Η επιτυχία του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, που γιορτάζει εφέτος 25 χρόνια λειτουργίας, αποτυπώνεται κατ’ αρχάς στην επισκεψιμότητα, καθώς υποδέχεται ετησίως κατά μέσο όρο 1 εκατ. επισκέπτες.
Το Guggenheim με την εξαιρετική αρχιτεκτονική, ένα από τα γνωστότερα μουσεία μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης στην Ευρώπη, αναδείχθηκε σε σημαντικό κόμβο φιλοξενώντας έργα καλλιτεχνών όχι μόνο από τη Χώρα των Βάσκων, αλλά και κολοσσών της παγκόσμιας τέχνης μεταξύ των οποίων ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι.
Η μεγαλύτερη κληρονομιά ωστόσο, του Μουσείου είναι αναμφισβήτητα ο ευρύτερος αντίκτυπος του στη ζωή της ισπανικής πόλης που βρίσκεται στα βόρεια της χώρας, φαινόμενο που έχει γίνει γνωστό ως «The Guggenheim effect».
Στη δεκαετία του 1900, ο χαμηλής περιεκτικότητας σε φώσφορο σίδηρος, που εξορυσσόταν από τους λόφους της περιοχής και μεταφερόταν μέσω του ποταμού Νερβιόν που διασχίζει την πόλη, μεταμόρφωσε το Μπιλμπάο σε βιομηχανική δύναμη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η πόλη προμήθευε τη Βρετανία, καλύπτοντας τις ανάγκες της σε σιδηρομετάλλευμα κατά τα δύο τρίτα, ενώ τις δεκαετίες που ακολούθησαν κάλυπτε το ένα πέμπτο των αναγκών παγκοσμίως σε χάλυβα.
Αλλά στα τέλη του 20ου αιώνα, η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει και η εικόνα του Μπιλμπάο ήταν αυτή μίας παρηκμασμένης βιομηχανικής πόλης, με ερημιά και ρύπανση, ενώ τόσο η πόλη όσο και η ευρύτερη περιοχή ήταν συχνά στόχος τρομοκρατικών επιθέσεων της βασκικής αυτονομιστικής οργάνωσης ETA.
Ο Βάσκος συγγραφέας Jon Juaristi περιέγραφε το Μπιλμπάο ως «την λιγότερο φιλόξενη πόλη σε όλη την Ισπανία».
Όταν έπεσε στο τραπέζι η ιδέα για ένα νέο μουσείο στο Μπιλμπάο, διευθυντής του δικτύου μουσείων του Ιδρύματος Solomon R Guggenheim στη Νέα Υόρκη, που επιδίωκε την επέκταση στο εξωτερικό, ήταν ο Τόμας Κρενς.
«Με προσέγγισαν οι Βάσκοι θέτοντας το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να αλλάξουν την παρανόηση ότι ήταν διάσημοι μόνο για την τρομοκρατία και το χάντμπολ Τζάι Αλάι», είχε πει στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Πάντι Γουντγουόρθ. «Τους είπα ότι πρέπει να χτίσουν το σπουδαιότερο κτίριο του αιώνα».
Το κτίριο που επρόκειτο να ανεγερθεί στην όχθη του ποταμού, ανέλαβε να σχεδιάσει ο Καναδός βραβευμένος αρχιτέκτονας Φρανκ Γκέρι.
Το πρότζεκτ προκάλεσε αντιδράσεις, σε μεγάλο βαθμό λόγω του κόστους -100 εκατομμύρια δολάρια μόνο για το κτίριο- δαπάνη που καλύφθηκε από τις τοπικές αρχές. Για το Ίδρυμα Guggenheim, το οποίο απλώς δάνειζε το όνομά του και τα έργα τέχνης του, ο κίνδυνος ήταν σημαντικά μικρότερος.
Όμως το στοίχημα απέδωσε.
Όπως λέει η αμερικανικής καταγωγής επιμελήτρια του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, Λέκα Χάιλμαν Γουάιτολερ το μουσείο «έκανε τους κατοίκους και την κυβέρνηση και όλους όσοι βρίσκονται στα κέντρα αυτών των αποφάσεων να στρέψουν το βλέμμα στο ποτάμι», προσθέτοντας ότι όταν άνοιξε το μουσείο η πόλη κυριολεκτικά καθάρισε.
Η νέα, υπερμοντέρνα κατασκευή έγινε πόλος έλξης των τουριστών σε μεγάλους αριθμούς. Τα νέα έσοδα ενθάρρυναν την αναγέννηση της παραποτάμιας πόλης, ενώ άρχισαν να λειτουργούν νέα μπαρ, καφέ και άλλες επιχειρήσεις, πολλές από αυτές hi-tech. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στο Μπιλμπάο έξι εστιατόρια βραβευμένα με αστέρια Michelin σε μια πόλη με πληθυσμό μόλις 350.000 κατοίκων. «Σε πολύ, πολύ σύντομο χρονικό διάστημα άλλαξε ολόκληρο το πρόσωπο του Μπιλμπάο», λέει η Γουάιτολερ.
Ορισμένοι θεωρούν ότι το γεγονός πως η αρχιτεκτονική του κτιρίου τραβάει την προσοχή υπονομεύει τον ρόλο του μουσείου. Ο κριτικός Χαλ Φόστερ είχε πει ότι ο Γκέρι «έδωσε στους πελάτες του πάρα πολλά σε σχέση με αυτά που ήθελαν, έναν υπέροχο χώρο που κατακλύζει τον θεατή».
Το Μουσείο μετράει 25 εκατ. επισκέπτες από το 1997 οπότε και άνοιξε τις πύλες του, που σημαίνει ότι η τοπική κυβέρνηση και οι κάτοικοι της πόλης δεν παραπονούνται, ακόμη κι αν οι αριθμοί οφείλονται στο κτίριο και λιγότερο στο ενδιαφέρον για την τέχνη αυτή καθαυτή.
Με πληροφορίες από BBC