«Όταν η Γαλλία και η Γερμανία προχωρούν, όλη η Ευρώπη προχωρά. Όταν δεν το κάνουν, σταματάει» είχε πει κάποτε ο αείμνηστος Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ, τον οποίο επικαλείται ο Guardian στην ανάλυσή του με τίτλο «Ο γαλλογερμανικός κινητήρας είναι σχεδόν καπούτ».
Η «μηχανή» που, από την ίδρυση του μπλοκ έχει τροφοδοτήσει ένα πολύ μεγάλο μέρος του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού εγχειρήματος, δεν φαίνεται απλά να λειτουργεί ασθμαίνοντας αλλά να καταρρέει ολοκληρωτικά, σημειώνει ο Guardian.
Ο Εμανουέλ Μακρόν διόρισε την Παρασκευή νέο πρωθυπουργό, τον πιστό του κεντρώο σύμμαχό του, Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος γίνεται ο τέταρτος πρωθυπουργός της Γαλλίας φέτος και θα έχει το τρομακτικό έργο να προσπαθήσει να συγκροτήσει μια σταθερή κυβέρνηση μετά την κατάρρευση την περασμένη εβδομάδα της πιο βραχύβιας διοίκησης της χώρας από το 1958.
Εν τω μεταξύ, το έλλειμμα του δημόσιου τομέα της Γαλλίας οδεύει να ξεπεράσει το 6,1% του ΑΕΠ φέτος, υπερδιπλάσιο από το όριο της ευρωζώνης. Το δημόσιο χρέος είναι 110% του ΑΕΠ και αυξάνεται ενώ οι αγορές ομολόγων αυτό το μήνα βαθμολόγησαν τη Γαλλία ως οριακά λιγότερο φερέγγυα από την Ελλάδα.
Στη Γερμανία, την ίδια ώρα, ο διχασμένος κεντροαριστερός συνασπισμός που βρισκόταν στην εξουσία τα τελευταία τρία χρόνια κατέρρευσε τον περασμένο μήνα υπό το βάρος των δικών του ιδεολογικών αντιφάσεων και την πίεση πολλαπλών κρίσεων που προκλήθηκαν από την ευρείας κλίμακας εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Όποιος γίνει καγκελάριος μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου θα πρέπει να αντιμετωπίσει την οικονομία με τις χειρότερες επιδόσεις στον κόσμο, που πλήττεται από το υψηλό κόστος ενέργειας και εργασίας καθώς και από τη γραφειοκρατία, τις καταρρέουσες υποδομές και την επιταχυνόμενη ψηφιακή επέκταση.
Η επιβράδυνση των συναλλαγών με τον βασικό εμπορικό εταίρο της, την Κίνα, έφερε επίσης πλήγμα στις γερμανικές εξαγωγές, ενώ η πολύ σημαντική αυτοκινητοβιομηχανία άργησε να αναπτύξει ελκυστικά ηλεκτρικά οχήματα (EV) και τώρα αντιμετωπίζει την απειλή των αμερικανικών δασμών υπό τον Ντόναλντ Τραμπ.
Με τη Γαλλία να μην μπορεί να διεξαγάγει νέες βουλευτικές εκλογές μέχρι τον Ιούλιο και τη Γερμανία πιθανότατα χωρίς νέα κυβέρνηση μέχρι τον Ιούνιο, η «ακυβερνησία» των δύο χωρών με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ΕΕ αναπόφευκτα θα δυσκολέψει τη λήψη αποφάσεων στην Ευρώπη.
Το Παρίσι και το Βερολίνο θεωρούνται ως ο βασικός άξονας ισχύος της ΕΕ, που καθοδηγεί την πολιτική και καθορίζει τα κύρια περιγράμματα της ατζέντας της. Καθώς και οι δύο πρωτεύουσες δεν μπορούν να λάβουν μεγάλες αποφάσεις λόγω έλλειψης ισχυρών κυβερνήσεων, το μπλοκ θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπο με μήνες ή και περισσότερο «στο βούρκο», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το επίμαχο δημοσίευμα.
Τα παράλληλα οικονομικά και δημοσιονομικά δεινά των δύο δυνάμεων θα βαρύνουν και αυτά με τη σειρά τους την ΕΕ. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του μπλοκ - που αντιπροσωπεύουν το 41% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ - θα συρρικνωθούν οικονομικά το 2025.
Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη, με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει τις συνέπειες της δεύτερης προεδρίας του Τραμπ και τη γερμανική βιομηχανία (ιδιαίτερα) σε κρίση.
Το πώς φτάσαμε εδώ δεν είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί. Ωστόσο, δεν είναι τόσο εύκολο να καταλάβουμε πώς η Γαλλία και η Γερμανία θα μπορούσαν να βγουν από τη δίνη των συνεχιζόμενων πολιτικών και οικονομικών καταστροφών τους.
Τη Δευτέρα (16/12) ο Ολαφ Σολτς, θα αντιμετωπίσει μια ψήφο εμπιστοσύνης που έχει ζητήσει, προκειμένου να κηρύξει τις νέες εκλογές. Εάν χάσει, ο πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ θα διαλύσει το κοινοβούλιο και η Γερμανία θα ξεκινήσει επίσημα μια έντονη προεκλογική εκστρατεία μέσα στις διακοπές των Χριστουγέννων.
Μια πρόσφατη δημοσκόπηση ανέδειξε πρώτο το κεντροδεξιό CDU/CSU με 31%, ακολουθούμενο από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) με 18%, το SPD του Σολτς τρίτο με 17% και τους Πράσινους με 13%.
Αλλά επειδή η κεντροδεξιά συμμαχία CDU/CSU, εφόσον έρθει πρώτη, έχει λίγες πιθανότητες να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, η επιλογή του εταίρου του συνασπισμού αναπόφευκτα θα αποδυναμώσει τα σχέδιά του για οικονομική μεταρρύθμιση. Όλα τα μεγάλα κόμματα απέκλεισαν το ενδεχόμενο συνεργασίας με την ακροδεξιά.
«Το τρέχον οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, στο οποίο η προμήθεια φθηνών ορυκτών καυσίμων και η παραγωγή αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο, φαίνεται ξεπερασμένο - αλλά οι πολιτικοί δεν τολμούν να το πουν αυτό ανοιχτά», λέει ο Κάι Αρτσχάιμερ, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς. «Είμαι τουλάχιστον δύσπιστος ότι θα υπάρξει μια πραγματική νέα αρχή στο εγγύς μέλλον», προσθέτει.
Εάν η νέα κυβέρνηση αποτύχει να αλλάξει γρήγορα τα πράγματα, το αντιμεταναστευτικό AfD θα ωφεληθεί περισσότερο.
Η Ούρσουλα Μινχ, διευθύντρια του thinktank της Ακαδημίας Πολιτικής Εκπαίδευσης στη Βαυαρία, λέει ότι με το SPD, που είναι πιθανό να γίνει κυβερνητικός εταίρος, οι χαμένες ελπίδες και η απογοήτευση θα μπορούσαν να αποδειχθούν τοξικό μείγμα.
Παράλληλα, τα τρέχοντα πολιτικά προβλήματα της Γαλλίας -η χώρα διέρχεται τη χειρότερη περίοδο πολιτικής αστάθειας από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό από την απόφαση του Μακρόν να διαλύσει το κοινοβούλιο μετά τη βαριά ήττα των κεντρώων δυνάμεών του από την ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση (RN) της Μαρίν Λεπέν στις ευρωεκλογές.
Στις βουλευτικές εκλογές, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), ένας συνασπισμός αριστερών κομμάτων, με επικεφαλής τον Ζαν-Λικ Μελανσόν, κέρδισε τον μεγαλύτερο αριθμό εδρών.
Η συμμαχία του Μακρόν έχασε και τη δεύτερη θέση από το RN και κατέλαβε την τρίτη θέση. Το Κοινοβούλιο χωρίστηκε σε τρία περίπου ίσα και αντίπαλα μπλοκ -ευρεία αριστερά, κέντρο και δεξιά/ακροδεξιά- κανένα από τα οποία, δεν πλησιάζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μετά από εβδομάδες διχασμού και άρνησης να διορίσει πρωθυπουργό από την αριστερά, ο Μακρόν χρησιμοποίησε τον Μισέλ Μπαρνιέ, βετεράνο συντηρητικό και επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ για το Brexit, που υποστηριζόταν από μια εύθραυστη μειοψηφική συμμαχία κεντρώων και κεντροδεξιών βουλευτών.
Αυτόν τον μήνα, το ακροδεξιό RN ένωσε τις δυνάμεις του με το αριστερό NFP για να ανατρέψει την κυβέρνηση του Μπαρνιέ σε μια ψηφοφορία μομφής για τον προϋπολογισμό του 2025, ο οποίος περιελάμβανε περίπου 20 δισ. ευρώ σε φορολογικές αυξήσεις και 40 δισ. ευρώ σε περικοπές δημοσίων δαπανών.
Ο αντικαταστάτης του, Μπάιρου, καλείται να συγκεντρώσει μια πιο σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία - ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει ένα «σύμφωνο μη επίθεσης» που δεν θα άφηνε τη νέα κυβέρνηση έκθετη στην ίδια ακριβώς απειλή - μια ψήφος δυσπιστίας που υποστηρίζεται τόσο από την αριστερά όσο και από την ακροδεξιά, όπως συνέβη με τον Μπαρνιέ.
Η κοινοβουλευτική αριθμητική πάντως παραμένει η ίδια. Ο Μακρόν «φαίνεται να ετοιμάζεται να οικοδομήσει ένα πιο σταθερό κυβερνητικό σύμφωνο με τους Συντηρητικούς, τους Σοσιαλιστές, τους Κομμουνιστές και τους Πράσινους», οι οποίοι «μοιάζουν έτοιμοι να κάνουν συμβιβασμούς και να αποφύγουν μια κυβέρνηση στο έλεος του RN», λέει ο Ριμ Μομτάζ του thinktank Carnegie Europe.
«Αλλά αυτό είναι μόνο μια προσωρινή διόρθωση. Εξακολουθεί να μην έχει λύση για να αντιστρέψει το κύμα δημοφιλίας που απολαμβάνει η Λεπέν από το 2017 και τις σημαντικές πιθανότητες να εκλεγεί πρόεδρος το 2027».
Από την σκοπιά της ΕΕ, ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι. «Είναι πρόωρη η άποψη ότι η Γαλλία και η Γερμανία είναι νοκ-άουτ», εκτιμά ο Μουιτάμπα Ραχμάν από την εταιρεία συμβούλων Eurasia Group. «Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους, θα πρέπει να δούμε έναν ανανεωμένο γαλλογερμανικό κινητήρα».
Οι εκλογές στη Γερμανία, που μεταφέρθηκαν για τον Φεβρουάριο, ήταν «πολύ θετική εξέλιξη», λέει ο Ραχμάν: «Θα έχουμε σαφήνεια νωρίτερα μέσα στο έτος, έναν πιο συνεκτικό συνασπισμό και έναν καγκελάριο πιο σκεπτικιστή για τη Ρωσία. Και ο Μερτς και ο Μακρόν θα είναι πολύ πιο ευθυγραμμισμένοι στα μεγάλα ζητήματα από ό,τι ο Μακρόν και ο Σολτς».
Τα εγχώρια δεινά του Μακρόν, βέβαια, δεν θα εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη. «Αλλά φαίνεται να υπάρχει μια αίσθηση εθνικής ευθύνης για το σχηματισμό κυβέρνησης, την έγκριση προϋπολογισμού και την παροχή της ελάχιστης σταθερότητας που χρειάζεται η Γαλλία - και που χρειάζεται η Ευρώπη από τη Γαλλία», καταλήγει.
Πηγή: Guardian