Επιζώντες και διασώστες. Εκείνοι που σώθηκαν και εκείνοι που τους έσωσαν ή, κάποιες φορές, προσπάθησαν αλλά δεν πρόλαβαν ή δεν τα κατάφεραν. Άνθρωποι που μοιράζονται μια περιπέτεια ζωής από διαφορετική θέση. Με τον πρώτο να κουβαλά για πάντα μια τραυματική εμπειρία και τον δεύτερο να καλείται να σηκώσει ένα δυσβάσταχτο ψυχικό φορτίο, συχνά δύσκολα διαχειρίσιμο, που αφήνει το αποτύπωμά του σε βάθος χρόνου. Γιατί είναι εκείνος που απλά αισθάνεται πως κρατά στα χέρια του μια ζωή. Συχνά και πολύ περισσότερες.
Αυτός ο άγνωστος που είναι εκεί όταν τον έχουμε πιο πολύ ανάγκη καλείται μάλιστα να εκτεθεί, κατ’ επιλογή ξανά και ξανά σε ανάλογες εμπειρίες και συναισθήματα και να υποβληθεί σε αντίστοιχες στρεσογόνες καταστάσεις. Το πιο ακραίο ίσως παράδειγμα αυτής της ψυχοφθόρας επανάληψης το ζουν σήμερα όσοι επιχειρούν στη Μεσόγειο προσπαθώντας να σώσουν πρόσφυγες ενώ το έζησαν πιο πριν, με απίστευτη ένταση οι διασώστες που επιχειρούσαν στα ελληνικά νησιά την περίοδο της κορύφωσης των αφίξεων προσφύγων την περίοδο 2015-2016.
Η Χριστίνα Ψαρρά, συντονίστρια ομάδας έρευνας και διάσωσης των Γιατρών Χωρίς Σύνορα την συγκεκριμένη περίοδο στον Μόλυβο της Λέσβου, έζησε εκείνες τις ατελείωτες ημέρες «που όταν ανοιγόσουν στη θάλασσα έβλεπες στο βάθος μαύρα στίγματα. Παντού. Αμέτρητα. Ήταν μικρές βάρκες ή πνευστές σχεδίες».
Ξανά και ξανά άκουγε τις κλήσεις ανθρώπων για βοήθεια. «Δεν καταλάβαινες τι έλεγαν. Σπάνια μιλούσαν αγγλικά. Αλλά ήξερες. Άκουγες την απόγνωση, τα ουρλιαχτά, τα κλάματα» αφηγείται μιλώντας στην HuffPost Greece. Φωνές και κραυγές που όπως λέει «δεν θα ξεχάσω ποτέ». Και όταν το σκάφος της ΜΚΟ προσέγγιζε μια βάρκα οι ήχοι της απελπισίας έδιναν τη θέση τους σε εικόνες απόγνωση. «Σε άρπαζαν από παντού. Ήσουν η σανίδα σωτηρίας τους. Συχνά έβαζαν μπροστά τα παιδιά, τα μωρά. Δεν ήξεραν ποιος πλησίαζε, ούτε τις προθέσεις τους. Τα σήκωναν ψηλά για να τα πάρεις πρώτα αλλά και για να σου δείξουν πως υπάρχει άμεση ανάγκη βοήθειας».
Μια επιτυχής διάσωσης όμως δεν είναι κάτι δεδομένο. Βάρκες ανατρέπονταν. Άψυχα κορμιά συλλέγονταν από τη θάλασσα. Προσπάθειες ανάνηψης δεν απέδιδαν. Και τότε η απελπισία και ο φόβος συνοδευόταν από θάνατο και θρήνο.
Πώς αντέχει κάποιος να ανοίγεται κάθε μέρα στη θάλασσα και να έρχεται αντιμέτωπος ξανά και ξανά με τέτοιες εικόνες; Πως προστατεύεται; Ποιες είναι οι δικλείδες ασφαλείας του, ποιο το ψυχολογικό αποτύπωμα που αφήνουν όλες αυτές οι εμπειρίες και επιστρέφει στην «κανονικότητα» της δική του ζωής;
Πρώτα θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιδιαιτερότητα της ίδιας της αποστολής των διασωστών αλλά και των ανθρώπων που έχουν ταχθεί σε αυτή. Όπως λέει η ψυχολόγος και η πρώην υπεύθυνη δραστηριοτήτων ψυχικής υγείας των ΓΧΣ, Αλίκη Μεϊμαρίδου οι άνθρωποι αυτοί «αφενός διακατέχονται από ένα πολύ ισχυρό κίνητρο να προσφέρουν βοήθεια και αφετέρου βλέπουν τις προσπάθειες τους συχνά να ακυρώνονται, να αναιρούνται, να εμποδίζονται εξαιτίας, εν προκειμένω των μεταναστευτικών πολιτικών που εφαρμόζονται. Διακατέχονται συχνά από ένα αίσθημα ματαίωσης».
Ειδικότερα μάλιστα όπως συμπληρώνει η κ.Ψαρρά στην περίπτωση της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα υπήρχαν και δύο επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες που γεννούσαν απογοήτευση και θυμό. «Πάντα σε αποστολές διαχείρισης ανθρωπιστικών κρίσεων πχ σε εμπόλεμες ζώνες βιώνεις ένα αίσθημα ματαιότητας των πράξεών. Η κρίσιμη διαφορά εδώ είναι πως αφενός δεν περιμέναμε να βρεθούμε να μπροστά στην κατάσταση που βρήκαμε στα νησιά και κατά δεύτερον όλα αυτά συνέβαιναν στη χώρα μας. Δεν μπορούσα να αποδεχθώ ότι τα πράγματα ήταν τόσο χάλια, πως στις ακτές της Λέσβου βλέπαμε ανθρώπους να πεθαίνουν σε απόσταση λίγων ναυτικών μιλίων από την ακτή. Τα βράδια δεν κοιμόμασταν σε ένα hat σε κάποια εμπόλεμη περιοχή. Ήμασταν στην Ελλάδα, σε μια ευρωπαϊκή χώρα που η πρόσβαση σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους…Τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο».
Πρόσθετα σε αυτή την άρνηση ή και απόγνωση υπάρχουν τα συναισθήματα που βιώνουν κατά κανόνα οι διασώστες σε τέτοιες επιχειρήσεις. Όπως επισημαίνει η κ.Μεϊμαρίδου οι άνθρωποι αυτοί έρχονται σε επαφή με τον άμεσο κίνδυνο για τις ζωές εκείνων που θέλουν να σώσουν. Είναι μια κατάσταση ψυχοφθόρα, η ψυχολογική πίεση μεγάλη. «Είδαν ανθρώπους νεκρούς να επιπλέουν στη θάλασσα…Έζησαν μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία. Σωματική - αφού οι συνθήκες σπάνια είναι ιδανικές - όσο και ψυχική».
Ο θρήνος είναι ένα από τα βασικότερα συναισθήματα που βαραίνει την ψυχολογία ενός διασώστη αφού βιώνει έντονα την απώλεια εκείνου που δεσμεύτηκε να σώσει. Το γεγονός δε ότι οι επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης είναι πολύωρες και στην περίπτωση του προσφυγικού είχαν μια καθημερινή επανάληψη, γιγαντώνει αυτές τα συναισθήματα. «Θρηνείς για εκείνους που δεν μπόρεσες να βοηθήσεις, που χάθηκαν, για τους γονείς που έχασαν το παιδί τους και έπρεπε να τους παρηγορήσεις...Περιβάλλεσαι από θάνατο και θρήνο», λέει η κ.Ψαρρά.
Και από κοντά έρχονται οι ενοχές, που όσο παράλογο και εάν ακούγεται είναι ένα πολύ κοινό συναίσθημα στους διασώστες σύμφωνα με την ψυχολόγο. «Είναι η ενοχή του επιζήσαντα και είναι κοινή σε αυτούς που διασώθηκαν και στους διασώστες».
Γιατί όμως ενοχές και αμφιβολίες; Είναι η ερώτηση στην κ.Ψαρρά. «Γιατί αν και έχεις κάνει το καλύτερο που μπορούσες πάντα όταν είσαι μέσα σε αυτή την κατάσταση βασανίζεσαι δεν μπορείς παρά να αναρωτιέσαι ”τι άλλο μπορώ να κάνω;»”, ”κάνω αρκετά;”, ”θα ήταν καλύτερά εάν…;”».
Και βέβαια αυτές οι σκέψεις και τα συναισθήματα γίνονται πολύ πιο έντονα γιατί σε τέτοιες καταστάσεις δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος στο άτομο να βιώσουν το τραυματικό γεγονός που έζησαν, να θρηνήσουν. Εδώ ο χρόνος είναι εχθρός, και οι ανάγκες πιεστικές.
Μαζί με τις ενοχές και τον θρήνο, έρχεται όμως από κοντά και ο θυμός. «Κουβαλάς πολύ θυμό, πολύ οργή. Ξεσπάς σε άλλα πράγματα χωρίς λόγο. Και δεν το καταλαβαίνεις καν όταν το κάνεις» λέει η κ.Ψαρρά.
Αν και έχουν περάσει τρία χρόνια πια καθώς καθώς ξαναφέρνει στη μνήμη της εκείνες τις μέρες η φωνή της έχει μια περίεργη ένταση, σαν αυτή ενός ανθρώπου που βιάζεται να κάνει κάτι γιατί είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όπως όταν το σκάφος της ΜΚΟ επέστρεψε για ανεφοδιασμό και αλλαγή βάρδιας στο λιμάνι αλλά «όταν έδενε μας έπιανε μία βιασύνη. Θέλαμε να γίνουν όλα γρήγορα. Θέλαμε να είμαστε συνέχεια εκεί».
Πώς λειτουργούσε όμως όταν ήταν «εκεί»; Οι βάρκες, όπως λέει έρχονταν επί μήνες, 24 ώρες το 24ωρο. Το σκάφος των ΓΧΣ ήταν στο νερό μέρα-νύχτα. Οι βάρδιες 12ωρες και όλες εκείνες τις ώρες «που επιχειρείς δεν σκέφτεσαι. Είσαι απλά μια μηχανή. Μαζεύεις στο σκάφος όσους μπορείς να μεταφέρεις, δένεις τη βάρκα τους και τη ρυμουλκείς μέχρι το λιμάνι μαζί με τους υπόλοιπους». Μοιάζει να υπάρχει ένα περίεργο αλλά αναγκαίο για την επιτυχής έκβαση της αποστολής «μπλοκάρισμα» των συναισθημάτων. Απλά αντιδράς. «Μια φορά από μια βάρκα μας πέταξαν, κυριολεκτικά μας πέταξαν στον αέρα, ένα μωρό. Έγινε αυτό μπροστά τα μάτια μου αλλά εκείνη τη στιγμή δεν το κατέγραψα. Δεν συνειδητοποίησα τι είχε γίνει. Μετά αναφέρθηκε από συναδέλφους και πήγα και είδα το βίντεο, γιατί καταγράφουμε τις διασώσεις. Είδα αμέτρητες φορές αυτό το βίντεο. Το έβλεπα ξανά και ξανά αλλά δεν το πίστευα. Ακόμη δεν το πιστεύω».
Και μετά; Παύεις να λειτουργείς σαν «μηχανή»...
«Άνθρωποι οι οποίοι αφιερώνονται σε τέτοιες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να δώσουν στον εαυτό τους τον απαιτούμενο χρόνο για να ξεκουραστούν και να επεξεργαστούν τα συναισθήματά τους. Το συναντάμε αυτό γενικότερα στους ανθρώπους έχουν ως βασικό κίνητρό το ”εγώ είμαι εδώ για βοηθήσω όσους περισσότερους μπορώ” τονίζει η κ.Μεϊμαρίδου συμπληρώνοντας πως συχνά δεν αντιλαμβάνονται, δεν θέλουν να δεχθούν πως ήρθε η στιγμή να σταματήσουν για ένα διάστημα. «Και εδώ απαιτείται ένας λεπτός χειρισμός καθώς αυτός που θα επισημάνει αυτή την ανάγκη θα πρέπει να το κάνει με το τρόπο που δεν θα φανεί σαν να αποδομεί την προσπάθεια και την προσφορά του διασώστη».
Όσο δύσκολο και εάν είναι, θεωρείται ως μια «απαραίτητη προληπτική δράση» και ο ρόλος των άλλων μελών της ομάδας είναι σημαντικός όσο και η εναλλαγή του προσωπικού.
«Αυτό που θυμίζουμε πάντα», αναφέρει η κ.Μεϊμαρίδου «είναι το παράδειγμα του αεροπλάνου. Η αεροσυνοδός μας συμβουλεύει πως σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ο ενήλικας πρέπει να φορέσει πρώτος τη μάσκα οξυγόνου και μετά να βοηθήσει τον διπλανό του ακόμη και το παιδί του. Έτσι και οι διασώστες για να είναι πραγματικά χρήσιμοι. Φροντίζεις πρώτα τον εαυτό σου, την ομάδα…Η σωστή λειτουργία της ομάδας και ο ρόλος των μελών της ομάδας είναι καταλυτικοί παράγοντες».
Άλλο όμως να το λες και άλλο να το κάνεις. «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να δεχθείς πως πρέπει να κάνεις ένα διάλειμμα. Πώς μπορεί να είσαι αρνητικός, ευερέθιστος, πως χάνεις εύκολα την υπομονή σου, πως είσαι αψύς. Στο λέει ένας άνθρωπος που εμπιστεύεσαι αλλά αυτό δεν το κάνει πιο εύκολο. Πρέπει όμως αν γίνει. Να πάρεις το χρόνο σου, να αντιμετωπίσεις τον εσωτερικευμένο θυμό και την οργή σου να κοιτάξεις κατάματα πράγματα για το εαυτό σου που δεν τα βλέπεις . Θέλει κουράγιο».
Όπως επισημαίνει η κ.Μερϊμαρίδου στους ΓΧΣ, υπάρχουν δομημένες διαδικασίες και ένα σύστημα για να προστατεύεται η ομάδα και ανάλογα με τις συνθήκες και τα προβλήματα που μπορεί να υπάρχουν αναζητείται ο πιο ευέλικτος τρόπος για να λαμβάνουν οι διασώστες - όπως και όλοι οι εργαζόμενοι- την απαραίτητη υποστήριξη, άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα.
Για παράδειγμα όταν υπάρχει ένα κρίσιμο γεγονός ή διαπιστώνονται δυσκολίες στην ομάδα, ο υπεύθυνος αυτής ενημερώνει και υπάρχει μέριμνα για άμεση παρέμβαση σε ομαδικό επίπεδο. «Το σύνολο της ομάδας, που μετείχε σε μια δύσκολη επιχείρηση συγκεντρώνεται και ξεκινά μια διαδικασία υποστήριξης των μελών της. Ή μπορεί να γίνει και με λιγότερα άτομα ενώ υπάρχει η δυνατότητα ένας διασώστης να ζητήσει να μία ατομική συνεδρία. Στις ομαδικές, που είναι υποχρεωτικές, ηγείται ένας ψυχολόγος ή μπορεί να ηγηθεί ένας συντονιστής πεδίου που έχει λάβει ειδική εκπαίδευση για να χειρίζεται τέτοια περιστατικά». Συχνά δε σε ένα κρίσιμο περιστατικό μπορεί να κληθεί να βοηθήσει ένας εξωτερικός ψυχολόγος, που δεν είναι δηλαδή εργαζόμενος στου ΓΧΣ.
Ακόμη βέβαια και σε μια τέτοια διαδικασία οι ενοχές δεν εγκαταλείπουν τον διασώστη. «Σκέφτεσαι ότι η βάρκα είναι στο λιμάνι και όχι έξω στη θάλασσα όπου υπάρχει ανάγκη. Και νιώθεις πάλι ενοχές. Αλλά είναι επίσης κάτι που πρέπει να γίνει» λέει η κ.Ψαρρά η οποία θυμάται μια τέτοια συζήτηση με ψυχολόγο.
«Θυμάμαι πολλά από όσα μου είπε όπως θυμάμαι και τον θυμό που είχα μέσα μου. Ήμουν οργισμένη. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι άνθρωποι πέθαιναν μπροστά στα μάτια μου. Με βοήθησε να διαχειριστώ όλα όσα ένιωθα και κυρίως να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου. Και έχεις πολλά να σκεφτείς σε ένα περιβάλλον όπου οι συνθήκες δεν σου επιτρέπουν να το κάνεις».
Και κάποια στιγμή φεύγεις από αυτό το περιβάλλον. Έχοντας στις βαλίτσες σου όχι μόνο προσωπικά αντικείμενα αλλά και όλο αυτό το ψυχικό φορτίο.
Αναζητάς μια ισορροπία αλλά δεν είναι εύκολο. «Οι δικοί σου προσπαθούν να καταλάβουν αλλά δεν μπορούν. Δεν φταίνε. Απλά δεν μπορούν. Αυτό που βοηθάει είναι ότι μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας και όσα νιώθουμε με άτομα που έχουν τα ίδια βιώματα. Μπορεί τώρα, τρία χρόνια μετά η ομάδα που ήταν τότε στη Λέσβο να είναι σκορπισμένη σε 10 γωνιές του πλανήτη αλλά δεν ξεπερνάς ποτέ πλήρως αυτό που βίωσες και ένας άλλος, με τον οποίο το πέρασες μαζί, κουβαλάει το ίδιο φορτίο».
Με τον καιρό βέβαια καταλαβαίνει πως «πρέπει να βρεις έναν τρόπο να διατηρήσεις το υγιές κομμάτι της ζωής σου. Βέβαια ξέρεις πως δεν θα είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος. Σου παίρνει καιρό για να απολαύσεις ξανά πράγματα που πριν σε ευχαριστούσαν, απλά πράγματα που είναι όμως η πηγή χαράς της ζωής μας ενώ παράλληλα μπορείς να γίνεις και πολύ κυνικός. Όλα όσα έζησα έρχονται ξανά και ξανά πίσω στο μυαλό μου. Σε ανύποπτο χρόνο και τόπο. Τις πιο απίθανες στιγμές».
Οι τελευταίες κουβέντες της κ.Ψαρρά είναι για πρόσφυγα στη Λέσβο. «Βγήκε από τη βάρκα βρεγμένος. Τα ρούχα του, τα μαλλιά του έσταζαν. Πήγε σε ένα καφενείο, παρήγγειλε ένα ζεστό τσάι. Πλήρωσε και αμέσως μετά ξεκίνησε, βρεγμένος όπως ήταν να περπατάει για τον επόμενο προορισμό του…».
Αναρωτιέμαι πόσο μοιάζει ένας διασώστης, όπως η Χριστίνα Ψαρρά, με αυτόν τον πρόσφυγα.