Τί προσδιορίζουμε πλέον ως μη-εποικοδομητική, μη-φιλική και κυρίως εχθρική ενέργεια στο φάσμα των διμερών μας σχέσεων.
Umit Bektas / Reuters

Όπως οι ακτίνες του ήλιου απομακρύνουν την πρωινή αχλύ, παρομοίως και οι δηλώσεις και ενέργειες της Τουρκίας, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, θα διαλύουν λογικά τις όποιες αμφιβολίες για τις στοχοθεσίες της τουρκικής εξωτερικής πολίτικης. Το πρόβλημα έγκειται πως ενώ η αχλύ αποτελεί ένα φυσικό φαινόμενο -αν και έχει και μία πολλή διδακτική μυθολογική διάσταση- επομένως η παρουσία της ή η απουσία της γίνεται αντιληπτή μέσω της όρασης, η ερμηνεία ενός πολιτικού φαινόμενου διαμορφώνεται από διανοητικούς, ψυχολογικούς, ιδεολογικούς και άλλους παράγοντες του κάθε παρατηρητή, συνδιαμορφώνοντας την στάση του συλλογικού υποκειμένου.

Πραγματικά, δυσκολεύομαι να φανταστώ ποιο διανοητικό, «στρατηγικό», διπλωματικό, κανονιστικό ή άλλο επιχείρημα ή ευχολόγημα, θα επικαλεστούν όλοι όσοι εξακολουθούν να αμφιβάλλουν για τις τουρκικές ηγεμονικές αξιώσεις και κυρίως να αμφισβητούν την ανάγκη υιοθέτησης ενός άλλου πλαισίου αντιμετώπισης της τουρκικής συμπεριφοράς. Επίσης, αδυνατώ να κατανοήσω τον τρόπο που αξιολογούμε τις διαρκώς επιταχυνόμενες ενέργειες της Άγκυρας. Τί προσδιορίζουμε πλέον ως μη-εποικοδομητική, μη-φιλική και κυρίως εχθρική ενέργεια στο φάσμα των διμερών μας σχέσεων. Ακολούθως, τί διαβιβάζουμε και τι κυρίως μας διαβιβάζουν δια μέσου των περιλάλητων διαύλων επικοινωνίας που διατηρούμε με την γειτονική χώρα; Το χάσμα μεταξύ ρητορικής της ελληνικής πλευράς και πραγματικότητας, όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις, δεν πρέπει να διευρυνθεί περαιτέρω. Μακάρι, η αποχώρηση του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Δημήτρη Οικονόμου, από την τελετή εγκαινίων του αγωγού ΤΑΝΑΡ, να αποτελεί την απαρχή για την μεταστροφή, λόγω και έργω, της αναποτελεσματικής προσέγγισης του τουρκικού ηγεμονισμού.

Οι συλλογικές μας ψευδαισθήσεις, σχετικά με την εξελικτική πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων κατά την τελευταία εικοσαετία, πρέπει να ξεπεραστούν και όχι να αντικατασταθούν από νέες. Όλοι όσοι θεωρούσαν την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ ως μέσο μετασχηματισμού της γειτονικής χώρας, που θα «απελευθέρωνε» τις ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις βασανιστικές επενέργειες του διμερούς καταμερισμού ισχύος, πώς θέτουν τώρα ρεαλιστικά προτάγματα συμβιβασμού, λόγω της διευρυνόμενης ανισορροπίας; Η διάγνωση δεν επαλήθευσε την πρόγνωση και μάλλον δεν επέφερε και την αναγκαία επίγνωση. Μεγαλόσχημες διακηρύξεις πως «οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους» δεν τεκμαίρονται ιστορικά, όπως επίσης δεν προκύπτει καμία, άξια λόγου, διάθεση χειραφέτησης της τουρκικής κοινωνίας από τις προγενέστερες και συγκαιρινές πατερναλιστικές νοοτροπίες. Επίσης, δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή απόκλιση σχετικά του τι θα (αν) μας προσφερθεί και τι θα περιμένουμε ως βοήθεια από εταίρους, συμμάχους και όψιμους συνοδοιπόρους στην Ανατολική Μεσόγειο, στην απευκταία περίπτωση μίας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.

Συναφώς, η ελληνική εξωτερική πολιτική, μπορεί να προσφέρεται, αλλά δεν συνιστά πρωτίστως σεμινάριο πρακτικής και διανοητικής άσκησης μεταπτυχιακών φοιτητών του διεθνούς δικαίου, αλλά μέσο προάσπισης και διαιώνισης του συλλογικού υποκειμένου που εκπροσωπεί. Το διεθνές δίκαιο αναπτύχθηκε στη βάση της διακρατικής συγκρότησης του διεθνούς συστήματος και η εφαρμογή συνδέεται, δυστυχώς, και με την εκάστοτε διεθνοπολιτική συγκυρία. Κατόπιν λοιπόν της πρόσφατης υπογραφής Μνημονίου Κατανόησης Θαλασσίων Δικαιοδοσιών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, η μη κατάθεση των συντεταγμένων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στον ΟΗΕ δεν δικαιολογείται ούτε από νομική, ούτε από πολιτική σκοπιά και εφ’ όσον συνεχιστεί θα συνιστά σοβαρή έκπτωση της προάσπισης των ελληνικών συμφερόντων, αλλά και της εφαρμογής του δικαίου της θάλασσας.

Στο επίμετρο του βιβλίου του Θεωρία του Πολέμου, ο Παναγιώτης Κονδύλης προειδοποίησε για την συγκεκριμένη ψευδαίσθηση, δηλαδή την επιλογή του εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας ως κυρίαρχης ελληνικής στρατηγικής εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων, εν τη γενέσει της˙ στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Αν και πιστεύω πως αρκετοί θα «βαφτίσουν» ορθολογική συμπεριφορά την αποδοχή μέρους των τούρκικων αιτιάσεων, οι προσδοκίες που έχει δημιουργήσει η τουρκική ηγεσία, τόσο στο εσωτερικό ακροατήριο, όσο και η εξελικτική δυναμική του τουρκικού αναθεωρητισμού θα προσδιορίσουν ως απαγορευτικές τις όποιες εγχώριες προτροπές για έναν «έντιμο συμβιβασμό».

Δημοφιλή