Το «τυνησιακό θαύμα» και οι δημοτικές εκλογές της 6ης Μαΐου

Πολιτική ωριμότητα ή μετάθεση της σύγκρουσης μεταξύ του πολιτικού Ισλάμ και των υποστηρικτών του κοσμικού Κράτους;
Zoubeir Souissi / Reuters

Για πρώτη φορά μετά την «Αραβική Άνοιξη» του 2011, που ανέτρεψε το καθεστώς Μπεν-Αλί και έφερε το σημερινό πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, διεξήχθησαν στην Τυνησία οι πρώτες δημοτικές εκλογές στην Ιστορία της χώρας. 2074 συνδυασμοί με συνολικά 53.688 υποψηφίους θα διεκδικήσουν την ηγεσία και την εκπροσώπησή τους στους 350 δήμους της χώρας. Αυτό και μόνο το γεγονός, αποτελεί ορόσημο για την σύγχρονη ιστορία της ξεχωριστής αυτής χώρας του αραβικού κόσμου. Μια χώρα που τελικά κατάφερε να διαψεύσει πλείστες απαισιόδοξες προβλέψεις για το μέλλον της. Είναι, όμως, όλα τόσο ρόδινα όσο φαίνονται; Συγκρίνοντας την τυνησιακή πραγματικότητα με όσα διαδραματίσθηκαν – και συνεχίζουν να συμβαίνουν – στις υπόλοιπες αραβικές χώρες που γνώρισαν δραματικές πολιτειακές ανατροπές την τελευταία δεκαετία, η απάντηση είναι «ίσως ναι».

Έχοντας πλέον μάθει πώς μπορεί ένα κράτος να διοικηθεί μέσα από συλλογικές διαδικασίες, με κοινοβούλιο πολυκομματικό και κυβερνήσεις συνεργασίας, το ψευδο-δημοκρατικό προεδρικό σύστημα του Μπεν-Αλί φαντάζει σήμερα μια μακρινή ανάμνηση. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που ο Πρόεδρος και το κόμμα του είχαν τον πρώτο και τελευταίο ρόλο στο πολιτικό σύστημα. Τα ποσοστά προεδρικής εκλογής που επί μισό περίπου αιώνα ξεπερνούσαν το 95%, προκαλούν χιλιοειπωμένα ανέκδοτα στα ευρωπαϊκά καφέ της Τύνιδας. Η νομιμοποίηση του ισλαμιστικού κόμματος Αλ-Νάχντα και η συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες από το 2011 μέχρι και σήμερα απομυθοποίησε τη ρητορική φόβου, που είχε κάνει σημαία του το ξεχασμένο πια «παλαιό καθεστώς Μπεν-Αλί».

Το κίνημα Αλ-Νάχντα, έχοντας το εκλογικό ρεύμα με το μέρος του στις βουλευτικές εκλογές του 2011, είχε εξασφαλίσει την πρωτιά κερδίζοντας το 37% και τις 89 από τις 217 κοινοβουλευτικές έδρες. Από την άλλη πλευρά όμως, η μεσαία τάξη που είχε ξεσηκωθεί κατά των αυθαιρεσιών του Μπεν-Αλί, ουσιαστικά δεν είχε απομακρυνθεί από τα ιδεώδη του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους -όπως αυτά είχαν παγιωθεί από την εποχή του πρώτου Προέδρου της χώρας, Ναγκίμπ Μπουργκίμπα. Άλλωστε, αυτή ακριβώς ήταν η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην «Τυνησιακή Άνοιξη» και σε ό,τι συνέβη στις άλλες αραβικές κοινωνίες: Στόχος των διαδηλώσεων ήταν να τιμωρηθεί ο νεποτισμός του προέδρου Μπεν-Αλί και όχι ο κοσμικός χαρακτήρας του καθεστώτος του. Έτσι, η πιθανότητα η Τυνησία να ακολουθήσει τις αδιέξοδες ατραπούς της διακυβέρνησης Μόρσι στην Αίγυπτο, φόβιζε τα μεσαία και ανώτερα στρώματα της χώρας με αποτέλεσμα το 2012 να συσταθεί το κόμμα Nidaa Tunis με επικεφαλής τον Μπεζί Κάιντ Εσσέμπσι, που εκφράζει τα βασικά ιδεώδη του εκκοσμικευμένου κράτους, και που σήμερα εκφράζουν τον κεντροαριστερό χώρο του πολιτικού χάρτη της χώρας.

Μια βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας πολύ κοντά σε παραλιακό τουριστικό θέρετρο τον Οκτώβριο του 2013, ενίσχυσε τους φόβους της μεσαίας τάξης ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της χώρας. Γι’ αυτό, στις δεύτερες κοινοβουλευτικές εκλογές της «μετεπανασταστικής εποχής», το κόμμα των κοσμικών, Nidaa Tunis, κέρδισε το 37,56% των ψήφων και 86 κοινοβουλευτικές έδρες, ενώ οι Ισλαμιστές του κινήματος Αλ-Νάντχα υπό τον Ρασίντ Γανούσι προσγειώθηκαν στο 27%, με την κοινοβουλευτική τους δύναμη να χάνει 20 έδρες. Παρ’ όλα αυτά, το ευτύχημα ήταν ότι τα δύο αυτά κόμματα εξουσίας κατάφεραν να βρουν σημεία σύγκλισης και να σχηματίσουν κυβέρνηση συνεργασίας, που βρίσκεται στην εξουσία μέχρι σήμερα. Μάλιστα, η κυβερνητική συγκατοίκηση κατάφερε να μην διαταραχθεί όταν ο αρχηγός του Nidaa Tunis, Μπεζί Κάιν Εσσέμπσι, εξελέγη πρόεδρος της χώρας το 2014. Έτσι, σήμερα η Τυνησία κυβερνάται από έναν πρόεδρο που τάσσεται υπέρ της διατήρησης του εκκοσμικευμένου χαρακτήρα του κράτους, ο οποίος όμως δεν διστάζει να συνεργάζεται σε κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο με τους Ισλαμιστές του κινήματος Αλ-Νάχντα.

Οι ιδεώδεις – για τα αραβικά δεδομένα - πολιτικές ισορροπίες που επετεύχθησαν στην Τυνησία δεν είναι τόσο αυτονόητες. Η ιστορία της χώρας διδάσκει ότι ο λαός της ήταν ανέκαθεν εκπαιδευμένος στο να μην θέλει να συγχέει την θρησκευτική με την πολιτική εξουσία και το κράτος καθαυτό. Αποτελεί ευτύχημα ότι και ο ηγέτης του ισλαμιστικού κινήματος Αλ-Νάχντα, Ρασίντ Γανούσι, προτίμησε να αφουγκρασθεί σωστά τα αιτήματα της κοινωνίας και να μην παρασυρθεί από τα αισθήματα αντεκδίκησης ύστερα από δεκαετίες αδιάκοπης δαιμονοποίησης του πολιτικού Ισλάμ, που αξιοποιείτο από το καθεστώς Μπεν-Αλί ως πρόσχημα για να κρατηθεί στην εξουσία. Η μετριοπαθής διαχείριση της εξουσίας από τον ίδιο τον Γανούσι κατά την πρώτη τετραετία της «μετεπαναστατικής» Τυνησίας (2011-2014), διέψευσε τους φόβους της τυνησιακής μεσαίας τάξης η οποία, προκειμένου να προστατευθεί από τον «επικείμενο ισλαμικό κίνδυνο», είχε επιδείξει πολυετή ανοχή στον νεποτισμό του προέδρου-δικτάτορα. Παράλληλα, ο Γανούσι φαίνεται ότι παρατήρησε πολύ προσεκτικά την μεγάλη άνοδο, αλλά και την ηχηρή πτώση των ομοϊδεατών του Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο ή τους λόγους που οδήγησαν την γειτονική Λιβύη στο χάος. Έτσι, οι Ισλαμιστές του Αλ-Νάχντα, αντί να επιλέξουν τον εύκολο δρόμο της αντιπαράθεσης – με τον κίνδυνο να ξαναζήσουν την εποχή που βρίσκονταν στην παρανομία -, όταν έχασαν την πρωτιά στις βουλευτικές εκλογές του 2014 προτίμησαν τον αξιοπρεπή συμβιβασμό με το να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τους κοσμικούς του κόμματος Nidaa Tunis.

Η επιτυχής κυβερνητική συγκατοίκηση Ισλαμιστών - Κοσμικών στην Τυνησία αποτελεί ένα φαινόμενο μοναδικό στον σημερινό αραβικό κόσμο. Ωστόσο, δεν άργησε να παρουσιαστεί ένα γεγονός, που θα μπορούσε να τινάξει όλες τις ισορροπίες στον αέρα: Η τουριστική βιομηχανία της χώρας, που εξαρτάται αποκλειστικά από μεγάλα ευρωπαϊκά τουριστικά πρακτορεία, βρέθηκε για ακόμα μια φορά στο στόχαστρο εξτρεμιστών ισλαμιστών, τον Ιούνιο του 2015. Τυνήσιος ισλαμιστής τρομοκράτης έσπειρε τον θάνατο πυροβολώντας αδιακρίτως μέσα σε πεντάστερο ξενοδοχείο, σκοτώνοντας 38 Ευρωπαίους τουρίστες και τραυματίζοντας σοβαρά άλλους 30. Σε πολιτικό επίπεδο, το γεγονός αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά ένα δυνατό τεστ αντοχής της κυβέρνησης συνεργασίας, αλλά συγχρόνως και μια δοκιμή κατά πόσον τελικά το πολιτικό Ισλάμ της χώρας είναι ώριμο να συμπορευτεί με τους κανόνες του πολυκομματισμού, του κοινοβουλευτισμού και της πολιτισμικής ανεκτικότητας. Οι τραγικές εικόνες από τις αιματοβαμμένες ξαπλώστρες προκάλεσαν την φρίκη της Δυτικής κοινής γνώμης και αποτέλεσε ευτύχημα για την οικονομία της χώρας ότι το βίαιο εκείνο γεγονός συνέβη στο τέλος της τουριστικής περιόδου. Εάν κάτι «έσωσε» το ισλαμιστικό κόμμα Αλ-Νάχντα από το να θεωρηθεί ένοχο για την τρομοκρατική επίθεση, ήταν καθαυτή η παραμονή του στην κυβέρνηση συνεργασίας με τους κοσμικούς. Το ισλαμιστικό Αλ-Νάχντα «γλύτωσε» από το να κηρυχθεί ξανά εκτός νόμου όταν ο πρόεδρός του και κυβερνητικός εταίρος, Ρασίντ Γανούσι, συντάχθηκε απόλυτα με τον πρόεδρο Εσσέμπσι ως προς την εφαρμογή αυστηρών μέτρων καταστολής κατά των ακραίων ισλαμιστικών τάσεων, που προφανώς ακόμα υπάρχουν στην κοινωνία της χώρας.

Ο Rached Ghannouchi, επικεφαλής του κόμματος Ennahda, ψηφίζει σε ένα εκλογικό κέντρο για τις δημοτικές εκλογές στην Τύνιδα, στην Τυνησία
Ο Rached Ghannouchi, επικεφαλής του κόμματος Ennahda, ψηφίζει σε ένα εκλογικό κέντρο για τις δημοτικές εκλογές στην Τύνιδα, στην Τυνησία
Zoubeir Souissi / Reuters

Ενώ, λοιπόν, όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς στην Τυνησία, με τις κομματικές ηγεσίες των Ισλαμιστών και των Κοσμικών να επιτυγχάνουν να συνεργάζονται ομαλά, γιατί άραγε θα έπρεπε να καθυστερήσει τόσο πολύ η δημοκρατική ανάδειξη της τοπικής αυτοδιοίκησης; Γιατί θα έπρεπε να περάσουν επτά ολόκληρα χρόνια από την ανατροπή του Μπεν-Αλί και να μεσολαβήσουν δύο κοινοβουλευτικές εκλογές (2011 και 2014) και μια προεδρική (2014) έως ότου κληθεί ο μέσος Τυνήσιος πολίτης να αποφασίσει ποιος θα είναι ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης του;

Στην προσπάθεια να απαντηθεί αυτό το εύλογο ερώτημα, πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν η ωριμότητα με την οποία οι ηγεσίες τόσο των Ισλαμιστών όσο και των Κοσμικών κατάφεραν να διαχειριστούν την τυνησιακή κοινωνία στο σύνολό της. Φαίνεται ότι τόσο ο Γανούσι, όσο και ο πρόεδρος Εσσέμπσι είναι αμφότεροι αποφασισμένοι να μην παρασύρουν τον τυνησιακό λαό στην εύκολη παγίδα του διχασμού.

Ένας απολογισμός του σύντομου πολυκομματικού κοινοβουλευτικού βίου της Τυνησίας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: Ο μέσος Τυνήσιος μπορεί να κλήθηκε να αποφασίσει ποιος βουλευτής και ποιο κόμμα θα τον εκπροσωπεί στο εθνικό κοινοβούλιο. Ωστόσο, ποτέ δεν ρωτήθηκε άμεσα, εάν συμφωνεί με τις ιδεολογικές συγκλίσεις Ισλαμιστών-Κοσμικών που επιτεύχθηκαν μέσα στις αίθουσες του προεδρικού μεγάρου και του κοινοβουλίου στην Τύνιδα. Φαίνεται, μάλιστα, ότι οι κομματικοί μηχανισμοί τόσο του Αλ-Νάχντα, όσο και του Nidaa Tunis, ήθελαν να αναβάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο να αναμετρηθούν πολιτικά και ιδεολογικά σε καθαρά τοπικό επίπεδο, επειδή ακριβώς έχουν πλήρη επίγνωση των τεράστιων διαφορών ανάμεσα στις κοινωνικές δομές που υπάρχουν αφ’ ενός στα τουριστικά μεσογειακά αστικά κέντρα και αφ’ ετέρου στην φτωχή, συντηρητική και θρησκόληπτη ενδοχώρα. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι Ισλαμιστές και Κοσμικοί στις «μικτές» πόλεις, συμβιώνουν αρμονικά. Εσσέμπσι και Γανούσι προφανώς αναρωτιούνταν, γιατί άραγε θα έπρεπε στο όνομα της πολιτικά ορθής «δημοκρατικής εκλογής της τοπικής αυτοδιοίκησης», να προκληθούν περιττά σημεία τριβής και αναίτιες πολώσεις «εκ του μη όντος». Έτσι, οι τέσσερεις αλλεπάλληλες αναβολές των δημοτικών εκλογών μπορεί επισήμως να προβάλλονταν ως «απαραίτητες για την ομαλή μετάβαση της χώρας σε συνθήκες πλουραλισμού». Στην πραγματικότητα όμως, με αυτόν τον τρόπο διατηρείται από το 2014 μέχρι σήμερα το λεγόμενο «Τυνησιακό Θαύμα» της αρμονικής συνύπαρξης Ισλαμιστών και Κοσμικών –μια συνύπαρξη που όμοιά της στον υπόλοιπο αραβικό κόσμο δεν υπάρχει. Έτσι, ο μέσος Δυτικός παρατηρητής εύκολα οδηγείται στο εξής φαινομενικά παράδοξο συμπέρασμα: Στην περίπτωση της μετεπαναστατικής Τυνησίας, όταν οι δημοκρατικά εκλεγμένοι κυβερνητικοί εταίροι αποφασίζουν από κοινού να μην ενθαρρύνουν περαιτέρω δημοκρατικές διαδικασίες, εν τέλει ωφελημένη αναδεικνύεται η ίδια η κοινωνία, η οποία ίσως να μην είναι σε θέση να αντέξει πρόσθετες πολώσεις.

Όποιες και εάν ήταν οι δεύτερες σκέψεις των κομματικών επιτελείων στην Τύνιδα, το σίγουρο είναι ότι πραγματική σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν νοείται χωρίς εκλεγμένη τοπική αυτοδιοίκηση. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, το τυνησιακό πολιτικό σύστημα φρόντισε να φέρει την εκλογική διαδικασία στα δικά του μέτρα.

Το 2017, το κοινοβούλιο ενέκρινε ειδικό εκλογικό νόμο για τις δημοτικές εκλογές, υιοθετώντας εξαιρετικά ενδιαφέροντες νεωτερισμούς: Η εκλογή θα γίνεται με λίστες συνδυασμών και όχι με σταυρό προτίμησης. Κάθε συνδυασμός θα πρέπει να έχει αναλογία 50:50 ανδρών και γυναικών. Μέσα στις πρώτες δέκα θέσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται τουλάχιστον τρεις υποψήφιοι νεώτεροι των 35 ετών. Μέσα στις πρώτες δέκα θέσεις θα πρέπει να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας υποψήφιος ΑΜΕΑ. Οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν σε όλους τους συνδυασμούς, κομματικούς ή μη. Τέλος, για πρώτη φορά στην σύγχρονη Ιστορία της χώρας, αναγνωρίσθηκε δικαίωμα ψήφου στους αξιωματούχους των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Ορίσθηκε μάλιστα, οι στρατιωτικοί και οι αστυνομικοί να ψηφίσουν μια εβδομάδα πριν την ημερομηνία των εκλογών, προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν ανήμερα των εκλογών της 6ης Μαΐου στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.

Σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Αρχή Διενέργειας των Δημοτικών Εκλογών, από τους συνολικά 53.688 υποψηφίους για τις συνολικά 7.212 έδρες όλων των κατά τόπους δημοτικών συμβουλίων της χώρας, το 49% των υποψηφίων είναι γυναίκες και 50% είναι νεώτεροι των 35 ετών. Πέραν αυτών, είναι εντυπωσιακό ότι σε 18 συνδυασμούς ηγούνται άτομα με ειδικές ανάγκες, ως επίσης και ένας υποψήφιος εβραϊκής καταγωγής.

Zoubeir Souissi / Reuters

Τα κοινωνικά κριτήρια που θέτει ο εκλογικός νόμος υπέρ των γυναικών, της νεολαίας και των ατόμων με ειδικές ανάγκες, ουσιαστικά στοχεύουν στο να μειωθούν οι πιθανότητες να οξυνθεί η ευθεία κομματική αντιπαράθεση ανάμεσα στις μερίδες της κοινωνίας που συντάσσονται με τους Ισλαμιστές ή τους Κοσμικούς. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού ουσιαστικά θέλουν να στρέψουν το ενδιαφέρον της αναμέτρησης στα άτομα και όχι στα κόμματα καθαυτά. Και ενώ θα μπορούσε αυτό να θεωρηθεί ως προσπάθεια των Κοσμικών να αποδυναμώσουν την συσπείρωση της ισλαμιστικής-συντηρητικής ψήφου, τελικά ούτε αυτή η εκτίμηση δεν είναι απολύτως ακριβής. Απόδειξη: Η επιλογή των Ισλαμιστών του Αλ-Νάχντα να προβάλουν ως υποψήφια για την Δημαρχία της πρωτεύουσας μια γυναίκα, το παρουσιαστικό και το οικογενειακό υπόβαθρο της οποίας δεν συνάδει καθόλου με το τυπικό πρότυπο μιας συντηρητικής, παραδοσιακής Τυνήσιας ισλαμίστριας.

Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τα τελικά αποτελέσματα των πρώτων δημοτικών εκλογών στην Ιστορία της Τυνησίας δεν έχουν γίνει γνωστά. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που έχει την πρωτεύουσα σημασία, μιας και οι εκλογικοί κανόνες που έχουν τεθεί δεν προσφέρονται, ώστε να συναχθούν αξιόπιστα συμπεράσματα για την ενίσχυση ή μη των Κοσμικών έναντι των Ισλαμιστών και αντίστροφα. Η σημασία των τυνησιακών δημοτικών εκλογών της 6ης Μαΐου 2018 συνίσταται στις ιδεολογικές συναινέσεις και στα προσεκτικά νομοθετικά μέτρα που υιοθετήθηκαν από την συγκυβέρνηση Nidaa Tunis και Αλ-Νάντχα. Ανεξαρτήτως ποσοστών, στην σημερινή Τυνησία νικήτρια αναδεικνύεται η πολιτική ωριμότητα.

Σίγουρα η Τυνησία δεν έχει ξαφνικά μετατραπεί σε έναν παράδεισο κοινοβουλευτισμού και πολυκομματισμού. Το πιθανότερο είναι ότι Ισλαμιστές και Κοσμικοί αλληλοδοκιμάζονται, με σκοπό να αναμετρηθούν ανοιχτά όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή κάποτε στο μέλλον. Εν τω μεταξύ, όμως, η αμοιβαία ανεκτικότητα που επιδεικνύουν αμφότερες οι πλευρές, επιτυγχάνει να θέσει γερές βάσεις σε πολιτειακούς θεσμούς πρωτόγνωρους για την Τυνησία –ενισχύοντας τις ελπίδες ότι η αραβική αυτή χώρα θα αποδειχθεί ικανή να κτίσει την δική της ξεχωριστή μοίρα με βήματα αργά και προσεκτικά, με επίγνωση των εγγενών της αδυναμιών.

Ο Γαβριήλ Χαρίτος είναι δικηγόρος και διδάκτωρ διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η μονογραφία του «Ο εκδημοκρατισμός των αραβικών κρατών ως προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή – Η περίπτωση της Ιορδανίας και της Τυνησίας» δημοσιεύθηκε από το Ίδρυμα Διεθνών Νομικών Μελετών καθ. Ηλία Κρίσπη και δρος Αναστασίας Σαμαρά-Κρίσπη (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008)

Αναδημοσίευση από το FOREIGN AFFAIRS The Hellenic Edition

Δημοφιλή