Τι 30, τι 40, τι 50. Και βέβαια αναφέρομαι σε εκατομμύρια ταξιδιωτών σε μια χώρα που για δεκαετίες δείχνει να εγκλωβίζεται σε ένα παιχνίδι αριθμών, αγνοώντας τα ποιοτικά στοιχεία. Έστω και αν η ΕΛΣΤΑΤ και οι σχετικοί φορείς τουρισμού παραθέτουν στοιχεία που δείχνουν την επικράτηση ενός παρωχημένου, μη αποδοτικού και αναχρονιστικού μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης, έστω και αν υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις, τόσο σε επίπεδο επιχείρησης όσο και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, η συντριπτική πλειοψηφία του τουριστικού κλάδου αλλά και των κρατικών πολιτικών φαίνεται να αναλώνονται σε πρότυπα ανάπτυξης που μάλλον αφορούν αναπτυσσόμενες χώρες και όχι μια ευρωπαϊκή χώρα με παράδοση στη φιλοξενία και την παροχή ανταγωνιστικών υπηρεσιών.
Η λογική του αυτόματου πιλότου όντως λειτούργησε τα προηγούμενα χρόνια και δόμησε μια λογική τουριστικού επιχειρείν σε βάσεις πρόχειρες, κάπως ευκαιριακές και σίγουρα όχι ώριμες με ξεκάθαρη έλλειψη στρατηγικής και υπευθυνότητας. Είναι βέβαιο πως το προφίλ και οι απαιτήσεις του ταξιδιώτη των προηγούμενων δεκαετιών ήταν τέτοια που σε μια χώρα προικισμένη με φυσικές ομορφιές και ιστορία, δεν χρειαζόταν να προσπαθήσεις και πολύ. Με μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση άκουσα τον νέο υπουργό Τουρισμού να μιλάει για έναν νέο προγραμματισμό και όραμα για το τουριστικό προϊόν της Ελλάδας, τέτοιο που δεν θα έχει να κάνει ούτε με την αριθμολαγνεία του να ξεπεραστεί ο κάθε περυσινός αριθμός αφίξεων αλλά και ούτε εκείνος που μας φέρνει σε ανταγωνισμό με τουριστικές αγορές όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Τυνησία.
Το παράδοξο στην Ελλάδα είναι πως ενώ ο αριθμός των επισκεπτών μεγαλώνει διαχρονικά, τα έσοδα από τον τουρισμό δείχνουν μάλλον καθηλωμένα ή τουλάχιστον δεν ακολουθούν μια αντίστοιχη μεγέθυνση. Η εικόνα μας ως τουριστικός προορισμός έρχεται να ερμηνεύσει αυτό το παράδοξο μιας και η δομή του προϊόντος είναι εκείνη που προσελκύει, κατά κύριο λόγο, επισκέπτη με μικρή διάρκεια παραμονής και κυρίως με χαμηλή καταναλωτική δυνατότητα. Εν έτη 2019 δεν μπορούμε να μην λαμβάνουμε επίσης υπόψη ότι η αειφορία του τουρισμού και η βιώσιμη ανάπτυξη των περιφερειών μας είναι επίσης ένα μεγάλο ζητούμενο το οποίο έρχεται σε κόντρα με το παλιό μοντέλο μαζικού τουρισμού που δημιουργεί τεράστιες περιβαλλοντικές οχλήσεις σε κατοίκους και επισκέπτες, υποβαθμίζοντας και την παρεχόμενη τουριστική υπηρεσία. Αλήθεια, η Σαντορίνη αντιμετωπίζεται ακόμα ως ένα παράδειγμα προς μίμηση; O διαρκής αγώνας για την επίτευξη μιας ανάπτυξης που βασίζεται μόνο στον αριθμό των εισερχομένων ατόμων, σε περιοχές με μικρή σεζόν, χωρίς επαρκείς υποδομές και με φθηνές υπηρεσίες μόνο σε τέλμα οδηγούν, κάτι που νομοτελειακά επισπεύδει την απαξίωση.
H Ελλάδα διαθέτει τεράστια και αναξιοποίητα συγκριτικά πλεονεκτήματα στο να δομήσει ένα τουριστικό μοντέλο που θα βασίζεται όχι αποκλειστικά στον ήλιο και τη θάλασσα που είναι από μόνοι τους περιοριστικοί παράγοντες αλλά στον διαφοροποιημένο τουρισμό ο οποίος βασίζεται σε αρχέγονη παράδοση, μνήμες, σύγχρονο πολιτισμό και τέχνη, έμπνευση, περιβαλλοντική ισορροπία και υψηλής ποιότητας υπηρεσία. Η γαστρονομική μνήμη από ένα χωριό του Πηλίου έναν Οκτώβριο μπορεί να είναι πιο ελκυστική από την εμπειρία της πολύβουης παραλίας της Κρήτης τον Αύγουστο, όπως επίσης και ο περίπατος σε ένα αμπέλι της Σαντορίνης, την άνοιξη, μπορεί να φαντάζει υπηρεσία πολυτελείας συγκριτικά με εκείνη μιας ταβέρνας στη Ρόδο στα μέσα του καλοκαιριού.
Η δημιουργία ενός τουριστικού προτύπου τεσσάρων εποχών, ικανού να μοιράζει τους επισκέπτες του καθ όλη τη διάρκεια του έτους, δίνει τη δυνατότητα για εξειδίκευση στα τοπικά, δυνατά «χαρτιά» της κάθε περιοχής της χώρας. Μόνο σε αυτή την περίπτωση ο ελληνικός τουρισμός θα μπορέσει να «πουλήσει» αποτελεσματικά δημιουργώντας υπεραξία στο σύνολο της οικονομίας. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο πως ο σύγχρονος επισκέπτης θέλει να καταναλώσει εμπειρίες και όχι τουρισμό «Rooms to let». Σε μια εποχή ηθικού καταναλωτισμού δεν υπάρχουν περιθώρια για πειραματισμούς με την ποιότητα. Όσο επενδύουμε σαν χώρα στην αλλαγή νοοτροπίας, στα κίνητρα αναβάθμισης υπηρεσιών αλλά και στο χτίσιμο ενός φιλόδοξου ελληνικού brand name βασισμένου στην περιβαλλοντική συνείδηση, στην διαφοροποίηση και στη υψηλή ποιότητα τόσο θα κερδίζουμε. Δεν έχει καμιά σημασία αν οι επισκέπτες της χώρας μας γίνουν λιγότεροι, αν αυτοί είναι άνθρωποι που μπορούν να αφήσουν παραπάνω χρήματα για μια υψηλού επιπέδου εμπειρία λειτουργώντας και ως πολλαπλασιαστές της ελληνικής φιλοξενίας.
Μην υποτιμάμε τους εαυτούς μας. Ένα μουσικό πανηγύρι στο Ζαγόρι έχει σίγουρα το κοινό που θα ήθελε να το γνωρίσει όσο επίσης έχουν τα φεστιβάλ της Αθήνας, τα ποτάμια της Θράκης, οι ελιές της Μάνης και τα αμπέλια της Μαντινείας. Όλα είναι θέμα προσέγγισης. Το ζητούμενο στη χώρα μας είναι η υπεύθυνη ματιά, ο στρατηγικός σχεδιασμός και η έμπνευση. Η λογική του «περάστε κόσμε» είναι πλέον και επικίνδυνη. Καιρός είναι!