Ήταν μεσημέρι, τέλη Οκτωβρίου του 1996. Ο ήλιος ακόμα τσουρούφλιζε στο κολυμβητήριο του ΟΑΚΑ, και τα τζιτζίκια έκαναν πάρτι. Είχα αναζητήσει καταφύγιο στον τοίχο για να ξαποστάσω μετά από ένα αερόβιο κομμάτι ενός χιλιομέτρου, όταν, στην διπλανή διαδρομή, είδα ένα παιδάκι γύρω στα δέκα να έχει το βλέμμα του καρφωμένο στο υπερπέραν. Το κοίταξα πιο προσεκτικά, προσπαθώντας να είμαι όσο διακριτικός γίνεται. Τα μάτια του λαμπύριζαν, λες και έβλεπε κάποιο περίεργο όραμα. Κι ύστερα άκουσα μια σφυρίχτρα, και το παιδάκι εκσφενδονίστηκε κάτω απ’ το νερό σε θέση προσθίου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, το είδα και πάλι να αναδύεται στην επιφάνεια χτυπώντας τα πόδια και τραβώντας νερό με τα χέρια. Η πλευστότητά του και η υδροδυναμική του ευθυγράμμιση ήταν απερίγραπτη. Προσπάθησα να το ακολουθήσω για να θαυμάσω αυτή τη σκανδαλώδη τεχνική, αλλά το παιδάκι είχε ήδη εξαφανιστεί στην άλλη άκρη της πισίνας.
Την επόμενη μέρα και για τα επόμενα έξι χρόνια, το παιδάκι προπονούνταν πάντα στην διπλανή διαδρομή. Μια κυρία με μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες και κατάμαυρα μαλλιά το συνόδευε πάντα, πηγαίνοντας πέρα δώθε όσο αυτό κολυμπούσε. Και λίγο πιο πίσω, ένας κύριος που τον έλεγαν Ζόλταν. Ούγγρος εξ’ Ουγγαρίας, που έλεγε και η Μαντάμ Σουσού, προπονητής κολύμβησης και μέντορας του ανήλικου ειδώλου μου. Η κυρία με τις γόβες αποκαλούσε το παιδάκι Ρωμανό, και σύντομα έμαθα το πλήρες του όνομα: Ρωμανός Ιάσων, ένα κράμα μάλλον Βυζαντίου και Αρχαίας Ελλάδας. Ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης, ή ο Ιάσονας που πήγαινε στην Κολχίδα να βρει το χρυσόμαλλο δέρας.
Οι περίοικοι του κολυμβητηρίου —φίλοι «επιφανείς» και άσπονδοι— δεν άργησαν να εκτοξεύσουν το δηλητήριό τους για τις δόξες του Βυζαντίου και των αρχαίων ημών:
«Δεν κολυμπάει σε ομάδα, κάνει ιδιαίτερες προπονήσεις. Ποιος νομίζει ότι είναι»; έλεγαν κάποιοι, ενώ κάποιοι άλλοι έκοβαν και έραβαν: «Ο Ούγγρος τού κάνει μόνο τεχνική, καθόλου ενδυνάμωση. Χάλια θα πάει στους αγώνες». Όμως εγώ δεν άκουγα τις κακές γλώσσες. Το είδωλό μου, ο Ούγγρος εξ’ Ουγγαρίας και η κυρία με τις ψηλοτάκουνες γόβες ήξεραν καλύτερα. Το μαγικό παιδάκι έσπαγε τους βατήρες, μηδένιζε τα χρονόμετρα, και αποστόμωνε τους περιοίκους με την τεχνική του. Σύντομα, ο φθόνος της γειτονιάς μετατράπηκε σε υγιή ζήλια, κι ύστερα σ’ ένα είδος σεβασμού προς τον ανήλικο ημίθεο του προσθίου. «Ο Ρόμαν κάνει πρόσθιο και περνάει αυτούς που κάνουν ελεύθερο», έλεγαν οι πρώην εχθροί του Βυζαντίου και των αρχαίων ημών, κι εγώ χαιρόμουν που το είδωλό μου βούλωνε τα στόματα με την Ουγγρική του τεχνική.
Η τεχνική όμως κόστιζε. Κόστιζε σε χιόνια, σε βροχές, σε αέρηδες και σε χαλάζι. Το μαγικό παιδάκι γλιστρούσε στο νερό της εξωτερικής πισίνας επί ώρες χωρίς ποτέ να λέει ότι πεινάει, ότι διψάει, ότι κουράστηκε. Δεν παραπονιόταν ούτε κατά τη διάρκεια επίπονων γαλακτικών τεστ-μαρτυρίων στα οποία υποβαλλόταν κάθε τρεις και λίγο, όταν ήταν αναγκασμένος να κάνει εκκινήσεις μέσα στην παγωνιά και να υπόκειται σε δειγματοληπτική αιμοληψία ανά δεκαπέντε λεπτά. Κάθε φορά που ανέβαινε στον βατήρα, τον παρατηρούσα καθώς το στομάχι του έκανε σπασμούς από την εξάντληση. Ο Ρόμαν όμως δεν έβγαζε άχνα. Αντ’ αυτού, άντεχε δύο προπονήσεις την ημέρα: μια τα ξημερώματα στις 5, και μια το απόγευμα. Συχνά τον έβλεπα να κολυμπάει με τα μάτια κλειστά —ένας ονειροπόλος εξ’ επιλογής που έβλεπε όνειρα στον ξύπνιο του γιατί δεν είχε ώρα να κοιμηθεί. Πάντα αναρωτιόμουν αν το ανήλικο είδωλό μου πήγαινε σε παιδικά πάρτι, αν έπαιζε με τους φίλους του ή αν έβλεπε κινούμενα σχέδια στην τηλεόραση. Δεν τόλμησα όμως ποτέ να τον ρωτήσω. Μόνο ένα γεια λέγαμε. Τα είδωλα άλλωστε δεν πρέπει να τα αγγίζεις, γιατί ίσως εξαφανιστούν.
Έξι χρόνια πέρασαν, και το παιδάκι που δεν ήταν πια παιδάκι κάποια μέρα εξαφανίστηκε. Ήταν τέλη Ιουνίου του 2002, ένα μεσημέρι που ο ήλιος χτυπούσε το δέρμα σαν μαστίγιο. Οι τεχνικοί του ΟΑΚΑ άρχισαν ν’ αδειάζουν το νερό απ’ τις πισίνες λόγω της ανακατασκευής του χώρου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Ξεριζωμός. Μάνες αναστέναζαν, κολυμβητές έκλαιγαν, τζιτζίκια βούιζαν. Ο Ρόμαν βγήκε όπως-όπως απ’ την διπλανή διαδρομή, άρπαξε μια πετσέτα κι έτεινε προς τα αποδυτήρια. Η κυρία με τις γόβες, η Τζένη —μητέρα του ειδώλου μου που της είχα προσδώσει το παρατσούκλι «Αυτοκράτειρα Αυγούστα»— μας κοίταξε με αυστηρότητα. «Καλή αντάμωση», μας είπε, κι εξαφανίστηκε.
Εξαφανίστηκα κι εγώ, αναγκαστικά και απροσάρμοστα. Αναζήτησα καταφύγιο με νέο προπονητή στο Παπαστράτειο. Εκεί κολυμπούσα επί μήνες άγρια χαράματα, δίπλα στην ομάδα υδατοσφαίρισης του Ολυμπιακού, η οποία με παρέσυρε πάνω στις διαδρομές με το ωστικό κύμα που δημιουργούσε. Κάθε φορά όμως που έβγαζα το κεφάλι μου απ’ το νερό για να εκπνεύσω, νόμιζα ότι άκουγα τις ψηλοτάκουνες γόβες της Μεγαλειοτάτης, και τα παραγγέλματα σε σπαστά αγγλικά του Ούγγρου εξ’ Ουγγαρίας. Τικ-τακ, οι γόβες, κι ο Ούγγρος εξ’ Ουγγαρίας να φωνάζει: “Faster, faster.”
Την επόμενη φορά που είδα το «παιδάκι» ήταν στο δεύτερο σπίτι μας, το ΟΑΚΑ, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Κι ύστερα στο Πεκίνο, τέσσερα χρόνια αργότερα. Δεν ήξερε ότι ήμουν στις κερκίδες. Δεν ήξερε ότι τον παρακολουθούσα με την ίδια αγωνία, τον ίδιο θαυμασμό και την ίδια στεναχώρια για τον «ξεριζωμό» που μου είχαν επιβάλλει. Δεν κολυμπούσαμε πια σε διπλανές διαδρομές, αλλά όταν ήμουν μέσα στο νερό αισθανόμουν πάντα κάτι αόρατο να με προσπερνάει, και ήξερα ότι ήταν αυτός.
Τον Φεβρουάριο του 2018, στα πλαίσια του Χειμερινού Πρωταθλήματος Ανδρών-Γυναικών, το «παιδάκι» που τώρα είναι 32 χρονών έσπασε και πάλι τα χρονόμετρα στα 100 μέτρα προσθίου. Εκεί, στο ίδιο κολυμβητήριο, στην ίδια διαδρομή που κολυμπούσε και τότε. Μέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια του παιδικού πρωταθλήματος, τα μάτια μου έπεσαν πάνω του. Έδινε οδηγίες στους μικρούς αθλητές του, και ανακάτευε το τσουλούφι του. Με είδε που τον κοιτούσα, και με κοίταξε κι αυτός. «Με θυμάσαι»; τον ρώτησα. «Σε θυμάμαι», μου είπε. «Είσαι αυτός που κολυμπούσα δίπλα του». Τον κοίταξα με απορία. «Εσύ κολυμπούσες δίπλα μου, ή εγώ δίπλα σου»; τον ρώτησα. «Όπως και νά ’χει, το ίδιο νερό μοιραζόμασταν», μου απάντησε. Και τότε κατάλαβα για μια ακόμη φορά γιατί ο Ρωμανός Αλυφαντής είναι είδωλο, και γιατί η γειτονιά δεν τον ξεπέρασε ποτέ!