Το σχολείο και το Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο και το σχολείο, υπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Σε τέτοιο βαθμό που η συνεξέτασή τους, εδώ και αλλού, δεν μπορεί να γίνεται χωρίς δισταγμούς.
Το σχολείο ικανοποιεί την ανάγκη ενήλικων γονέων-πολιτών για την υποδοχή των παιδιών τους σε έναν δεδομένο, από βάθους αιώνων έως σήμερα, κόσμο. Τούτο λέγεται «εκπαίδευση» - με την πιο πρόδηλη, γλωσσικά, σημασία του όρου.
Το Πανεπιστήμιο ικανοποιεί, εν μέρει και όχι κατ’ αποκλειστικότητα, την ανάγκη νέων ενηλίκων να συμβάλουν στην κατανόηση ή/και ανανέωση του δεδομένου αυτού κόσμου. Τούτο λέγεται «επιστημονική γνώση».
Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα της γεφύρωσης των διαφορετικών αυτών διαστάσεων της συλλογικής μας εμπειρίας έχει αποδειχθεί άκρως ελκυστικό στην κοινή γνώμη, ικανό να εγείρει δημόσια διαβούλευση δίχως τέλος. Η τελευταία «γέφυρα» είναι, βέβαια, οι εμφανιζόμενες ως «διαφανείς» Πανελλήνιες εξετάσεις. Στο όνομα της διαφάνειας, η πολυπόθητη, από πολλές πλευρές, κατάργησή τους μπαίνει διαρκώς στο συρτάρι. Τούτο έχει μια πολύ ενοχλητική συνέπεια: Από τεχνικό ζήτημα που εγγυάται τον εύρυθμο και δίκαιο χαρακτήρα του εξεταστικού τελετουργικού, η διαφάνεια έχει αναχθεί σε θεμελιώδες κριτήριο της ζητούμενης γεφύρωσης, με αποτέλεσμα να μην συζητείται η ίδια η ιδέα της «γεφύρωσης» στις πραγματικές της διαστάσεις. Και εάν οι αλλεπάλληλες εξαγγελίες περί αλλαγής «του τρόπου πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο» μας θυμίζουν πως «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν», η αλήθεια είναι, μάλλον, ακόμη πιο δυσάρεστη: Μέσα σε ένα πνεύμα καχυποψίας υπό την απειλή της …αδιαφάνειας, έχουμε λησμονήσει πώς να χτίζουμε γέφυρες.
Στο μέτρο που το σχολείο και το Πανεπιστήμιο, ως διαφορετικές πραγματικότητες, συνιστούν αυτόνομα πεδία συλλογικής εμπειρίας, και στο μέτρο που οποιαδήποτε γεφύρωση οφείλει να σέβεται, εν πολλοίς, την αυτονομία τους, είναι προφανές ότι οι Πανελλήνιες Εξετάσεις δεν παίζουν το ρόλο μιας γέφυρας. Αντίθετα, με αποκορύφωμα το νέο σχέδιο Γαβρόγλου, οι Πανελλήνιες Εξετάσεις στήνουν έναν προμαχώνα επιθετικού πολέμου του σχολείου εναντίον του Πανεπιστημίου. Ενός επιθετικού πολέμου οι στρατιές του οποίου αφήνουν πίσω τους το πεδίο εξόρμησης απροστάτευτο, με αποτέλεσμα, όταν κοιτάξουν κάποτε πίσω τους, να βρίσκουν άγονα εδάφη. Με άλλα λόγια, όταν το σχολείο επιχειρεί να προσβάλει την αυτονομία του Πανεπιστημίου, προσβάλλεται, τελικά, και το ίδιο. Κορυφαία συνέπεια είναι η υπονόμευση τόσο της επιστημονικής γνώσης όσο και της εκπαίδευσης.
Από την άλλη πλευρά, ενώ οι Πανελλήνιες Εξετάσεις δημιουργούν στρατιές παιδιών-εισβολέων στα ανοχύρωτα, εκ του νόμου, Πανεπιστήμια, τα μαλθακά μας Πανεπιστήμια συναινούν de facto στη διαμόρφωση του σχολείου, και δη του Λυκείου, ως χώρου προετοιμασίας για την ακαδημαϊκή σφαίρα. Εν είδει αντεπίθεσης, η στάση τους όχι μόνον αναπαράγει τη φαντασιακή αναπαράσταση του πανεπιστημίου ως «μονόδρομου», αλλά ενισχύει, συνάμα, την επικίνδυνη αντίληψη της επιστημονικής γνώσης ως αναπόδραστης μετεξέλιξης της εκπαίδευσης – με τον κακόηχο όρο «τριτοβάθμια εκπαίδευση» να παραμένει απρόσβλητος. Και εάν άφθονα παραδείγματα λαμπρών επιστημόνων που ήταν «κακοί μαθητές» στο σχολείο μπορούν να τεθούν εκτός συζήτησης, το βέβαιο είναι ότι το Πανεπιστήμιο, πάντοτε αμήχανο στις αξιώσεις μιας μαζικής κοινωνίας, οφείλει, πρωτίστως, να προστατεύσει την αυτονομία του δικού του μοναδικού σκοπού. Οφείλει, εν προκειμένω, να απαιτήσει την κατάργηση των Πανελλήνιων Εξετάσεων και να συμμετάσχει ενεργά στη θέσπιση όρων υποδοχής νέων ενηλίκων με τρόπο που θα υπηρετεί την επιστημονική γνώση.
Φοβάμαι πως ο δημόσιος «διάλογος» εξ αφορμής της πρότασης Γαβρόγλου τελείται υπό τους όρους μιας σκληρής μάχης σε ανοιχτή πεδιάδα.
Εν αρχή ήταν το σχέδιο Γαβρόγλου, το οποίο προβλέπει, παρά τις τυμπανοκρουσίες του προεκλογικού παρελθόντος, τη διατήρηση του θεσμού των Πανελληνίων Εξετάσεων. Βέβαια, η εμβέλεια του απολυτηρίου αναβαθμίζεται εν όψει της πρόσβασης στο Πανεπιστήμιο, αλλά με τους όρους μιας ποσόστωσης και όχι απόλυτων αριθμών που θα μπορούσαν να ορίσουν τα Πανεπιστήμια.
Η Γ’ Λυκείου χρίζεται «προπαρασκευαστική», με αποτέλεσμα τα … άγονα εδάφη να επεκτείνονται στο μέτρο που μειώνεται ο χρόνος των εγκύκλιων σπουδών. Εμπεδώνεται όσο ποτέ η ευθυγράμμιση «ομάδων προσανατολισμού» και «επιστημονικών πεδίων», με τέτοιο τρόπο ώστε η αυτονομία σχολείου και Πανεπιστημίου να προσβάλλονται αμφότερες. Επιπλέον, προβλέπεται η δημιουργία σχολών «ελεύθερης πρόσβασης», στη βάση του νόμου προσφοράς και ζήτησης, και με τα Πανεπιστήμια εντελώς αμέτοχα.
Μεταξύ άλλων, προτείνεται, επίσης, η συνολική κατάργηση των Λατινικών και η αντικατάστασή τους από την Κοινωνιολογία: Ο δεδομένος κόσμος, για τον οποίο τα παιδιά εκ-παιδεύονται, χάνει, έτι περαιτέρω, το ιστορικό του βάθος. Και εμφανίζεται, ιστορικά και πολιτισμικά, τόσο ρηχός όσο η σχετικά νέα επιστήμη της Κοινωνιολογίας, η οποία επιτρέπει, προφανώς, την χυδαία ποθούμενη, καθότι πατερναλιστική, «πολιτικοποίηση» των παιδιών από τους ενηλίκους. Είναι τα παιδιά έτοιμα να αντιμετωπίσουν, μεταξύ τους, τις υπαρκτές ταξικές αντιθέσεις των γονέων τους; Η Κοινωνιολογία, όπως και η Ψυχολογία, καθώς αποτελούν κυρίαρχα γνωστικά πεδία του σήμερα και ανταποκρίνονται στις ανάγκες της μαζικής κοινωνίας, πριμοδοτούν το «διάλογο». Αλλά τι είδους «διάλογο» κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος αξιώνουμε για τις σχολικές τάξεις 17χρονων μαθητών;
Ας μην επεκταθούμε. Το σχολείο επιτίθεται λυσσαλέα. Ο «Αιώνας του Παιδιού» (E. Key) είναι, τελικά, ο ελληνικός 21ος. Και το Πανεπιστήμιο αντιδρά, με δικό του προμαχώνα, αυτή τη φορά, τις καθηγητικές σχολές. Και τούτο, στο όνομα των Λατινικών, και με επιφανείς Λατινιστές στην πρώτη γραμμή. Όμως, πόσο ομφαλοσκοπικά και κακόηχα μοιάζουν εκείνα τα επιχειρήματα που υπερασπίζονται την αποκατάσταση των Λατινικών στα σχολικά θρανία στο όνομα της ακαδημαϊκής και μόνον άνθισης των κλασικών σπουδών ανά την υφήλιο! Πολλώ, δε, μάλλον όταν συνοδεύονται από συνδικαλιστικές αξιώσεις για την επαγγελματική αποκατάσταση των φιλολόγων!
Τα Λατινικά είναι ο ωροδείκτης του δυτικού μας χρόνου. Αν η σχολική διδασκαλία τους πρέπει όχι μόνο να αποκατασταθεί αλλά να ενισχυθεί, τούτο ερείδεται στην αξίωση γονέων-πολιτών να υποδεχτούν τα παιδιά τους σε έναν φιλικό και κατανοητό κόσμο, σε έναν κόσμο βάθους όπου το παρελθόν δεν είναι νεκρό και όπου η νέα γενιά θα λογοδοτήσει για την ιστορική του μοίρα. Αντ’ αυτού, επιλέγουμε, κακήν κακώς, την εστίαση στη ζώσα αναπαραγωγή της «κοινωνίας» και στο νόμο προσφοράς και ζήτησης. Επιλέγουμε, συνάμα, την υποδούλωση της επιστήμης στις απαιτήσεις μιας μαζικής κοινωνίας ανεκπαίδευτων ανθρώπων.
Κατά τα λοιπά, είναι καιρός να σκεφτούμε εκ νέου πώς να χτίζουμε γέφυρες.