Οι οργανώσεις αυτές είναι οι εξής:
ΡΚΚ
Οι Κούρδοι ζουν σε μια περιοχή που «πιάνει» τα σύνορα του Ιράκ, του Ιράν, της Συρίας, της Τουρκίας και της Αρμενίας. Στην Τουρκία αποτελούν το 20% του πληθυσμού. Το ΡΚΚ (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν) ιδρύθηκε το 1978, με σκοπό τη δημιουργία κουρδικού κράτους στη νοτιοανατολική Τουρκία. Άρχισε ένοπλο αγώνα εναντίον της Τουρκίας το 1984, μία σύγκρουση στην οποία έχουν σκοτωθεί πάνω από 40.000 άνθρωποι. Δυτικές κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και η ΕΕ, το χαρακτηρίζουν τρομοκρατική οργάνωση.
Η σύγκρουση επεκτείνεται στο βόρειο Ιράκ, όπου η Τουρκία τακτικά επιτίθεται σε στόχους που χαρακτηρίζει ως στρατόπεδα και αποθήκες όπλων του ΡΚΚ. Επίσης επεκτάθηκε στη Συρία όταν η χώρα βυθίστηκε στον πόλεμο από το 2011 και αναδείχτηκε μια ένοπλη οργάνωση, τα YPG.
YPG
Τα YPG, ή αλλιώς Μονάδες Προστασίας του Λαού, εδραιώθηκαν στη βόρεια Συρία, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, νωρίς στον πόλεμο της Συρίας. Η οργάνωση συμμετείχε σε έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και έγινε η αιχμή του δόρατος μιας μεγαλύτερης πολιτοφυλακής, των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ. Η Τουρκία λέει πως YPG και ΡΚΚ είναι ένα και το αυτό, και θεωρεί το προπύργιο στη Συρία ως απειλή εθνικής ασφαλείας. Αν και η Τουρκία χαρακτηρίζει τις YPG τρομοκρατική οργάνωση, αυτό δεν ισχύει για τις δυτικές κυβερνήσεις. Οι αμερικανικές σχέσεις με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις έχουν ενοχλήσει την Άγκυρα και αποτελούν πηγή εντάσεων για χρόνια, με την Τουρκία να ενοχλείται ιδιαίτερα από το ότι οι ΗΠΑ προμηθεύουν την οργάνωση με όπλα.
Η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει εισβολές στη βόρεια Συρία, και μία εξ αυτών, το 2019, οδήγησε τη Φινλανδία και τη Σουηδία στην απαγόρευση κάποιων πωλήσεων όπλων στην Τουρκία. Η άρση της είναι μία από τις απαιτήσεις της Άγκυρας.
Γκιουλενιστές
Πέρα από τους Κούρδους, η Τουρκία διαμαρτύρεται και για το ότι χώρες της Δύσης παρέχουν καταφύγιο σε υποστηρικτές του ισλαμιστή κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος βρίσκεται στις ΗΠΑ και η οργάνωση του οποίου («Hizmet») κάποτε είχε μεγάλη επιρροή στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, τη Δικαιοσύνη και την παιδεία.
Η Τουρκία κατηγορεί τους Γκιουλενιστές πως ενορχήστρωσαν την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Έκτοτε πάνω από 60.000 άνθρωποι στις ένοπλες δυνάμεις, τη Δικαιοσύνη, τις δημόσιες υπηρεσίες και την παιδεία έχουν τεθεί υπό κράτηση ή αναστολή, ή διερευνώνται για σχέσεις με την οργάνωση.
Τι θέλει η Τουρκία
Η Τουρκία λέει πως το Ελσίνκι και η Στοκχόλμη δεν ικανοποίησαν τα αιτήματά της για έκδοση «δεκάδων τρομοκρατών» μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια, περιλαμβανομένων ατόμων που συνδέονταν τόσο με το ΡΚΚ όσο και με τον Γκιουλέν. Η Τουρκία λέει πως δεν θα δει θετικά την ένταξή των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ εκτός αν επιδείξουν ξεκάθαρα συνεργασία στη μάχη κατά της τρομοκρατίας και άλλα ζητήματα, και προβούν σε άρση του εμπάργκο όπλων.
Όπως αναφέρει το Reuters, ο Ερντογάν μίλησε στους ηγέτες των χωρών αυτών το Σάββατο, λέγοντας στη Σουηδή πρωθυπουργό Μαγκνταλένα Άντερσον πως η Άγκυρα περιμένει χειροπιαστά βήματα ως προς τους προβληματισμούς τους, και στον Φινλανδό πρόεδρο Σαούλι Νιινίστο πως το να μην αντιμετωπίζονται τρομοκρατικές οργανώσεις που αποτελούν απειλή για σύμμαχο στο ΝΑΤΟ δεν ταιριάζει στο πνεύμα της συμμαχίας.
Πολλοί αναλυτές έχουν πει ότι ο Ερντογάν μπορεί να στοχεύει να χρησιμοποιήσει τη συγκυρία αυτή για να πιέσει την Ουάσινγκτον σε κάποια ζητήματα που έχουν επηρεάσει αρνητικά τις σχέσεις τους, περιλαμβανομένης της στήριξης προς τα YPG.
Επίσης, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Politico,εν ενεργεία και πρώην αξιωματούχοι θεωρούν ότι πιθανώς τα κίνητρα της τουρκικής κυβέρνησης να επεκτείνονται και παραπέρα, καθώς ο Ερντογάν διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ για την αγορά νέων μαχητικών F-16, ενώ επίσης ενδεχομένως να βλέπει το θέμα και ως ευκαιρία να «κερδίσει πόντους» στο εσωτερικό, επιδεικνύοντας σκληρή στάση ως προς το ΡΚΚ. Ακόμη, σύμφωνα με τον Γιάαπ ντε Χουπ Σέφερ, πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ, η αποδοχή της Φινλανδίας και της Σουηδίας θα άλλαζε τις ισορροπίες εντός του ΝΑΤΟ, καθώς πρόκειται για δύο δημοκρατικές χώρες με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις που θα ενίσχυαν σημαντικά τις δυνατότητες της Συμμαχίας- η Φινλανδία ενισχύοντας τη ναυτική παρουσία στη Βαλτική και την παρουσία στον Αρκτικό βορρά, και η Σουηδία με την ισχυρή της πολεμική αεροπορία.
Ως προς το θέμα των μαχητικών αεροσκαφών, υπενθυμίζεται πως η Τουρκία ήταν να προμηθευτεί μαχητικά F-35, μα εκδιώχθηκε από το πρόγραμμα λόγω της αγοράς ρωσικών πυραύλων S-400 και επιβλήθηκαν κυρώσεις στην αμυντική της βιομηχανία. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η Άγκυρα άρχισε να εξετάζει την ιδέα αγοράς ρωσικών μαχητικών ενώ έχει δικό της πρόγραμμα ανάπτυξης μαχητικού, μα θέλει επίσης να αναβαθμίσει τον στόλο των F-16 της και να αγοράσει νέα. Το ζήτημα αυτό εκκρεμεί, και ο ντε Χουπ Σέφερ είπε πως ένα από τα τιμήματα ίσως θα ήταν να προχωρήσει η πώληση. Η αμερικανική κυβέρνηση φαίνεται να είναι θετική σε αυτό, με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να υποστηρίζει προσεκτικά το αίτημα, που συζητάται στον Λευκό Οίκο και το Κογκρέσο. Σημειώνεται πως σε δηλώσεις του σε τουρκικά ΜΜΕ ο Τούρκος ΥΠΕΞ, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, είπε πως οι συζητήσεις για το θέμα της πώλησης «προχωρούν θετικά».
Τι λένε η Φινλανδία και η Σουηδία
Στην επικοινωνία της με τον Ερντογάν, η Άντερσον είπε ότι έδωσε έμφαση στο ότι η Σουηδία καλωσορίζει την πιθανότητα συνεργασίας στη μάχη κατά της διεθνούς τρομοκρατίας (σημειώνεται πως η χώρα συμφωνεί με τον χαρακτηρισμό του ΡΚΚ ως τρομοκρατικής οργάνωσης).
Η Φινλανδία έχει πει ότι καταδικάζει την τρομοκρατία σε όλες της τις μορφές και είναι ανοικτή σε συζητήσεις για τους προβληματισμούς της Τουρκίας. Ο Νιινίστο είπε πως είχε «ανοιχτές και ευθείες» συνομιλίες με τον Ερντογάν και συμφώνησαν να συνεχίσουν τον στενό διάλογο.