Πετάμε πάνω από το Μπούρτζι Ναυπλίου, το νησί που αρχικά ονομαζόταν από τους ναυτικούς νησάκι του Αγίου Θεοδώρου, αλλά κατέληξε να αποτελεί την κατοικία δήμιων που εκτελούσαν το αποτρόπαιο έργο τους, λαμβάνοντας μισθό και ζώντας μόνιμα σ’ αυτό.
Όταν για πρώτη φορά ήρθε στο Ναύπλιο η λαιμητόμος από την Μασσαλία, όπου κατασκευάστηκε, την συνόδευε κι ένας δήμιος. Ίσως γιατί έπρεπε να μάθει τον τρόπο λειτουργίας της σε Έλληνες που θα ανελάμβαναν αυτή την άχαρη και δύσκολη αποστολή. Έφυγε όμως γρήγορα από την πόλη μη αντέχοντας το μίσος με το οποίο τον αντιμετώπιζαν οι Ναυπλιώτες. Το θλιβερό καθήκον του εκτελεστή ανέλαβαν ντόπιοι.
Οι Δήμιοι, κατά κανόνα ήταν βαρυποινίτες καταδικασμένοι σε θάνατο που τα Δικαστήρια είχαν μετατρέψει την ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Αυτοί, ως κατάδικοι αλλά και επειδή ο κόσμος του Ναυπλίου δεν τους ήθελε ανάμεσά του, είχαν ως κατοικία τους το Μπούρτζι Ναυπλίου. Σ’ αυτό το νησάκι έγκλειστοι, έβγαιναν με την συνοδεία χωροφυλάκων μόνον όταν επρόκειτο να καρατομηθεί κάποιος κατάδικος.
Η λαιμητόμος ή carmagnole ή guillotine στηνόταν κάθε φορά που χρειαζόταν, στο περίφημο αλωνάκι του Παλαμηδιού, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, όπου και οι μελλοθάνατοι παρακολουθούσαν για τελευταία φορά την θεία λειτουργία.
Γνωστοί δήμιοι στο Μπούρτζι ήταν ο Ποριώτης Σοφράς, ο Κρητικός Αμοιραδάκης και ο Αργίτης Μπεκιάρης. Η αμοιβή τους ήταν 300 δραχμές το μήνα και 100 δραχμές για κάθε καρατόμηση. Τα λεφτά των δημίων θεωρούνταν ματωμένα, γι̉ αυτό και η μάνα του Μπεκιάρη, μολονότι πάμπτωχη ξενοδούλευε για να ζήσει και ποτέ δεν δέχτηκε βοήθεια από τον γιό της. Τα περισσότερα χρήματα διέθεταν οι δήμιοι για το φαγητό τους και τις μικροανάγκες τους, γιατί έπρεπε ό,τι χρειαζόντουσαν να τους το προμηθεύσει ο βαρκάρης της φρουράς, ο οποίος ήταν έμπιστος και μόνον αυτός είχε το δικαίωμα να μεταφέρει τα χρειώδη, χρεώνοντας τα κάθε φορά κατά την βούλησή του. Με γκιλοτίνα εκτελέστηκε και ο δολοφόνος του Πρωθυπουργού Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο Κώστας Γερακάρης, το 1906.
Οι τελευταίοι δήμιοι στο Ναύπλιο, ήταν ο Ιωάννης Ζήσης από την Εύβοια και ο Κυριάκος Σωτηρόπουλος από την Μαντινεία. Τέλος, ο Αθανάσιος Αλεβιζόπουλος από την Μεσσηνία ήταν ίσως ο μοναδικός δήμιος που ήταν λιγότερο μισητός από τους Ναυπλιώτες και μάλιστα τον ανάγκασαν να βγάλει την φουστανέλα του και να ντυθεί φράγκικα.
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, σε ένα αφήγημα του, το 1892 περιγράφει το Μπούρτζι σαν τη «χιλιόκαλλη σπηλιά», που έκρυβε τους τρεις δράκους, τους τρεις δήμιους. Τον Σοφρά, τον Αμοιραδάκη και τον Μπεκιάρη. Ο Καρκαβίτσας υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στο Ναύπλιο, και είχε την δυνατότητα να επικοινωνήσει με τους δήμιους, τους οποίους είχε επισκεφτεί στον χώρο τους.
Πηγή: Haanity