Ήθελε, λέτε, μονάχα να παραστήσει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή; Ο οποίος πρώτος είχε πει πως τους Πρωθυπουργούς δεν τους στέλνεις στο δικαστήριο; Και είναι γι αυτό που επανέλαβε το ίδιο σε σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα; Ή μήπως ήταν κι άλλοι, κάπως λιγότερο «εμβληματικοί», λόγοι; Όπως, ας πούμε, για να μην μπλέξει σε μια διαδικασία που θα μπορούσε να στραφεί εναντίον του, με τις θεαματικές αποκαλύψεις που θ’ ακολουθούσαν αναποτρέπτως τυχόν ευρεία κοινοβουλευτική έρευνα με αντικείμενο την Novartis; Ή ότι θα προκαλούσε υπερ-συσπείρωση περί τον Τσίπρα, όπως έγινε το 1993 για τον Ανδρέα Παπανδρέου; Ή μήπως επειδή έτσι θα προσέφερε έναν ανέλπιστο πολιτικό θρίαμβο, με μη εύκολα προβλέψιμες συνέπειες, στον Αντώνη Σαμαρά; Το πιθανότερο είναι ότι για όλους αυτούς τους λόγους ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε ν’ αφήσει τον Αλέξη Τσίπρα στην ησυχία του. Στη βάση της , έτσι κι αλλιώς, αμφιλεγόμενης λογικής ότι τους Πρωθυπουργούς δεν τους στέλνεις στο δικαστήριο. Και γιατί παρακαλώ σε δικαστική ασυλία οι Πρωθυπουργοί; Αν πράγματι βαρύνονται με αδικήματα βλαπτικά για τα συμφέροντα της Χώρας και του λαού; Από πού κι ως που οι Πρωθυπουργοί είναι «πιο ίσοι» από τους λοιπούς πολίτες;
Όπως και να χει, ο Μητσοτάκης αποφάσισε να κάνει επίδειξη πολιτικής μεγαθυμίας. Ομολογεί, ωστόσο, μ’ αυτό τον τρόπο, πως όσα έλεγε για χρόνια για τον Αλέξη Τσίπρα, καταγγέλλοντάς τον ως αρχισκευωρό, βρίσκονταν στον αέρα. Είναι εξ άλλου ο ίδιος ο φάκελος περί Τσίπρα αλλά και Παπαγγελόπουλου, ο διαβιβασθείς στη Βουλή, που δεν προσφέρει το παραμικρό πραγματικό στοιχείο, το ελάχιστο τεκμήριο ακόμη και ενδείξεως ενοχής. Ας μην λησμονείται δε πως δεν επρόκειτο για κλασική δικαστική έρευνα, στη διάρκεια της οποίας η Δικαιοσύνη «σκόνταψε» σε ονόματα πολιτικών προσώπων. Αλλά για ισχυρισμούς περιλαμβανομένους στις καταθέσεις του Αντώνη Σαμαρά και του Ευάγγελου Βενιζέλου. Οι οποίοι έχουν τους εντελώς δικούς τους λόγους να επιδιώκουν τη ρεβάνς, απέναντι στην ταπεινωτική τους ήττα από τον Τσίπρα το 2015. Απλώς ο ανακριτής ήταν εκ του Συντάγματος υποχρεωμένος να παραπέμψει «αμελλητί» τον φάκελο στη Βουλή. Και βέβαια η κυβερνητική πλειοψηφία αντέδρασε επ’ αυτού αστραπιαία. Κάτι που δεν έπραξε ωστόσο στην περίπτωση του Ανδρέα Λοβέρδου. Του οποίου ο φάκελος είναι βαρύς-βαρύς. Μιας και επί των ημερών του, ως Υπουργού Υγείας, είναι που έγινε η μεγαλύτερη ρεμούλα στον χώρο του φαρμάκου. Με την Novartis να οργιάζει κυριολεκτικά, στη βάση «χαρτιών και ντοκουμέντων», προερχομένων εξ Αμερικής κατά κύριο λόγο…
Ανεξαρτήτως λοιπόν της όποιας εξέλιξης της υπόθεσης, το βέβαιο είναι ότι το απολύτως υπαρκτό μέγα σκάνδαλο, με τις δεδομένες και μη αμφισβητούμενες πολιτικές ευθύνες, δεν «παραγράφεται». Ούτε συγκαλύπτεται υπό το τέχνασμα της σκευωρίας. Εδώ είμαστε και θα το δούμε…