Στη γλώσσα μας, την πλούσια σε λέξεις και νοήματα, ορίζουμε την μεταρρύθμιση σαν την επιδίωξη αλλαγής προς το καλύτερο. Και σαν τέτοιες έχουν ορισθεί ιστορικά οι όποιες μεταρρυθμίσεις. Σε όποιο πεδίο. Επιστημονικό, Πολιτικό, Εκκλησιαστικό. Αν πράγματι η ακούμε τη λέξη όλο και πιο συχνά σημαίνει ότι η ανάγκη για αλλαγή προς το καλύτερο, πολιτικά τουλάχιστον, γίνεται όλο και πιο έντονη. Σε δεύτερο επίπεδο, ότι οι όποιες μέχρι τώρα προσπάθειες με ετικέτα ”μεταρρύθμισης” κρίνονται ατελέσφορες.
Οι προτάσεις μεταρρυθμίσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη αφορούν την πορεία εξόδου της χώρας από το αδιέξοδο των τελευταίων χρόνων. Είτε σε οικονομικό είτε, και κυρίως, σε κοινωνικό επίπεδο. Η σημερινή κυβέρνηση έχει χάσει την αξιοπιστία της αφενός λόγω του καταστροφικού 2015, αφετέρου λόγω της τρομακτικής ασυμμετρίας λόγου και πράξης. Νομοθέτησης και εφαρμογής. Oι διαφορές από τα ιδεολογήματα και τα πεπραγμένα της σημερινής Κυβέρνησης είναι πλέον εμφανείς όχι μόνο στους εταίρους αλλά και κυριότερα στους, σχεδόν τρία χρόνια πριν, ψηφοφόρους της. H μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης λάμπει δια της απουσίας της.
Το σχέδιο μεταρρυθμίσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη βασίζεται σε δύο κεντρικούς άξονες. Την οικονομική ανάκαμψη της αγοράς και την αναδιαμόρφωση του κράτους. Συχνά η συζήτηση επικεντρώνεται μόνο στον πρώτο. Ο πρώτος όμως δεν είναι αυτοσκοπός αλλά, και, ουσιαστικό όχημα για τον δεύτερο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προτείνει το δικό του μείγμα φορολογικών ελαφρύνσεων, εξορθολογισμού δαπανών και προσέλκυσης επενδύσεων αλλά και ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων με έντονο κοινωνικό πρόσημο. Η παράταξή του έχει βαθιά πίστη στην αναμόρφωση των υπηρεσιών του κράτους και κυρίως των κοινωνικών υπηρεσιών έτσι ώστε ο πολίτης, ως φορολογούμενος αλλά και ως αποδέκτης, να είναι ικανοποιημένος. Με πολλή δουλειά και προετοιμασία έχουμε χτίσει λοιπόν ένα τεκμηριωμένο, ορθολογικό και φιλόδοξο πρόγραμμα για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε ένα εύρος τομέων όπως η παιδεία, η υγεία, η δικαιοσύνη, η δημόσια τάξη και η κοινωνική προστασία.
Σαν παράδειγμα, θα σταθώ στον χώρο της κοινωνικής προστασίας. Η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα, έως το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, δεν είχε μεγάλη απόκλιση από το μέσο όρο της Ε.Ε. Παρ’ όλα αυτά, η αποτελεσματικότητα του συστήματος κοινωνικής προστασίας ως προς την υποστήριξη, ανακούφιση αλλά και επανένταξη των πλέον κοινωνικά αδύναμων ήταν σταθερά χαμηλή. Ειδικότερα, και κυρίως μετά το 2014, τα διαρθρωτικά προβλήματα των κρατικών δομών κοινωνικής προστασίας, ιδίως των κοινωνικών παροχών εξαιρουμένων των συντάξεων, έχουν πολλαπλασιαστεί και συντελούν στην χαμηλή αποδοτικότητα των πολιτικών μείωσης της φτώχειας.
Ο σημερινός παραλογισμός στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού είναι εμφανής σε αναρίθμητα πλέον παραδείγματα ανικανότητας της κυβέρνησης να χειριστεί το πρόβλημα. Το κράτος αντί να σχεδιάζει ορθολογικά και να διευκολύνει τη πρόσβαση των συμπολιτών μας στα προγράμματα κοινωνικής προστασίας, φροντίζει ενεργά να πετυχαίνει το αντίθετο.
Πρόσφατα στοιχεία από το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (ΤΕΒΑ), το σημαντικότερο εργαλείο για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας σε Eυρωπαϊκό επίπεδο, καταδεικνύουν τους εξής δύο εξής παραλογισμούς. Πρώτον, έχουμε απορροφήσει λιγότερο από το 1% των διαθέσιμων για τη χώρα μας σχεδόν 300 εκατ. ευρώ κοινοτικών κονδυλίων για την αντιμετώπιση της πείνας και την ενίσχυση αδύναμων κοινωνικών ομάδων. Δεύτερον, για να λάβει κανείς επισιτιστική βοήθεια από τους πόρους του ΤΕΒΑ, δηλαδή τρόφιμα, πρέπει να κάνει ηλεκτρονική αίτηση και να προσκομίσει πάνω από τέσσερα διαφορετικά πιστοποιητικά – γεγονός σχεδόν ειρωνικό δεδομένου του εισοδήματος, αλλά και πολλές φορές της ηλικίας, των παραληπτών.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται χρηματοδότηση €281 εκ. από το ΤΕΒΑ για τη χώρα μας την περίοδο 2014-2020. Ο κανονισμός του ίδιου Ταμείου παρέχει τη δυνατότητα προσαύξησης της συγχρηματοδότησης από κοινοτικούς πόρους κατά 10% για τα κράτη σε προσωρινές δημοσιονομικές δυσκολίες. Η χώρα μας, στην κατάταξη των χωρών με βάση τους πόρους που λαμβάνουν από το ΤΕΒΑ ανά κάτοικο βρίσκεται στη δεύτερη υψηλότερη θέση (€26 ανά κάτοικο, 3,5 φορές πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο) ενώ στη κατάταξη απορρόφησης των πόρων σε όρους εγκεκριμένων δαπανών βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη. Το ΤΕΒΑ συνεπώς δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην αντιμετώπιση των ακραίων επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα ενώ η Κυβέρνηση δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην απουσία οποιασδήποτε αξιοποίησης των πόρων αυτών.
Σημαντικό μέρος του προβλήματος υποαπορρόφησης είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο διανομής επισιτιστικής βοήθειας στη χώρα μας το οποίο επιτρέπει μόνο σε δημόσιους φορείς (Ο.Τ.Α. ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ.) να είναι επικεφαλής των κοινωνικών συμπράξεων διανομής φαγητού αφήνοντας μη κερδοσκοπικές Μ.Κ.Ο. να έχουν μονάχα δευτερεύοντα ρόλο. Τι συνιστά ουσιαστική μεταρρύθμιση σε ένα τέτοιο πρόβλημα; Σε ένα πρόβλημα που εμποδίζει χιλιάδες συμπολίτες μας από το να λάβουν ανέξοδα την αναγκαία επισιτιστική βοήθεια; Μια οργανωμένη και σωστά ελεγχόμενη πολιτική παρέμβαση η οποία αλλάζοντας το ρυθμιστικό αλλά και εφαρμοστικό πλαίσιο να καταφέρει να συνδυάσει την ισχυρή αγοραστική δύναμη που έχει το κράτος σε εθνικό επίπεδο για την τιμολόγηση της προμήθειας φαγητού (εξασφαλίζοντας τις χαμηλότερες δυνατές τιμές) με την τεχνογνωσία, την εμπειρία, τις υποδομές, τους εθελοντές και την τοπική γνώση των μη κερδοσκοπικών ΜKO που ήδη δραστηριοποιούνται στην προσφορά επισιτιστικής βοήθειας.
Η δραματική υποαπορρόφηση (κάτω του 1%!) των διαθέσιμων Κοινοτικών πόρων αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της ελαφρότητας της σημερινής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων όπως η φτώχεια και η επισιτιστική ένδεια στη χώρα μας.
Οι προτάσεις του Προέδρου της ΝΔ φιλοδοξούν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε μια Ευρωπαϊκή ανταγωνιστική και κοινωνικά προηγμένη δύναμη μεταρρυθμίζοντας έτσι το οπισθοδρομικό σημερινό πλαίσιο πολιτικής που μοναδική κατάληξη έχει την οικονομική στασιμότητα, την ένδεια και την φτωχοποίηση του τόπου μας.