Προσφάτως διάβασα μια πρόταση που κατέθεσε στη δημόσια σφαίρα δημοτικός σύμβουλος της Αλεξανδρούπολης για τη δημιουργία πολυκέντρου εμπορίου και αναψυχής -“mall”- στο οικόπεδο του παλιού νοσοκομείου της πόλης (εντός του κέντρου της πόλης, βλ. εδώ). Μία πρόταση που ομολογώ ότι θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον αν βρισκόμασταν στην Ελλάδα και την Αλεξανδρούπολη του... 2004 και των Ολυμπιακών Αγώνων. Με αφορμή, λοιπόν, αυτήν θα επιχειρήσω να παρουσιάσω γιατί δεν είναι επωφελής για την πόλη και να δώσω μία αντιπρόταση. Να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο πριν αναπτύξω την επιχειρηματολογία μου ότι δεν έχω οποιαδήποτε σχέση με κάποια παράταξη της πόλης και προβληματισμοί που εκφράζονται καθαρά από την σκοπιά του δημότη.
Η πρώτη παρατήρησή μου ως προς την συγκεκριμένη πρόταση είναι ότι εκφράζει ένα μοντέλο ανάπτυξης παρωχημένο και εν πολλοίς χρεοκοπημένο. To μοντέλο αυτό βασίζεται στην κατανάλωση και στην δημιουργία θέσεων εργασίας χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Μετά από δύο αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις που έπληξαν βάναυσα την αγοραστική δύναμη των πολιτών είναι άκαιρο να συζητάμε για «ανάπτυξη του ταχυφαγείου», περαιτέρω μετατροπή της τοπικής οικονομίας σε «εσπρεσούπολη» (η μοντέρνα έκδοση της “φραπεδούπολης”) και εμπορικού κέντρου Βαλκάνιων και Τούρκων επισκεπτών. Η κρίση του κορονοϊού υπογράμμισε αν μη τι άλλο την αδήριτη ανάγκη να απεξαρτηθούμε από την μονοκαλλιέργεια των υπηρεσιών και της εστίασης που όταν καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό του εθνικού προϊόντος καθιστούν την χώρα ευάλωτη σε σοκ, όπως και συνέβη με την πανδημία. Επιπλέον το μοντέλο αυτό συνηγορεί στη δημιουργία κακοπληρωμένων θέσεων απασχόλησης χωρίς κανένα δέλεαρ για την πλειονότητα των νέων πτυχιούχων. Αποτελεί εν ολίγοις τον ορισμό του μοντέλου που οδηγεί στην μετανάστευση -εσωτερική και εξωτερική- ή αλλιώς το brain drain όπως είναι της μόδας να αποκαλείται. Ας μην ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη που διαθέτει ανάλογη έκταση στο κέντρο της έχει προ ετών απορρίψει οποιαδήποτε πρόταση για δημιουργία εμπορικού κέντρου στο χώρο της ΔΕΘ και κινείται προς την κατεύθυνση του Μητροπολιτικού Πάρκου. Ενώ παράλληλα κάνει βήματα (βλ. εδώ) και προς την δημιουργία τεχνολογικού πάρκου για να δώσει ώθηση στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει και η αντιπρόταση στο συγκεκριμένο μοντέλο η οποία φυσικά απαιτεί όραμα και προσήλωση στον παραγωγικό προσανατολισμό για την πόλη. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η εν λόγω περιοχή θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα συγκρότημα που θα απαρτίζεται από εκκολαπτήριο νεοφυών επιχειρήσεων (Business incubator), design shops για τοπικούς δημιουργούς ρούχων και κοσμημάτων κτλ, τοπικών προϊόντων διατροφής ή και κοινωνικών επιχειρήσεων (Βλ. παλαιότερη αρθρογραφία μου εδώ). Η συγκέντρωση όλων αυτών των παραγωγικών δραστηριοτήτων σε έναν ενιαίο χώρο θα έχει το πλεονέκτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των συμμετεχόντων του επιχειρηματικού οικοσυστήματος αλλά και την δυνατότητα παροχής παράλληλων υπηρεσιών συμβουλευτικής για την ανάπτυξη όλων των επιχειρήσεων του πάρκου. Το συγκεκριμένο σύστημα/πάρκο επιχειρηματικότητας είναι πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες σε πόλεις της Ευρώπης που βίωσαν την αποβιομηχανοποίηση και απέμειναν με κουφάρια εργοστασίων πλησίον του αστικού ιστού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περιοχή Strijp-S στο Αϊντχόφεν της Ολλανδίας όπου τα παλιά εργοστάσια της Philips έχουν ανακαινισθεί για να αποκτήσουν την παραπάνω χρήση. Περισσότερες πληροφορίες στους συνδέσμους εδώ και εδώ.
Φυσικά κανείς δεν ισχυρίζεται ότι η Αλεξανδρούπολη μπορεί να μετατραπεί σε Silicon Valley ή μεταποιητικό κέντρο σε μία δεκαετία. Υπάρχουν όμως σαφή περιθώρια στις τοπικές αρχές (Δήμος, Περιφέρεια, Επιμελητήριο) να ξεκινήσουν με δική τους πρωτοβουλία δράσεις ανάπτυξης ήπιας μεταποίησης και re-branding τοπικών προϊόντων που η κεντρική διοίκηση των Αθηνών θα υποστηρίξει στην πορεία. Είναι απαραίτητο όμως οι δημότες και οι τοπικές αρχές να κάνουν μια στάθμιση μεταξύ των “άμεσων” θέσεων εργασίας (άμεσες φυσικά μόνο σε περίπτωση που παρουσιαστεί επιχειρηματικό ενδιαφέρον) σε πολυεθνικές εταιρείες ρουχισμού και της μακροπρόθεσμης και επίπονης διαδικασίας υποβοήθησης ανάπτυξης παραγωγικού ιστού που θα δημιουργήσει καλύτερη ποιότητα θέσεων εργασίας αλλά σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Η θέση του συγγραφέα είναι προφανής.