Η συζήτηση για τις εθνικές εκλογές, περιορίζεται σήμερα στο χρόνο διεξαγωγής τους, όπως και πως θα κινηθεί η κυβέρνηση μέχρι αυτές, καθαρά με όρους επικοινωνίας, τι αφήγημα θα δημιουργήσει και ποιες είναι οι παροχές και οι εφαρμοζόμενες διατάξεις που μπορούν να αντιστρέψουν το ήδη βαρύ προς αυτήν κλίμα.
Με άλλα λόγια, από τη συζήτηση απουσιάζουν βασικά στοιχεία αξιολόγησης, όπως οι προγραμματικές θέσεις, η στρατηγική κατεύθυνση, οι εφαρμόσιμες πολιτικές. Απουσιάζει επίσης η αντιπαράθεση συγκεκριμένων θέσεων και το κυριότερο η σύγκριση της θεώρησης για την χώρα, την οικονομία, την ανάπτυξη, τα εθνικά θέματα.
Από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε στην οδυνηρή περιπέτεια της οικονομικής κρίσης, όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν διεξαχθεί σε εθνικό επίπεδο, έχουν μια ιδιαίτερη κρισιμότητα. Ως πολίτες, είχαμε και έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε συγκεκριμένες ερμηνείες του τι έφταιξε και τι φταίει καθώς και πρωτίστως σε συγκεκριμένα προγράμματα και στρατηγικές για το πως θα αντιστρέψουμε τη σημερινή πραγματικότητα.
Στις φετινές εκλογές έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δυο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις της ίδιας πραγματικότητας.
Από τη μια πλευρά μια εφαρμοσμένη πολιτική των τελευταίων ετών που στηρίζεται στη διατήρηση της ισχύος και της επίδρασης του κράτους και του δημόσιου τομέα τόσο στην οικονομία όσο και στην ανάπτυξη. Διατήρηση της υψηλής, καθόλου αποδοτικής εντούτοις, φορολογίας και γενικότερη φοβική αντιμετώπιση της επιχειρηματικότητας.
Από την άλλη πλευρά, μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση που προσδιορίζει την ανάπτυξη με όρους διεύρυνσης της επιχειρηματικότητας και προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Μείωση της φορολογίας και του ΦΠΑ και δημιουργία πραγματικών κινήτρων για αναπτυξιακά έργα. Από τη μια πλευρά μια εφαρμοσμένη πολιτική με σαφή προσανατολισμό στη δημιουργία θέσεων εργασίας στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα καθώς και ανάπτυξη μορφών εργασίας στη βάση της αόριστης ευελιξίας. Από την άλλη πλευρά μια οπτική της οικονομίας με όρους ανάπτυξης της αγοράς εργασίας με δημιουργία ποιοτικών, καλά αμειβόμενων δουλειών, ως βασική προϋπόθεση όχι μόνο της αλλαγής τροχιάς της χώρας αλλά και της επιστροφής άξιων και ικανών επιστημόνων και επαγγελματιών πίσω στην Ελλάδα.
Στις φετινές εκλογές έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο σαφώς διαφορετικές προτάσεις. Δεν έχουμε να αποφασίσουμε εάν συμφωνούμε περισσότερο με τη μια πλευρά ή διαφωνούμε λιγότερο με την άλλη. Έχουμε να αποφασίσουμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε και οι δύο προτεινόμενες κατευθύνσεις οδηγούν μακριά η μια από την άλλη.
Βρισκόμαστε ακόμη σε μια ιδιαίτερα δύσκολη θέση ως κράτος. Επί της ουσίας δεν έχουμε επιλύσει κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που θα μπορούσαν να βάλουν τη βάση για μια διαφορετική πραγματικότητα. Επιλέγουμε να μην ανοίγουμε ζητήματα όπως η πραγματική ασφαλιστική μεταρρύθμιση, υπολογίζοντας ακόμη, μια δεκαετία από την απαρχή της κρίσης, το πολιτικό κόστος. Συνεχίζουμε να πρωταγωνιστούμε αρνητικά σε όλους τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς δείκτες αξιολόγησης της οικονομίας μας και του επιχειρηματικού κλίματος, τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε την οικονομική πραγματικότητα με οικονομικούς όρους.
Σε λίγους ή λίγους περισσότερους μήνες θα έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τελικά του τι θέλουμε για τη χώρα μας. Ας περάσουμε αυτό το διάστημα για να αποφασίσουμε βάσει των πραγματικών ζητημάτων και όχι της επίπλαστης πραγματικότητας που δημιουργεί η στρατηγική επικοινωνίας.