ΠΡΑΞΗ Α′
Η εβδομάδα πριν από το Πάσχα ήταν, όπως πάντα, περίοδος αιχμής στην Ιερουσαλήμ το έτος 30. Οι Εβραίοι της Διασποράς, ιδίως οι αλεξανδρινοί, συνωστίζονταν στην πόλη δίπλα στους μόνιμους κατοίκους. Συνέρρεαν και προσκυνητές από τις υπόλοιπες επαρχίες. Το Πάσχα, εορτή της απελευθέρωσης των αρχαίων Εβραίων από την τυραννία του Φαραώ, γεννούσε εθνικιστικούς συνειρμούς και μια βαρειά ατμόσφαιρα έντασης ανάμεσα στους ντόπιους της ρωμαιοκρατούμενης Ιουδαίας. Ο ερχομός του κυβερνήτη (praefectus) της επαρχίας, του Ποντίου Πιλάτου, αναμενόταν τις επόμενες μέρες. Όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, κατευθυνόταν θριαμβευτικά η πομπή του—μια σωστή στρατιωτική παρέλαση «άρμασι… και ίπποις»—δυτικά προς τον μεγάλο ναό των Εβραίων. Η έλευσή του ήταν επίδειξη ισχύος και τακτική εκφοβισμού προς αποτροπήν των εξεγέρσεων.
Αλλά να που εισέρχεται εκείνη την ημέρα του Απριλίου—από ανατολική κατεύθυνση—πρώτος ο Ιησούς, καβάλα πάνω σε ένα γαϊδουράκι πέντε μηνών, που δεν είχε ποτέ δεχθεί ανθρώπινο φορτίο. Το υποζύγιο, το οποίο (όσο περίεργο και αν μας φαίνεται) ήταν μεταφορικό μέσο πολυτελείας στην Παλαιστίνη και συνάμα βιβλικό σύμβολο ειρήνης, το δανείστηκαν δύο μαθητές του από έναν χωρικό κοντά στο Όρος των Ελαιών. Κάποιοι έβαλαν τα ιμάτιά τους πάνω στο ζώο για να καθίσει ο επιφανής επισκέπτης. Άλλοι, αλλόφρονες, έστρωσαν κατά μήκος του δρόμου κλαδιά με πυκνές φυλλωσιές, άλλοι κάλυψαν τη διαδρομή με τα ιμάτιά τους. Έτρεχαν μπροστά και πίσω από τον καβαλάρη παιδιά και μεγάλοι, κραυγάζοντας «Ωσαννά», δηλ. «Βόηθησέ μας τώρα», «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου!». Η πομπή μεγάλωνε καθώς προχωρούσε και υψώνονταν ιαχές, επευφημίες, εκκλήσεις. «Σώσε μας! Σώσε μας από τον Πιλάτο, γύρισέ μας στις δόξες των προγόνων μας». Ήταν μια υποδοχή που ένας σύγχρονος θεολόγος συνέκρινε με την πανηγυρική υποδοχή του Νέλσον Μαντέλα ή του Μαχάτμα Γκάντι από τους συμπολίτες τους σε μεσσιανικές στιγμές. Το γαϊδουράκι πορευόταν δειλά, σαστισμένο από την πάνδημη σύγχυση. Αν περνούσε κανένας Ρωμαίος εκείνη τη στιγμή θα τον διασκέδαζε η γαϊδουροπομπή, η οποία θύμιζε παρωδία της προγραμματισμένης μεγαλειώδους παρέλασης του Πιλάτου με το ιππικό του.
ΠΡΑΞΗ Β′
Στη διάρκεια της συνοπτικής, ως φαίνεται, διαδικασίας, ο Πιλάτος ανέκρινε τον Ιησού στα ελληνικά, τη διοικητική lingua franca της ανατολικής Μεσογείου, γιατί δεν γνώριζε αραμαϊκά― ούτε θα καταδεχόταν να τα μιλήσει, ακόμη και αν τα γνώριζε. Σιχαινόταν τη γεμάτη λαρυγγισμούς γλώσσα των υποτελών του σχεδόν όσο απεχθανόταν την θρησκεία τους. Ο Ιησούς απήντησε τηλεγραφικά στα ελληνικά, που είχε μάθει στην εξελληνισμένη και δίγλωσση, σε μεγάλο βαθμό, Γαλιλαία. «Σὺ εἷ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ο Πιλάτος τόνισε την προσωπική αντωνυμία «Σὺ» με σκωπτικό ύφος, ο δε Ιησούς πρόφερε την αντωνυμία στην απόκρισή σου με έμφαση: «Σὺ λέγεις».
Η δικαστική παρωδία έληξε αρκετά σύντομα, χωρίς μάρτυρες υπεράσπισης. Στο τέλος ο Πιλάτος, αφού αμνήστευσε τον αντιστασιακό Βαραββά (ο οποίος ίσως ονομαζόταν Ιησούς Βαραββάς), καταδίκασε τον Ιησούν βάσει της lex Iulia maiestatis, του νόμου περί εσχάτης προδοσίας.
Διέταξε να γυμνωθεί ο ένοχος και να μαστιγωθεί. (Το μαστίγιο, το λεγόμενο flagellum, ήταν δερμάτινο λουρί με κομμάτια μόλυβδου. Μετά τη μαστίγωση δεν ήταν σπάνιο να υποκύψει στα τραύματά του ο αιχμάλωτος). Εν συνεχεία φρουροί προσήγαγαν τον αλυσοδεμένο Ιησού από την οικία του αρχιερέα Καϊάφα στην αυλή των ανακτόρων του Πιλάτου—του πραιτωρίου. (Η έδρα του ήταν η Καισάρεια, αλλά όταν επισκεπτόταν τη Ιερουσαλήμ, έμενε στο πραιτώριο). Τότε άρχισαν τα «όργανα της τάξεως» να εμπαίζουν τον Χριστό δημοσίως. Είναι άγνωστο πόσοι στρατιώτες απάρτιζαν αυτή τη «σπείρα», αλλά υπό ομαλές συνθήκες μία σπείρα περιελάμβανε 600 λεγεωνάριους.
Ο Ευαγγελιστής Μάρκος (15: 16 κ.ε.) καταγράφει ως εξής αυτή την διαβόητη περίπτωση αστυνομικής βίας και διεστραμμένου χιούμορ:
[16] « Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν·
[17]καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον,
[18]καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων·
[19]καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ.
[20]καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν».
Οι στρατιώτες υπέβαλαν τον κρατούμενο σε μια γκροτέσκα παρωδία της βασιλικής στέψεως. Η προσφώνησή τους «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων» παρωδούσε τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό χαιρετισμό «Salve, Caesar!». Τον χτυπούσαν με ένα καλάμι—το δήθεν σκήπτρο του―, υποκλίνονταν μπροστά του και έπειτα, αντιστρέφοντας τη φιλοφρόνηση, τον έφτυναν. Το πρόσωπό του γέμισε σάλια. Μετά την περιένδυση του Ιησού με τη βασιλική πορφύρα και με ένα αυτοσχέδιο ακάνθινο στέμμα, κακέκτυπο του στέμματος ενός τοπικού μονάρχη της Ελληνιστικής περιόδου, τον έντυσαν τα κανονικά του ιμάτια.
Σταυρώθηκε την Παρασκευή, περί το μεσημέρι, μέσα στο λιοπύρι, πιθανώς στoυς πρόποδες του λόφου Γολγοθά, εκτός των τειχών της Ιερουσαλήμ. Αν τηρήθηκαν τα ρωμαϊκά έθιμα, ο καταδικασθείς αναρτήθηκε ολόγυμνος στον σταυρό. (Αν όμως οι αρχές σεβάστηκαν τις ευαισθησίες των Εβραίων οικείων, θα έφερε ένα μικρό ιμάτιο).
Η τιμωρία του ανασκολοπισμού— της «ανασταύρωσης»—αποσκοπούσε στον έσχατο εξευτελισμό, τον εκμηδενισμό της ανθρώπινης αξίας του κατάδικου. Οι Ρωμαίοι επεφύλασσαν τη σταύρωση ιδιαίτερα για τους δούλους και τους προδότες. Την ίδια μέρα, αργά το απόγευμα (και σίγουρα πριν από τη δύση του ηλίου), ετάφη ο Ιησούς σ’ έναν τάφο λαξευμένο σε βράχο ασβεστόλιθου, ένα είδος μικρού σπηλαίου.
ΠΡΑΞΗ Γ′
Την μεθεπομένη, την Κυριακή «λίαν πρωί» οι δύο Μαρίες (η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η του Ιακώβου) και η Σαλώμη, οι οποίες παρακολούθησαν από μακριά τη Σταύρωση, πήγαν στον τάφο. Είχαν σκοπό να αλείψουν το κεφάλι του νεκρού με «αρώματα» για να αναχαιτίσουν τη δυσωδία της σήψης, αλλά ίσως και για να τον χρίσουν ως Μεσσία. Όλοι μας γνωρίζουμε την κατάληξη της εξιστόρησης του Μάρκου (16: 1-8). Είδαν οι τρεις γυναίκες (οι οποίες σε αντίθεση με τους μαθητές δεν κρύφτηκαν) ότι κάποιος είχε αποκυλίσει τον λίθο στο στόμιο του τάφου. Ένας λευκοντυμένος νεανίας (ένας άγγελος;) ανήγγειλε μέσα από τον τάφο την Ανάσταση, η οποία είχε ήδη συμβεί: «Οὐκ ἔστιν ὧδε». Οι τρεις γυναίκες έφυγαν βιαστικά, τρομοκρατημένες και άφωνες. Οι πρώτοι μάρτυρες του κενού τάφου ήσαν γυναίκες, κάτι που ανέτρεψε την εγχώρια νομική και κοινωνική πραγματικότητα. Παρόλο που κατά τον ιουδαϊκό νόμο λογιζόταν άκυρη η μαρτυρία μιας γυναίκας, οι τρεις επιφορτίστηκαν με το καθήκον να ανακοινώσουν την Ανάσταση στους μαθητές του Ιησού στη Γαλιλαία. Αν δεχθούμε την αναγγελία που άκουσαν οι γυναίκες, τότε εκείνον τον Απρίλιο του έτους 30 ανατράπηκε για πάντα και η φυσική κανονικότητα.