Η συγκαιρινή περίπτωση της επαναφοράς του ζητήματος αποστρατικοποίησης των Αιγαικών νησιών προβάλλεται ως ανταπάντηση της Άγκυρας στα διεθνή θεσμικά φόρα έναντι των αυταπόδεικτων ελληνικών επιχειρημάτων περί του αδιαμφισβήτητου της εδαφικής κυριαρχίας.
Όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται σε απαντητική επιστολή της Τουρκίας προς τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (Η.Ε.) «η προσπάθεια της Ελλάδας να υποβαθμίσει τις νομικές της υποχρεώσεις και να ευτελίσει το αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου είναι, τουλάχιστον, απογοητευτική». Προσημειώνοντας το ζήτημα της παραβίασης των διατάξεων αποστρατικοποίησης της Συνθήκης Ειρήνης της Λοζάνης του 1923 (ή οποία περιλαμβάνει τη Σύμβαση της Λοζάνης του 1923 σχετικά με το καθεστώς των Στενών) και της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1947 από την Ελλάδα, προβάλλεται ως ένα άμεσα ζημιωθέν κράτος, το οποίο «δικαιούται, στη νομική σχέση μεταξύ της Ελλάδας και της ίδιας, να αμφισβητήσει την αντίθεση έναντι της Τουρκίας του κυριαρχικού τίτλου της Ελλάδας (και των θαλάσσιων δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτόν) στα νησιά. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτός ο τίτλος κυριαρχίας έχει, από τη δεκαετία του 1960, επιβαρυνθεί ως αποτέλεσμα των πράξεων της Ελλάδας για στρατιωτικοποίηση των εν λόγω νησιών, κατά ουσιώδη παραβίαση των υποχρεώσεων της Ελλάδας από τη συνθήκη».
Αναδιφώντας στην ιστορική διαχρονία παρατηρούμε ότι η Τουρκική διαμφισβήτηση των αναγνωρισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας μέσα από διεθνείς συνθήκες, εκκινά από τη δεκαετία του 50’ όταν η Άγκυρα έθεσε, εντός της Βορειοατλαντικής συμμαχίας, ζήτημα αποστρατικοποίησης των ελληνικών νησιών του Αιγαίου με αφορμή την εγκατάσταση νατοϊκών υποδομών στη Λέρο.
Η ουδετεροποίηση των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου από κάθε είδους στρατιωτικών ή επιχειρησιακών αναγκών της Βορειοατλαντικής συμμαχίας επισημαίνεται στην επιστολή του πρώτου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Χάστινγκς Ισμέι, προς όλους τους μονίμους αντιπροσώπους της Συμμαχίας:
«Θα ενθυμείστε ότι τον Δεκέμβριο του 1953, το (Βορειοατλαντικό) Συμβούλιο είχε εγκρίνει, υπό το Πέμπτο Μερίδιο (Slice) του Προγράμματος Υποδομών, 436.000 στερλίνες για την κατασκευή υπογείων αποθηκευτικών εγκαταστάσεων για καύσιμα (POL) και πυρομαχικά στη νήσο Λέρο. […] μετά την αρχική έγκριση των δαπανών και αφού είχε ξεκινήσει η κατασκευή των εγκαταστάσεων, ηγέρθη το ερώτημα περί μίας πιθανής σύγκρουσης με τις προβλέψεις της Συμφωνίας Ειρήνης με την Ιταλία (πρόκειται για τη Συνθήκη των Παρισίων), η οποία προβλέπει την αποστρατιωτικοποίηση της Λέρου (Μέρος V, Αρθρο 14). Κυβερνήσεις που ενδιαφέρονται σχετικά, “ένιωσαν ότι είναι αναγκαίο να επανεξεταστούν τα έργα υποδομής στη Λέρο υπό την οπτική της ανάπτυξης μίας φόρμουλας που θα μπορούσε στο μεσοδιάστημα να ικανοποιήσει τις στρατιωτικές ανάγκες του ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα θα απεφεύγετο μία σύγκρουση με τη Συνθήκη”».
Η αποδοχή του τουρκικού αιτήματος από το συμβούλιο της Βορειοατλαντικής συμμαχίας θα οδηγήσει στην υιοθέτηση ανάλογης πολιτικής στάσης ως προς την εγκατάσταση νατοϊκών υποδομών στη Λήμνο το 1965, το 1968 και το 1980. Το 1968 η Τουρκία έγειρε ζήτημα για τη στρατικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, ενώ το 1973 διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία ελληνικών στρατευμάτων σε Λήμνο, Σαμοθράκη, Χίο, Λέσβο, Σάμο και Δωδεκάνησα.
Ωστόσο από το 1974 και ύστερα, μετά την έξοδο της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας, οι Τουρκικές αιτιάσεις διευρύνονται με την συμπερίληψη του ζητήματος του επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίου στα πλαίσια του σχεδιασμού των Νατοϊκών ασκήσεων.
Για παράδειγμα στις 15 Αυγούστου του 2006 ο ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη (SACEUR), στρατηγός Τζέιμς Τζόουνς, εξέδωσε την «οδηγία πολιτικής του [Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης] SHAPE για τα Νησιά του Αιγαίου» με κύριους αποδέκτες τους νατοικούς διοικητές στην Νάπολη, στην Αθήνα και στην Άγκυρα. Με τη εν λόγω οδηγία αφενός αποκλείονται από στρατιωτικές ασκήσεις ή άλλες δραστηριότητες του ΝΑΤΟ εν καιρώ ειρήνης «εκείνα τα νησιά του Αιγαίου, των οποίων το καθεστώς στρατιωτικοποίησης περιορίζεται από Συνθήκες, και αφετέρου επιβεβαιώνεται η «μοναδική περίπτωση» της Λήμνου. «Με βάση προηγούμενη οδηγία του γενικού γραμματέα και πολιτικές και διαδικασίες του SHAPE που υιοθετήθηκαν και με συνέπεια εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1980» ισχύουν τα κάτωθι:
«Έργα στη Λήμνο δεν θα υποβληθούν για νατοϊκή χρηματοδότηση.
Ασκήσεις και άλλες νατοϊκές δραστηριότητες εν καιρώ ειρήνης δεν θα διεξαχθούν χρησιμοποιώντας τη Λήμνο και τις δυνάμεις ή τις εγκαταστάσεις σε αυτήν.
Δυνάμεις στη Λήμνο οι οποίες προσφέρθηκαν στο ΝΑΤΟ θα συμπεριληφθούν σε συμμαχικές επιχειρήσεις (ACO ORBAT), αλλά ο SACEUR δεν θα αναλάβει τη διοίκηση αυτών των δυνάμεων μέχρι ένταση ή κρίση ενεργοποιήσουν το σύστημα συναγερμού του ΝΑΤΟ.
Εφόσον απαιτηθεί με βάση εμπεριστατωμένη στρατιωτική εκτίμηση, η Λήμνος και/ή οι δυνάμεις και οι εγκαταστάσεις της ίσως χρησιμοποιηθούν στον ενδεχόμενο πολεμικό σχεδιασμό».
Υπό αυτό το πρίσμα, το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του βορείου και ανατολικού Αιγαίου εντάσσεται στις διεθνείς θεσμικές ελληνοτουρκικές διαφορές και αποκαλύπτει (κατά τις τουρκικές αιτιάσεις) τη διαμφισβήτηση των δικαιωμάτων-υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Ελλάδα μέσα από διεθνείς συνθήκες. Στην προκειμένη περίπτωση αναφερόμαστε στη νομική-πολιτική ερμηνεία των Συνθηκών Ειρήνης της Λοζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) καθώς και τη Σύμβασης της Λοζάνης για το καθεστώς το Στενών (1923).
Υπό το γράμμα των διεθνών συνθηκών το νομικό καθεστώς πλήρους ή μερικής αποστρατικοποίησης εφαρμόζεται ως εξής∙ Για τα νησιά Λήμνος, Σαμοθράκη, Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες (1923), σύμφωνα με τα άρθρα 4, 6 και 7 της Συμβάσεως περί του καθεστώτος των Στενών της Λοζάνης (1923) προβλέπεται καθεστώς ουδετεροποίησης.
Αντίστροφα για τα νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία προβλέπεται μερική αποστρατικοποίηση (άρθρο 13 συνθήκη Λοζάνης) με περιορισμούς στον αριθμό των στρατιωτών και στη δημιουργία ναυτικών βάσεων και οχυρωματικών έργων (δεν περιλαμβάνονται αεροπορικές βάσεις, ούτε άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις όπως ραντάρ).
Τέλος για τα Δωδεκάνησα προβλέπεται πλήρης αποστρατικοποίηση κατά το γράμμα του άρθρου 14 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (1947): «Aι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι».
Στο πλαίσιο της ανωτέρω περιγραφής δύναται να πραγματωθεί ο εμπειρικός έλεγχος των αιτιάσεων-επιχειρημάτων της Ελλάδας ως προς την αναφυόμενη πολιτικoστρατηγική της αναγκαιότητα για την επαναστρατικοποίηση των προαναφερθέντων νησιών του Αιγαίου. Ειδικότερα, η νομική-πολιτική βάση των ελληνικών επιχειρημάτων εδράζεται:
Α. Στο δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Σύμφωνα με τον Χάρτη των Η.Ε. (άρθρο 2 παρ. 4) τόσο η επίθεση όσο και η απειλή επίθεσης συνιστούν παράνομες πράξεις. Παρεπόμενα, στην απειλή επίθεσης της Τουρκίας η Ελλάδα ενισχύει την αμυντική της ικανότητα, ιδιαίτερα στα όμορα προς την Τουρκία ελληνικά νησιά.
Β. Στη θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων. Προϋποτιθέμενη συνθήκη για την ύπαρξη και λειτουργία ενός καθεστώτος αποστρατικοποίησης είναι η διατήρηση της ειρήνης-ασφάλειας, ήτοι με διεθνοπολιτικούς όρους η διατήρηση της ισορροπίας ισχύος-συμφερόντων. Συνεπαγόμενα, η προηγηθείσα πολιτικοστρατιωτική πράξη της Τουρκίας, εισβολή-κατοχή του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και η αναθεωρητική πολιτική της συμπεριφορά στο Αιγαίο –απειλή casus-belli– συνωθούν σε μια θεμελιώδη μεταβολή των περιστάσεων λόγω έμπρακτης διαμφισβήτησης του status-quo.
Γ. Στη θεωρία των αντιποίνων. Στην προπαρασκευή επίθεσης της Τουρκίας, που συνιστά έκνομη πολιτική πράξη, η Ελλάδα αντιτάσσει προπαρασκευή άμυνας. Εάν τώρα και η προπαρασκευή άμυνας, συνιστά έκνομη πράξη, στην περίπτωση της Ελλάδας ενέχει χαρακτήρα αντιποίνων και παύει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, να αποτελεί παράνομη πράξη εφόσον αποσκοπεί στην ανάσχεση της προηγούμενης έκνομης τουρκικής ενέργειας.
***
τΤου Διονύση Τσιριγώτη, Επίκουρου Καθηγητή, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Πρώτη δημοσίευση στο imerazante.gr