Το Σκωτσέζικο έργο – 2

Ο Μάκβεθ, η Λαίδη του και το άδοξο τέλος τους.
Élisa Rachel as Lady Macbeth. Found in the collection of the Musée d'art et d'histoire du judaïsme, Paris. Artist Müller, Charles Louis (1815-1892). (Photo by Fine Art Images/Heritage Images via Getty Images)
Élisa Rachel as Lady Macbeth. Found in the collection of the Musée d'art et d'histoire du judaïsme, Paris. Artist Müller, Charles Louis (1815-1892). (Photo by Fine Art Images/Heritage Images via Getty Images)
Heritage Images via Getty Images

Ο Μάκβεθ, κλειδωμένος στο ραδιομέγαρο της Κουμουνδούρου, αναπολούσε τιμές και μεγαλεία του πρόσφατου παρελθόντος. Η τηλεόραση έπαιζε χωρίς ήχο. Σήμερα δεν ήθελε κανένα. Μια αδιαφορία, μια απάθεια τον κατέκλυζαν από το πρωί. Ακύρωσε το ραντεβού στον πέρσοναλ τρέινερ και έδωσε εντολή στην ξανθιά με το δίσκο να κρατάει τα τηλεφωνήματα του. Μόνο προέδρους και πρωθυπουργούς. Στελέχη και παρατρεχάμενους να ψάξουν στους κάτω ορόφους. «Το μυστικό της σοφίας,» σκέφτηκε, «είναι να μη νοιάζεσαι πολύ, κι αφού αιώνιο συμβόλαιο με τη ζωή δεν έχω, ας καλοπεράσω.» Τεντώθηκε, χασμουρήθηκε κι έριξε μια ματιά στο Bloomberg. Καλά πάμε, σκέφτηκε.

Η Λαίδη Μάκβεθ οργάνωνε ένα παρτάκι το βράδυ για τα επινίκια και τον πίεζε να είναι στην ώρα του. Θα είμαι αγάπη, στο υπόσχομαι, αλλά κι εσύ προσπάθησε να είσαι ήρεμη. Δεν μου αρέσουν οι κρίσεις. «Το νου σου στους μνηστήρες, για μένα μη νοιάζεσαι», του απάντησε. «Ο κίνδυνος δεν έλειψε. Εφόσον είναι ανάγκη να πλύνουμε τη δόξα μας εις τα νερά του δόλου, ας έχουμε ως πρόσωπο, μια προσωπίδα της καρδιάς για να μας κρύβει. Οκ ;»

Δεν ξέρω, τελευταία σκέφτομαι πως, «ότι με το κακό αρχίνησε, με το κακό θα αυξήσει.» είπε ο Μάκβεθ.

«Δειλιάζεις! Τώρα; Μικρόψυχε! Δώσε μου τα μαχαίρια!

Οι κοιμισμένοι κι οι νεκροί είναι ωσάν εικόνες

Εκεί που είναι, μάχαιρα, φαρμάκι δεν τους φτάνει

Ούτε ο δόλος συγγενών, ούτε η έχθρα ξένων

Τον διάβολο ζωγραφιστό μόνο παιδιά τον τρέμουν

Κι αν τρέχει αίμα απ’ την πληγή, τα πρόσωπα των δούλων, Θα πασαλείψω να φανούν ως ένοχοι εκείνοι.»

«Ώρες, ώρες δεν σε αναγνωρίζω Λαίδη!»

«Έλα, ηρέμησε και στο δείπνο εύθυμος και ζωηρός να είσαι!»

Στο μεταξύ, οι διάδοχοι των δουκάτων, παρακινούμενοι από υποχθόνιες έριδες, απληστία και ασίγαστη δίψα για εκδίκηση, οργανώνουν μέσω τηλεδιάσκεψης συστράτευση οπαδών, επικοινωνιολόγων, και μέντιουμ για να περάσουν στην αντεπίθεση. Οι τρεις στρίγγλες αρνήθηκαν κάθε συμπαράσταση. Θρήνοι, κραυγές θανάτου, ψίθυροι εντείνουν την οργή και την απόγνωση για «τα ανήκουστα συμβάντα στη δυστυχή πατρίδα μας… Κι η γη, καθώς τους είπαν, είχε κι αυτή παροξυσμό και έτρεμε...»

«Ω, φρίκη! Φρίκη ! Να το ειπεί δεν δύναται η γλώσσα. Να το χωρέσει ο νους δεν ημπορεί.» μονολόγησε ο Α’ δολοφόνος, ο μεσήλιξ με την περίεργη προφορά.

«Τι άγρια νύχτα ! Η νεαρά μου μνήμη δεν ενθυμείται σαν αυτή να ξαναείδε άλλη.» είπε ο Β΄δολοφόνος, η καστανομάλλα με το ωχρό προσωπείο.

«Ο Άδης εξεπέρασε τα κατορθώματα του, αλλά εδώ, τώρα, εις τον Θεόν ομνύω, να πολεμήσω τους κρυφούς σκοπούς της προδοσίας.» συμπλήρωσε ο Γ΄ δολοφόνος, ο έχων παρελθόν στις μετακομίσεις!

Ομνύομε, απάντησαν με μία φωνή Α΄ και Β΄ δολοφόνος.

Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα. «Χαιρετισμοί κι ευγένειαι θα λείψουν. Την αντρικήν θα βάλομεν στολή και στο σπίτι του Μάκβεθ ανταμονόμεθα όλοι.»

Το κέφι είχε ανάψει για τα καλά στο αρχοντικό των Μάκβεθ, όταν εισέβαλαν οι τρεις μασκοφόροι. Αυλικοί, ντελίβερι γκάις, μπόντι γκαρντς, τηλεπερσόνες, θείες πλημμυροπαθών και μπατζανάκια από τον Παλαμά συνέκρουον τα ποτήρια τους κι είχον χαράν μεγάλη. «Αν έλειπαν μέγα κενόν θα είχε η γιορτή μας,» είπε σαρκαστικά η Λαίδη. «Εσύ τους κάλεσες ;» Ο Μάκβεθ την αγνόησε και στράφηκε προς την Οσία Τριάδα. «Λοιπόν, τους λέει, σκεφτήκατε τα όσα είπα; Οι άλλοι σας κατέτρεξαν, εγώ ποτέ μου, εγώ είμαι αθώος. Το απέδειξα. Τα μέσα, την απάτη, και πώς σας έπαιξαν τον παππά. Κι οι τρεις σας το γνωρίζετε, ο μόνος μου εχθρός είναι ο ψηλός της Ηρώδου, πλην δεν με συμφέρει να τον βγάλω από τη μέση , επειδή κάποιοι δικοί μου είναι και δικοί του φίλοι και δεν θέλω να τους χάσω.

Κέρδος μάταιον, ωφέλεια χαμένη, να ΄χει ο ψηλός ότι ποθεί και ήσυχος να μένει.» Γκοτ ιτ ;

Γιες σερ, απάντησαν εν χορώ οι τρεις.

Στη συζήτηση παρενέβη η Λαίδη που τα είχε τσούξει και παράπαιε ελαφρώς. ″Καλύτερα να είμ΄εγώ εκείνη που θα πάγει, παρά να τον κατέστρεφες κι η λύπη να σε φάγει.» Έχει δίκιο η Μυλαίδη, είπαν οι υπόλοιποι. Εκόψαμε το φίδι της Δεξιάς αλλά δεν το σκοτώσαμε. Θα ιατρευθεί η πληγή, θα στυλωθεί, θα ξαναφοβερίσει. Μια ανάρτηση στον τοίχο σου, ένα βιντεάκι στο Τικ Τοκ, ένα μισάωρο στη Κατιάνα, κι όλοι οι πατριώτες θα σηκωθούν στα όπλα. «Ντροπή σου, άντρα μου! Στρατιώτης και να φοβάσαι;Και τι έγινε αν το μάθουν;» υπερθεμάτισε η γυναίκα. «Γεννούν αφύσικα δεινά τα παρά φύσιν έργα!», απάντησε ο Μάκβεθ. «Στείλε τώρα το ιππικό σου, κι όσοι αρνούνται, κρέμασμα.» επέμενε εκείνη. Ο Μάκβεθ τα πήρε! Μη μιλάς ! Άσε τη σαμπάνια. Πιες ένα σμούθι, ένα ισοτονικό, βάλτε το σορτσάκι σου και τρέξε 5 γύρους. «Η πολιτική είναι για κείνους που γροικάνε.»

«Με τους φόβους του γινόμαστε προδότες,» είπαν οι τρεις μεταξύ τους. Ν’ αφήσουμε στη γυναίκα του το γραφείο του, τους τίτλους του και να ζητήσουμε να φύγει. Κι αν αρνηθεί, καλύτερα ν’ αδράξουμε το φονικό σπαθί μας!».

Στο μεταξύ, οι φωνές δυνάμωναν. Όλοι μιλούσαν ταυτόχρονα. Οι μισοί εναντίον των άλλων μισών. Χτυπήματα από τους κάτω ορόφους, περίεργοι στα μπαλκόνια, στην εξώπορτα μια φωνή: ‘Ήρθαν οι πίτσες! Ποιος πληρώνει; ’ κι ένας απαρηγόρητος ψηφοφόρος μοιρολογούσε. «Λένε πως τρελάθηκαν . Το κόμμα παρέλυσε κι αυτός ισχύ δεν έχει.» Μάκβεθ, καλέ μου, έλα να τη κάνουμε. Έλα να πάμε στο Στέιτς, «Τι ζητάμε εδώ σ’ αυτή την παλιοχώρα που το κακό είναι επαινετό;» είπε η Λαίδη. Αν μείνω παραπάνω θα τρελαθώ. «Να, βλέπω αίματα στα χέρια μου, θαμπά τα μάτια είναι. Κλειστός ο νους και τη ψυχή φαντάσματα ζητάνε, Όλο πέθανε και πέθανε, σφυρίζουν.» Έχω βγάλει έγκαιρα, ουάν γουέι τίκετς, φερστ κλας, έχω ετοιμάσει τα λάγκατζ, τα δώρα ήδη ταξιδεύουν, πες εσύ το Ναι, και μη σε νοιάζει. Ο Μάκβεθ, το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε, κοίταξε γύρο του, κοίταξε τον έρημο δρόμο, έστησε αυτί στο χάος, κι ύστερα είπε στην ομήγυρη : «Εις το εξής, ομνύω, ό,τι ο νους γεννά, ευθύς το χέρι θα το κάμει.»

«Μεγάλα λόγια περιττά. Το πράγμα θα τελειώσει προτού προφτάσει ο σκοπός ετούτος να κρυώσει» είπε ο Α’ δολοφόνος και του μπήγει το μαχαίρι στην καρδιά. «Κι εσύ κυρά μου, πήγαινε στην ευχή του Θεού,» είπε ο Β΄ δολοφόνος και άνοιξε την πόρτα. «Πού να φύγω; Εγώ δεν έκαμα κακό; Ποιοι είσθε ; Τι ζητείτε;»

«Και συ κυρία μου καλή πού θα εύρης άλλον άντρα»; τη ρώτησε μία ξανθιά με λαϊκή προφορά.

«Να λιανιστεί το κρέας σου από τα κόκκαλα μου ! Όπου κι αν πάω, είκοσι αν θέλω αγοράζω!»

«Τη λένε τρελή μα το μυαλό της κόφτει!» είπε ο Γ΄Δολοφόνος.

«Να σε μαυρίσει η Κόλαση κιτρινισμένε δούλε!,» απάντησε η Λαίδη, και με το κεφάλι ψηλά αποχώρησε συνοδεία νοσηλευτών που είχαν ειδοποιηθεί. Στο απαρτμάν επικρατούσε σιγή, ένα μούδιασμα. Όλοι ψάχνονταν. Στο τέλος , ένας από τους πολλούς πήρε το λόγο:

«Εύγε του νέου βασιλιά, το λέγω με το νου μου και τη ψυχή μας δίνουμε μ’ όλη τη δύναμη μας εις τον καθένα χωριστά υπόχρεος να μένει για να παιδεύει τους σκληρούς και να τιμά τους φίλους.»

Εύγε, Ζήτω, Ζωή στον Αρχηγό μας, αυτός, αυτός ο άνθρωπος αυτός, ζητωκραύγαζαν όλοι και σήκωσαν τον ντελιβερά στους ώμους.

Τ Ε Λ Ο Σ

Υ.Γ1. Στους θεατρικούς κύκλους επικρατεί μια προκατάληψη για τον Μάκβεθ, καθώς θεωρείται έργο καταραμένο. Γι’ αυτό και προτιμούν να το αναφέρουν ως , το Σκωτσέζικο έργο παρά με τον τίτλο του.

Υ.Γ2. Για την παρωδία, χρησιμοποιήσαμε τη μετάφραση του Δημητρίου Βικέλα από το 1896 (Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης) με τις σχετικές παρεμβάσεις για ευνόητους λόγους.





Δημοφιλή