Είναι σαφές πως στην εποχή μας είναι εύκολο ένας γάμος να τερματιστεί. Πολύ πιο εύκολο από ό,τι ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες, ενώ ακόμη παλιότερα ήταν αδύνατο. Οι ρόλοι έχουν αλλάξει, οι νόμοι αλλάζουν, τα πρότυπα αλλάζουν.
Τελικά μπορεί σήμερα να επιβιώσει αυτός ο θεσμός;
Καταρχάς, να ξεκινήσουμε με το δεδομένο πως κάθε γάμος είναι διαφορετικός, όπως και οι άνθρωποι που τον αποτελούν. Δεν μπορούμε να μιλάμε για όλους τους γάμους ή για όλα τα διαζύγια ή για όλους τους ανθρώπους σαν να είναι ομοιογενείς ομάδες. Τα ερωτήματα που θα ήθελε να εγείρει το συγκεκριμένο άρθρο αφορούν περισσότερο σε κυρίαρχες ιδέες και νοοτροπίες. Ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, για τη ζωή του, για τις επιλογές του και τον γάμο του και μόνο εκείνος μπορεί να γνωρίζει τι χρειάζεται και τι του συμβαίνει.
Τα άρθρα του τύπου «Δέκα συμβουλές για μια επιτυχημένη σχέση» και «Πόσο τοξικός είναι ο σύντροφός σας» υποβιβάζουν την επιστήμη της Ψυχολογίας και την παρουσιάζουν σαν να είναι συνταγή για σοκολατόπιτα. Ακόμη και μια συνταγή για γλυκό δεν καταφέρνουν όλοι να την εκτελέσουν όπως οραματίζεται ο σεφ, που τη δημιούργησε. Πόσο μάλλον αν τα υλικά είναι ο χαρακτήρας σου, ο χαρακτήρας του συντρόφου σου και το αποτέλεσμα η ανατροφή του παιδιού σου.
Ο ψυχίατρος και στοχαστής, Άλφρεντ Άντλερ ξεκινά το άρθρο του «Έρωτας και Γάμος» αναφέροντας ένα παλιό έθιμο με το οποίο διαπίστωναν κάποτε στη Γερμανία κατά πόσο δύο αρραβωνιασμένοι ήταν κατάλληλοι για συζυγική ζωή. Τους έδιναν ένα πριόνι με δυο λαβές και τους ζητούσαν να κόψουν έναν κομμένο κορμό δέντρου στα δύο. Η δοκιμασία αποκάλυπτε πόσο μπορούσαν να συνεργάζονται, πόσο εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον και πόση πρωτοβουλία και υποχωρητικότητα είχαν. «Αυτοί οι Γερμανοί χωρικοί έχουν κατανοήσει ότι αυτό που απαιτεί κυρίως ο γάμος είναι η θέληση για συνεργασία», καταλήγει ο Άντλερ.
Για τον Άντλερ ο γάμος είναι ένα κομμάτι της ζωής του ανθρώπου, όπου εκφράζεται ο τρόπος του να λειτουργεί. Στον γάμο θα φανεί πόσο παραχαϊδεμένος είναι κάποιος, πόσο νοιάζεται για τον άνθρωπο δίπλα του, αν τελικά τον ενδιαφέρει να παίρνει ή να δίνει, πόσο μαθημένος είναι να εργάζεται για μια «κοινή αποστολή», πόσο εύκολα νιώθει ότι αδικείται ή παραμελείται.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Άντλερ, που προσωπικά τη θεωρώ εξαίρετη, ο άνθρωπος ανάλογα με τον χαρακτήρα του ζει ξανά και ξανά τα ίδια δράματα. Οπότε υπό το πρίσμα αυτής της θεωρίας είναι αμφίβολο τελικά το πόσο ένα διαζύγιο οδηγεί στη λύτρωση, γιατί μπορεί με το διαζύγιο να ξεφεύγεις από τον άλλον, αλλά δεν ξεφεύγεις από τον εαυτό σου. Αν μετά από έναν χωρισμό κάποιος δεν αναλάβει τη δική του ευθύνη και δεν αντιληφθεί τους τρόπους με τους οποίους λειτουργεί στη σχέση, είναι πολύ πιθανό ο επόμενος έρωτας σύντομα να μετατραπεί στο ίδιο δράμα.
Ένας άλλος σπουδαίος ψυχίατρος και στοχαστής, ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ στο άρθρο του, «Ο γάμος ως ψυχολογική σχέση» σε λίγες γραμμές περιγράφει πολύ γλαφυρά τη γαμήλια δυστυχία. «Στην αρχή ήταν το πάθος, μετά έγινε υπευθυνότητα, για να μεταμορφωθεί ξανά σε βάρος, σε βρικόλακα, που απορροφά και κλέβει τη ζωή από το δημιουργό του.» Αυτή η περιγραφή αντιστοιχεί στην κρίση μέσης ηλικίας και κυρίως όταν σε έναν γάμο υπάρχουν παιδιά, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως ο άνθρωπος που νιώθει έτσι μερικές φορές στην οικογένειά του δεν την αγαπά ή δεν είναι καλός γονιός ή δεν έχει επιλέξει τον σωστό σύντροφο. Η αλήθεια είναι πως είναι πολύ δύσκολο να συνυπάρχουμε με έναν άνθρωπο, με τον οποίο πρέπει να πάρουμε κοινές αποφάσεις για κάποιο ευάλωτο πλάσμα, που λατρεύουμε και για την εξέλιξη του οποίου θεωρούμαστε υπεύθυνοι.
Αυτό που διερωτώμαι είναι γιατί για δεκαετίες μας γέμιζαν το κεφάλι με ένα σωρό ανοησίες κάνοντάς μας να νομίζουμε πως οικογένεια σημαίνει ότι ξυπνούν το πρωί τέσσερις πανέμορφοι και χαμογελαστοί άνθρωποι και γύρω από ένα πανέμορφο τραπέζι αλείφουν το ψωμί τους με βούτυρο και μαρμελάδα. Οι εικόνες για την οικογένεια με τις οποίες βομβαρδιστήκαμε από διαφημίσεις και σήριαλ είναι αδύνατο να μην έχουν διαμορφώσει προσδοκίες σε σχέση με τον γάμο. Αυτές οι προσδοκίες κάνουν ακόμη πιο αβάστακτες τις δυσκολίες που θα προκύψουν. Οι δυσκολίες θα ήταν πιο αντιμετωπίσιμες αν αποδεχόμασταν την αναπόφευκτη ατέλεια αυτού του θεσμού, των συντρόφων μας και του εαυτού μας.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης γεμίζουν με οικογενειακές στιγμές σαν να προσπαθούμε να πείσουμε πως ναι, είμαστε εμείς τώρα οι οικογένειες των διαφημίσεων, τα καταφέραμε να γίνουμε όπως μας υπέδειξαν. Πριν την πανδημία ένα ζευγάρι χρειαζόταν έναν ολόκληρο χρόνο για να ετοιμάσει μια βραδιά στην οποία έπρεπε όλα να είναι τέλεια και στην οποία έπρεπε να επιδειχθεί χρήμα, ομορφιά, ευτυχία, έρωτας μπροστά στους αμέτρητους καλεσμένους που χειροκροτούσαν και χτυπούσαν το πιρούνι τους στέλνοντας τάχα ευχές. Τα περισσότερα ζευγάρια υπέφεραν από το άγχος των ετοιμασιών του γάμου, δημιουργούνταν καβγάδες, εμπλοκές των πεθερικών και οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν πάντα να σχολιάσουν κάτι αρνητικό για το νυφικό ή για το χτένισμα της πεθεράς ή για το φαγητό που άργησε να σερβιριστεί και ήταν μεγάλη ταλαιπωρία.
Ο Τολστόι στη νουβέλα του «Η Σονάτα του Κρόιτσερ» περιγράφει με τον πιο αριστουργηματικό τρόπο τη σταδιακή κατάρρευση ενός γάμου, που οδηγείται στην τραγωδία και την ψυχική κατάρρευση των ατόμων που τον αποτελούν. «Οι σχέσεις μας γίνονταν όλο και πιο εχθρικές και τελικά φτάσαμε στο σημείο να μην είναι πια η διαφωνία που προκαλούσε την εχθρότητα, αλλά η εχθρότητα τη διαφωνία», εξομολογείται ο ήρωας στον αφηγητή. Κι ύστερα λίγο παρακάτω παραδέχεται κάτι που πολλοί ζουν, λίγοι παραδέχονται. «Και ήμασταν σαν δυο βαρυποινίτες με την ίδια αλυσίδα, που μισούνται, δηλητηριάζουν ο ένας τη ζωή του άλλου και προσπαθούν να μην το βλέπουν. Τότε δεν ήξερα ακόμη ότι τα εννέα δέκατα των συζύγων ζουν την ίδια κόλαση που ζούσα κι εγώ και πως δεν γίνεται αλλιώς».
Οι σπουδαίοι λογοτέχνες δείχνουν ξανά και ξανά πως η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει παρά τις κοινωνικές αλλαγές. Εν κατακλείδι, τι μπορεί να κάνει τον άνθρωπο του μέλλοντος να μη συνεχίσει να έχει γάμους σαν αυτόν που περιγράφει ο Τολστόι; Δύο πράγματα. Το ένα είναι να πετάξει την εξιδανίκευση, την εμμονή με το φαίνεσθαι, την τελειομανία, την εντελώς ηλίθια προσδοκία ότι όλα οφείλουν να είναι εύκολα, οφείλουν να είναι όπως ακριβώς τα θέλουμε. Το δεύτερο είναι μια στροφή της κοινωνίας στη συνεργασία και στην αυτογνωσία. Η αυτογνωσία όμως δεν πρέπει να είναι ένα εργαλείο που θα παροτρύνει σε μια συσσώρευση ατομικής ευτυχίας, αλλά ένα μέσο με το οποίο θα επικοινωνούμε ουσιαστικά και θα συνδεόμαστε με υγιή τρόπο με τους άλλους.
Δεν είμαι καθόλου σίγουρη για το αν οι επόμενες γενιές θα έχουν τον γάμο στις βασικές τους επιδιώξεις. Εύχομαι μόνο να μπορούν να αγαπούν και να ζουν χωρίς ψέμα.