που συντηρούσε, επίσης με δικά της έξοδα, πήρε μέρος εξαρχής στον Αγώνα συμμετέχοντας σε όλα τα σημαντικά επαναστατικά γεγονότα. Στις 25 Απριλίου 1821, σκοτώθηκε ο γιος της, Γιάννος Γιάννουζας, έξω από το Άργος, πολεμώντας κατά της προέλασης του Μουσταφάμπεη που είχε σταλεί από τον Χουρσίτ για να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Ο τρόπος που υπέφερε την απώλειά του έμεινε παροιμιώδης:
«Ο γιος μου είναι νεκρός, αλλά το Άργος έμεινε στα χέρια μας…», έγραψε στη Διοίκηση των Σπετσών. Γενικότερα, έτσι όπως φάνταζε επιβλητική, στα πενήντα της χρόνια το 1821, καβάλα στο άλογό της, προκαλούσε το δέος και έχαιρε του σεβασμού και του θαυμασμού όλων σ’ έναν κόσμο κυρίαρχα αντρικό, ωμό και βίαιο. «Κυρία», την προσφωνούσαν, καθώς είχε καταφέρει να επιβληθεί με το θάρρος, την προσωπικότητα και τη διάθεση της μεγάλης της περιουσίας στις ανάγκες του Αγώνα. Κατηγορήθηκε, ωστόσο, ότι διεκδίκησε και πήρε μεγάλο μερίδιο από τα λάφυρα στην Τριπολιτσά και στο Ναύπλιο, όταν έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων μετά από πολύμηνες πολιορκίες. Παρότι μάλλον άδικος ο χαρακτηρισμός της ως «φιλοχρήματης», καθώς τα λάφυρα αντιστάθμιζαν σε έναν βαθμό την οικονομική της προσφορά στην Επανάσταση, η επί ίσοις όροις συμμετοχή της στη διανομή των λαφύρων μεταξύ των επιφανών στρατιωτικών αρχηγών καταδεικνύει το γεγονός της ισότιμης αντιμετώπισής της από την ηγεσία του Αγώνα. Το ίδιο, εχθρικά αυτή τη φορά, αντιμετωπίστηκε από την «παράταξη» των «πολιτικών» και κοτσαμπάσηδων που επικράτησε στους εμφυλίους πολέμους, καθώς την ταύτισε με την «παράταξη» του Κολοκοτρώνη, όταν η κόρη της παντρεύτηκε τον γιο του, Πάνο.
Ακόμη και το γεγονός της δολοφονίας της για λόγους τιμής, όταν ο γιος της Γιώργος Γιάννουζας έκλεψε την Ευγενία Κούτση, κόρη Σπετσιώτη προκρίτου, φανερώνει την ισότιμη με τους άντρες θέση που είχε στην κοινωνία της εποχής, βαθιά ανδροκρατικής και με αυστηρά ήθη. Οι συγγενείς της κοπέλας, παρότι η τελευταία είχε ακολουθήσει οικειοθελώς τον γιο της Μπουμπουλίνας, θεώρησαν υπεύθυνη τη μητέρα για την «ατίμωση» της κόρης, έστρεψαν σ’ αυτήν την οργή τους και τη σκότωσαν στις 20 Ιουνίου 1825.8
Κοντολογίς, η Μπουμπουλίνα υπήρξε μία γυναίκα που γεννήθηκε στη φυλακή, έκανε δύο γάμους, μεγάλωσε μόνη της έξι παιδιά, ξόδεψε μεγάλο μέρος της περιουσίας της και πολέμησε χάνοντας τον έναν γιο της στον Αγώνα, στον οποίον επιβλήθηκε ως ίση ανάμεσα στους άντρες πολέμαρχους, για να δολοφονηθεί στο πλαίσιο μιας ακόμη «αντρικής» υπόθεσης: μιας βεντέτας για λόγους τιμής…
Οι γυναίκες του Μεσολογγίου: η περίπτωση της Ελένης Στάικου

Στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», στο Μεσολόγγι, φιλοξενούνται ιστορικά κειμήλια ανάμεσα στα οποία μπορεί κανείς να δει και το αντρικό γιλέκο της Ελένης Στάικου, μαζί με τη φωτογραφία της σε προχωρημένη ηλικία, όπου φαίνεται να έχει το ένα μάτι τραυματισμένο. Είναι γνωστό ότι στο Μεσολόγγι είχαν αποφασίσει να παραμείνουν και οι οικογένειες των αγωνιστών και να μοιραστούν ενωμένοι την κοινή μοίρα, τη νίκη ή την ήττα, τη ζωή ή τον θάνατο. Όταν ο αποκλεισμός της πόλης από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και η πείνα λύγιζε πια τους υπερασπιστές της πόλης, αποφασίστηκε η Έξοδος στην οποία θα συμμετείχαν όλοι όσοι μπορούσαν να τρέξουν. Ζήτημα συνθηκολόγησης δεν ετίθετο, παρά τις επανειλημμένες σχετικές προτάσεις του Ιμπραήμ και του Κιουταχή, γιατί η φρουρά αρνούνταν να παραδώσει τα όπλα που είχαν στεφθεί νικηφόρα σε τόσες μάχες με τους εχθρούς. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η δυσπιστία των πολιορκημένων απέναντι στην οθωμανική φερεγγυότητα. Είχε προηγηθεί τον Μάρτιο η παράδοση του Αιτωλικού στην απέναντι πλευρά της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου κατά την οποία οι Τούρκοι, κατά την πάγια συνήθειά τους, άρπαξαν και πούλησαν τα γυναικόπαιδα.9
Το ζήτημα της τιμής των γυναικών ήταν, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, πολύ ψηλά στην κλίμακα αξιών της εποχής. Γι’ αυτό και τέθηκε το ζήτημα της μαζικής σφαγής των γυναικοπαίδων πριν από την Έξοδο προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Με παρέμβαση όμως του Επισκόπου Ρωγών, Ιωσήφ, απετράπη μια τόσο απάνθρωπα κυνική απόφαση, χαρακτηριστική της παραδοσιακής αντίληψης περί τιμής.10 Νωρίτερα, στη διάρκεια της πολιορκίας, είχαν προτρέψει τους γονείς να αρραβωνιάσουν τα νεαρά κορίτσια τους προκειμένου, στο πλαίσιο της ίδιας αντίληψης, να μην έχει ο εχθρός τη χαρά της διακόρευσής τους.
Στο τελικό σχέδιο της Εξόδου επικράτησε η απόφαση να εξέλθουν και τα γυναικόπαιδα που μπορούσαν να τρέξουν, ιδανικά φέροντας όπλα, σε ξεχωριστή φάλαγγα με τη συνοδεία αντρών της φρουράς. Ειδικά οι γυναίκες ντύθηκαν με αντρικά ρούχα για να αντιμετωπιστούν μέσα στο σκοτάδι από τους εχθρούς σαν άντρες και να αποφύγουν τη σεξουαλική κακοποίηση σε περίπτωση τραυματισμού και αιχμαλωσίας.
Η επιχείρηση της Εξόδου κατέληξε σε ανθρωπιστική καταστροφή για τις γυναίκες και τα παιδιά καθώς, όπως ήδη αναφέραμε, σώθηκαν μόλις δεκατρείς γυναίκες και τρία, τέσσερα παιδιά. Από τους 7.000 περίπου αμάχους του Μεσολογγίου οι μισοί σφαγιάστηκαν ή σκοτώθηκαν πολεμώντας ή ανατινάχτηκαν μέσα στο Μεσολόγγι και οι άλλοι μισοί αιχμαλωτίστηκαν. Το επόμενο διάστημα καταβλήθηκε μία τιτάνια προσπάθεια, με χρήματα κυρίως των φιλελληνικών κομιτάτων, να εξαγοραστούν και να απελευθερωθούν τα γυναικόπαιδα, τις περισσότερες φορές σε άθλια κατάσταση.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, της σφαγής και της αιχμαλωσίας, η νεαρή Ελένη Στάικου αυτοτυφλώθηκε προκειμένου να αποφύγει την αιχμαλωσία και την πώλησή της στα σκλαβοπάζαρα. Το αντρικό της γιλέκο στη συλλογή κειμηλίων της «Διεξόδου» του Μεσολογγίου, μαζί με τη φωτογραφία της, θα θυμίζουν για πάντα τη φρίκη του πολέμου, αλλά και την αποφασιστικότητα μιας νέας κοπέλας να υπερασπιστεί την ελευθερία της ως γυναίκας.
Η γυναίκα ως λάφυρο πολέμου

Η ιστορία της Ελένης Στάικου και των γυναικών του Μεσολογγίου είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για την αντιμετώπιση της γυναίκας στους πολέμους ως λάφυρο, ως αντικείμενο αγοραπωλησίας και αιώνιο θύμα της αντρικής βίας και κυριαρχίας. Είδαμε πρόσφατα πώς αντιμετωπίστηκαν οι γυναίκες των Γεζίντι από τους άντρες τού Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Είναι πολύ γνωστή εξάλλου η αφορμή της «μήνιος του Αχιλλέως», εξαιτίας της απαίτησης του Αγαμέμνονα να του δώσει το πρωτοπαλίκαρο των Αχαιών τη σκλάβα Βρισηίδα, επειδή αυτός είχε αποδώσει στον πατέρα της τη δική του σκλάβα, τη Χρυσηίδα.
Στη διάρκεια του Αγώνα, στις περιοχές που οι οθωμανικές δυνάμεις κατέστειλαν την Επανάσταση, η κάθε είδους κακοποίηση εις βάρος των γυναικών, η αιχμαλωσία και η πώλησή τους ως σκλάβων θεωρούνταν δεδομένη, σ’ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.11 Τον Απρίλιο του 1822, στη Χίο, μετά τις σφαγές στο νησί, δεκάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα προκαλώντας τον οίκτο των ξένων προξένων που ήταν αυτόπτες μάρτυρες αυτής της θλιβερής εικόνας.12 Γι’ αυτό και έχουμε τα παραδείγματα των Ελληνίδων που προτιμούσαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους παρά να πιαστούν αιχμάλωτες από τους Τούρκους. Αναφερθήκαμε ήδη στις Σουλιώτισσες. Η περίπτωση των δεκατριών νεαρών γυναικών της Νάουσας, τον Απρίλιο του 1822, που ρίχτηκαν στα νερά της Αράπιτσας μετά την καταστολή της επανάστασης στην πόλη τους από τους Τούρκους, είναι επίσης πολύ χαρακτηριστική.13
Το παρακάτω απόσπασμα είναι χα ρακτηριστικό της μοίρας των απλών γυναικών στα χωριά όπου διεξάγονταν επιχειρήσεις των τουρκικών και αιγυπτιακών δυνάμεων και προέρχεται από τα Απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη. Είχε αποσταλεί από τον Καποδίστρια να επιθεωρήσει τις επαρχίες της Πελοποννήσου και τον Οκτώβριο του 1829 βρέθηκε στο Μέγα Σπήλαιο, όπου οι κάτοικοι ταλαιπωρούνταν από τις αρπαγές καλογέρων της περιοχής:
«Σαν τραβάτε τόσην τυραγνίαν, δεν το αφήνετε το χωργιόν σας να φύγετε να πάτε σ’ άλλο χωργιόν εθνικόν, οπούναι τόσα; Μου λέγει η παπαδιά· “Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα εις τον βάλτο, στο νερό τόσες ψυχές να γλιτώσουμεν· και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε· και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες –μας φάγαν· και τα παιδιά πεταμένα μέσα– γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν· κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οχτώ· και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήσαμεν αυτά; Δι’ αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν· όλο δόλο και απάτη.” Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ.»14
Τρωάδες
Θα αναρωτιέται εύλογα κανείς για την τύχη των γυναικών του εχθρού, όταν έπεφταν στα χέρια των Ελλήνων. Είναι πολύ γνωστές οι σφαγές γυναικοπαίδων που ακολούθησαν την άλωση της Τριπολιτσάς.15 Σφαγές Τούρκων αμάχων σημειώθηκαν και σε άλλες περιοχές όπου επικράτησαν οι Έλληνες, τους δύο πρώτους μήνες της Επανάστασης.16 Είναι βέβαιο επίσης ότι οι Οθωμανίδες αιχμαλωτίζονταν προκειμένου να ανταλλαγούν με Έλληνες αιχμαλώτους ή να εξαγοραστούν από τους οικείους τους. Αντιμετωπίζονταν δηλαδή ως περιουσία με ανταλλακτική αξία.17
Με βάση νόμο της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης, από τον Φεβρουάριο του 1822, η δουλεία απαγορευόταν στην ελληνική επικράτεια, άσχετα εάν αυτό δεν εφαρμόστηκε απόλυτα. Όπως γράφει ο Απόστολος Βακαλόπουλος, που έχει μελετήσει λεπτομερώς την Ελληνική Επανάσταση και ειδικά το θέμα των αιχμαλώτων, «δεν έγινε ούτε και ήταν δυνατόν να γίνει εφαρμογή των διατάξεων μέσα στην ανάστατη εκείνη εποχή. Και αγοραπωλησίες παρατηρήθηκαν, καθώς και παλλακείες των αιχμαλώτων γυναικών και παρθένων. […] Ακόμη και ορισμένα ισχυρά μέλη της κυβερνήσεως, γοητευμένα από τη συντροφιά με ωραίες σκλάβες, κοίταζαν πώς να αποφύγουν την ισχύ του νόμου».18 Πάντως, ο νόμος υπήρχε και οι παραβάτες μπορούσαν να ελεγχθούν και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβλήθηκαν οι προβλεπόμενες ποινές, ακόμη και η εσχάτη των ποινών. Έχουμε, για παράδειγμα, την πληροφορία ότι συνελήφθη και εκτελέστηκε Έλληνας που σκότωσε μία Τουρκάλα με τα παιδιά της.19
Παρά τη σκληρότητα του Αγώνα, ο πόνος του εχθρού και ειδικά των «ευάλωτων», όπως έχει επικρατήσει σήμερα να χαρακτηρίζονται οι ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες, δεν άφηνε ασυγκίνητους τους Έλληνες. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη «συμπεφωνημένο υπονοούμενο»20 της ελληνικής παράδοσης που εκκινεί από τους «Πέρσες» του Αισχύλου, κυρίως όμως τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, και φτάνει ως τα δημοτικά τραγούδια, που «μπαίνουν στη θέση» του νικημένου εχθρού.21 Πολύ χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι «Του Κιαμίλ-μπεη», του πάμπλουτου πασά της Κορίνθου:
Στην Κόρθο πλια δε φαίνεσαι, ουδέ μες τα σαράγια.
Ένας παπάς σου τα ’καψε τα έρμα τα παλάτια.22
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά γι’ αγάδες,
Κλαίει και η Κιαμήλαινα το δόλιο της τον άντρα.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζει ραγιάς ραγιάδων23
Στα δε απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21, έχουμε επίσης αναφορές στις οποίες εκφράζεται θαυμασμός για τη γενναιότητα των εχθρών, αλλά και συμπόνια για τον πόνο του αντιπάλου και ιδιαίτερα για τις γυναίκες και τα παιδιά.24
Φιλία και Έρως ανίκατοι μάχαν
Κλείνουμε το παρόν σημείωμα με περιστατικά που αφορούν γυναίκες και αποκαλύπτουν και μία άλλη πλευρά, την ανθρώπινη, ακόμη και ρομαντική, ενός Αγώνα που διεξήχθη με αγριότητα και στον οποίο διαπράχθηκαν εγκλήματα κι από τις δύο πλευρές χωρίς να αμφισβητείται το δίκιο του Αγώνα. Ούτε βέβαια η μεταχείριση των ραγιάδων για τόσους αιώνες και οι μαζικές σφαγές και εξανδραποδισμοί των Οθωμανών εις βάρος των Ελλήνων, που διεκδικούσαν την ελευθερία τους, μπορούν να συμψηφιστούν με τις υπαρκτές υπερβασίες και αγριότητες των αγωνιστών.
Η μία περίπτωση αφορά τη διάσωση της Βασιλικής, της αρραβωνιστικιάς και μετέπειτα συζύγου του Κίτσου Τζαβέλλα, ενός από τους επικεφαλής της Φρουράς του Μεσολογγίου κατά την ηρωική Έξοδο. Σύμφωνα με την αφήγηση του αυτόπτη μάρτυρα Νικόλαου Κασομούλη, τη Βασιλική διέσωσε ο πιστός φίλος του Σουλιώτη οπλαρχηγού, Παναγιώτης Σωτηρόπουλος, ο ήρωας της μάχης της Κλείσοβας, περνώντας διά πυρός και σιδήρου μέσα από τις γραμμές του εχθρού μη αφήνοντας από το χέρι τη νεαρή κοπέλα, που κουβαλούσε δύο παιδιά ή, σύμφωνα με άλλους, ένα και ήταν έγκυος στο δεύτερο.25
Η άλλη περίπτωση αφορά την τύχη μιας Οθωμανίδας αιχμαλώτου των Ελλήνων που πολιορκούνταν από τον Κιουταχή στην Ακρόπολη το 1826-1827. Την κοπέλα ερωτεύτηκε ο οπλαρχηγός Χρήστος Πρεβεζάνος και αυτή ανταποκρίθηκε στα αισθήματά του αποδεχόμενη να τον ακολουθήσει παρότι κινδύνευε η ζωή της, από τους ομοεθνείς της αυτή τη φορά, όταν οι Έλληνες συνθηκολόγησαν και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ακρόπολη.26 Το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο.
Ο Κεφαλονίτης Γεράσιμος Φωκάς ζούσε στο Μεσολόγγι με μία όμορφη Τουρκάλα, που την είχε σώσει από τη σφαγή στο Νεόκαστρο το 1821. Παρά το ότι οι Έλληνες σκόπευαν να την ανταλλάξουν με δικούς τους αιχμαλώτους, η ίδια επέλεξε να παραμείνει με τον Φωκά. Τελικά, το ζευγάρι δραπέτευσε στην Κεφαλονιά όπου παντρεύτηκε με χριστιανικό γάμο.
Τέλος, αναφέρεται ο έρωτας του οπλαρχηγού Κ. Βλαχόπουλου με την Αϊσέ, κόρη του μουλά του Βραχωρίου Αλήμπεη. Η Αϊσέ βαφτίστηκε χριστιανή, αλλά αιχμαλωτίστηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου και οδηγήθηκε στην οικογένειά της στην Πρέβεζα. Αρνήθηκε, όμως, να ξαναγίνει μουσουλμάνα, διέφυγε στην Κέρκυρα απ’ όπου έφτασε στην Πελοπόννησο και ξανασυναντήθηκε με τον αγαπημένο της.27
Οι παραπάνω περιπτώσεις, που ασφαλώς δεν αποτελούν τον κανόνα, αποκαλύπτουν και μία ακόμη απελευθερωτική πλευρά για τις γυναίκες κατά την Ελληνική Επανάσταση που, μέσα στην αγριότητα του πολέμου, έκαναν μία ρηξικέλευθη επιλογή: ν’ απαρνηθούν τη θρησκεία και την ένταξή τους στην έως τότε κυρίαρχη ομάδα και, ενώ ακόμη η έκβαση του Αγώνα δεν είχε κριθεί, να μείνουν με τον άντρα που ανήκε, με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα, στον εχθρό.
Επιλογικά, η παρουσία, ο ρόλος και η δράση της γυναίκας στην Επανάσταση παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, από την παραδοσιακή θέση του θύματος και του λαφύρου πολέμου, ως τη γυναίκα αγωνίστρια, τη νοσοκόμα και τροφοδότρια, την καπετάνισσα, αλλά και τη γυναίκα που αρνείται τη μοίρα της και επαναστατεί διεκδικώντας την αυτοδιάθεση του σώματός της με αίμα και με θυσίες.
1 Βλ. Ξηραδάκη Κούλα, Γυναίκες του ’21, συμβολή στην έρευνα, 2η έκδοση, Κουκκίδα, Αθήνα 2021, σσ. 31-93.
2 Βακαλόπουλος Απόστολος, Η Επανάσταση κατά το 1826, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1971, σ. 413. Ο σπουδαίος ιστορικός αναφέρει ότι όλες οι γυναίκες που σώθηκαν από την Έξοδο ήταν Σουλιώτισσες, αλλά γνωρίζουμε ονομαστικά τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις που δεν ήταν Σουλιώτισσες, την Τασούλα Γυφτογιάννη, την Ελένη Στάικου και τη Σάνα, την υπηρέτρια του Ελβετού Φιλέλληνα Μέγιερ που σκοτώθηκε στην Έξοδο. Βλ. Διακάκης Αντώνης, Το Μεσολόγγι στο 1821, Πόλεμος, οικονομία, πολιτική, καθημερινή ζωή, Ασίνη, Αθήνα σ. 376. Ο Φάνης Μιχαλόπουλος, στο βιβλίο του: Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου (2η έκδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2020, σ. 51), κάνει λόγο για δεκατέσσερις διασωθείσες.
3 Για το θέμα, βλέπε την πολύ εμπεριστατωμένη μελέτη του Γιώργου Καραμπελιά, Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2011.
4 Γρηγοριάδης Ν. Καρβέλης Δ., Μηλιώνης Χ., Μπαλάσκας Κ. Παγανός Γ., Παπακώστας Γ., Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α΄ τεύχος, Α΄ Γενικού Λυκείου, «Διόφαντος», σ. 45.
5 Ξηραδάκη, όπ.π., σ. 67-68. Παραπέμπει στον Χρ. Περραιβό.
6 Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Ζ΄, Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 567-568.
7 Χατζηαναστασίου Τάσος - Κασιμάτη Μαρία, Πολεμώντας το ’21, οι σημαντικότερες συγκρούσεις του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στη στεριά και τη θάλασσα μέσα από τις πηγές, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2020, σ. 121.
8 Οι πληροφορίες της ενότητας προέρχονται από τη μελέτη του καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Χατζηκυριακίδη Κυριάκου Στ., Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η καπετάνισσα της Ελληνικής Επανάστασης, (Μεταίχμιο, Αθήνα), που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2021.
9 Χατζηαναστασίου - Κασιμάτη, όπ.π., 171-222.
10 Διακάκης, όπ.π., σσ. 354-356.
11 Διακάκης, όπ.π., σ. 270. Γίνεται αναφορά σε οθωμανική πηγή που επιβεβαιώνει την υποδούλωση γυναικών και κοριτσιών που ακολουθούσε την είσοδο οθωμανικών δυνάμεων σε χριστιανικές κατοικημένες περιοχές.
12 Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Πολιτιστικές Εκδόσεις, Αθήνα 2004, τ. Β’, σσ. 134-140.
13 Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Στ΄, Εκδ. Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 138-139.
14 Μακρυγιάννη στρατηγού, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Μπάυρον, Αθήνα [χ. χ.] σ. 309. Στη συνέχεια ο Μακρυγιάννης με τους άντρες του θα τιμωρήσουν τους άρπαγες καλογέρους μ’ έναν… γενναίο παραδοσιακό ξυλοδαρμό.
15 Χατζηαναστασίου - Κασιμάτη, όπ. π., σσ. 95-96.
16 Ιδιαίτερα επικριτικός για τις σφαγές αμάχων ο Βρετανός ιστορικός Τζώρτζ Φίνλεϊ, (Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, μτφ. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, τ. Α΄, Το Βήμα, Αθήνα 2021, σσ. 202, 228, 232 (ενδεικτικά). Κατά τον Βακαλόπουλο, που αναφέρει επίσης τις σφαγές, ο Φίνλεϊ «δεν ομιλεί εξίσου αυστηρά για τις ωμότητες των Τούρκων». (Βακαλόπουλος όπ.π., τ. Ε΄, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 394.)
17 Διακάκης, όπ.π., σ. 48.
18 Βακαλόπουλος όπ.π., σσ. 747, 767-768. Ανάμεσα σ’ αυτούς που «περνούσαν ευχάριστες ώρες με τη συντροφιά ωραίων Τουρκισσών» και ο εισηγητής του νόμου κατά της δουλείας, Μαυροκορδάτος, σύμφωνα με ξένο συγγραφέα. Βλ. Βακαλόπουλος, όπ.π., σ. 765.
19 Βακαλόπουλος Απόστολος Ε, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. ΣΤ΄, Εκδοτικός οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 11.
20 Διατύπωση του Γιώργου Σεφέρη. Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση», Δοκιμές, τ. Α΄, Ίκαρος, Αθήνα 1992στ, σ. 147.
21 Βλ. και τις παρατηρήσεις του Γ. Καραμπελιά στο βιβλίου του: Το δημοτικό τραγούδι, Εναλλακτικές εκδόσεις, Αθήνα 2017, σσ. 57-58.
22 Γίνεται αναφορά στην πυρπόληση των πολυτελών κατοικιών του Κιαμίλ-μπεη με διαταγή του Παπαφλέσσα κατά την α΄ πολιορκία της Κορίνθου, τον Απρίλιο του 1821.
23 Δημοσιεύεται και στα απομνημονεύματα του Φωτάκου, του υπασπιστή του Κολοκοτρώνη, βιβλίο 2ο, κεφ. ΙΔ΄, σ. 155.
24 Χατζηαναστασίου - Κασιμάτη, όπ.π., σσ. 119-120.
25 Διακάκης όπ.π., σ. 375, υποσ. 116.
26 Βυζάντιος Χρήστος, Η ιστορία του τακτικού στρατού, 1821-1833, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Εισαγωγή, επιστημονική επιμέλεια, σχόλια: Θεοτοκάς Νίκος - Τζάκης Διονύσης, Αθήνα 2021, σ. 272, υποσ. x I ix..
27 Διακάκης, όπ. π., σ. 243.