Θα το είχα πει πρώτος εγώ αλλά με πρόλαβε ο ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ. Ότι δηλαδή στα γεράματα υποφέρουν σώμα και μυαλό. Η ψυχή όχι. Είναι άυλη. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι έψαχναν μάταια να βρουν αν κρύβεται στα εντόσθια ή στον εγκέφαλο. Όταν επιτέλους η ψυχή βγει από τον κρυψώνα της - έλεγαν οι πρόγονοι - ξεδιπλώνει τα φτερά της και πετάει στον άλλο κόσμο. Πράγμα που μας ξαναφέρνει στον Μάνο Ελευθερίου. Η μοίρα το έφερε να γνωρίσω πολύ κόσμο. Εννοώ κόσμιο κόσμο. Ότι ξεχωριστό έχει μια κοινωνία.
1958, ο Μάνος σπουδάζει ηθοποιός στην Σχολή Σταυράκου, ανεβάζω το έργο τού Ουίλιαμ Σαρόγιαν «Η Καρδιά εκεί πάνω στα Ψηλά» στο φεστιβάλ Λευκάδας. Ο Σαρόγιαν έχει βάλει κ΄ένα χορό, δίκην αρχαίας τραγωδίας. Και λέω στον Μάνο, έρχεσαι παρέα να μπες στον χορό; Ο σημερινός συγγραφέας Στράτης Χαβιαράς, 19 χρονών, έπαιζε έναν 90χρονο! Και ο Γιώργος Παπαστεφάνου, 16 χρονών, έναν 12χρονο. (Θα τον ξαναβρώ στην ΕΡΤ, συνεργάτη μου, το 1975). Ο Φώτης Μεσθεναίος φώτιζε την παράσταση με έναν προβολέα του Λιμενικού Σώματος! (Θα γυρίσουμε αμέσως μετά την ταινία για την Λευκάδα). Στην πρώτη σειρά είδαμε να κάθονται ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Μίνως Αργυράκης, τρόφιμος κι’ αυτός του καφέ Λουμίδη στο Πατάρι όπου μου έκανε κρυφά το σκίτσο που θα μπει εξώφυλλο στο βιβλίο μου «37 Ποιήματα».
Από το πατάρι αυτό δεν θα λείπει ούτε ο Φίλιππος Ηλιού, εφηβική παρέα, με σύλλογο, στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων». (Το καταστατικό μάς το ετοίμασε ο ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΥ, ο πατέρας του).
Οι Λουμιδικοί φίλοι ήταν πολλοί και καλοί. Πρώτος ο Μιχάλης Κατσαρός. Μια ιερή μορφή. Ένα μεσημέρι μου διάβαζε την περιγραφή της εκτέλεσης του ζεύγους Ρόζεμπεργκ, στην ηλεκτρική καρέκλα ως «Σοβιετικοί πράκτορες». Η περιγραφή τελείωνε με τη φράση: άφησαν δύο αγόρια, τον Μάικαελ - ο Μιχάλης έδειξε τον εαυτό του- και τον Ρόμπυ - έδειξε εμένα. Και μου έμεινε. Όσοι με φωνάζουν Ρόμπυ να ξέρουν ότι ο Κατσαρός με βάφτισε.
Ο Βαγγέλης Γκούφας, που μόλις είχε γυρίσει σώος από την Μακρόνησο όπου παραθέριζε, με φώναζε Καλαμποκιά επειδή ήμουν ξανθός. Με τον Γκούφα και τον Τίτο Πατρίκιο, συναγωνιστές τόσο στη Διάπλαση των Παίδων όσο και στην ΕΠΟΝ, γνωριστήκαμε στην Κατοχή. Έφηβοι αμφότεροι και οι… τρεις. Ο Τίτος είχε κάνει μια δανειστική βιβλιοθήκη στα Γραφεία της Διάπλασης με τα βιβλία του πατέρα του. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σηκωνόταν από την καρέκλα του και μου έδειχνε τι να διαβάσω. Οι άλλες δύο Δανειστικές Βιβλιοθήκες ήταν του Ελευθερουδάκη στο Σύνταγμα και μια που ανακάλυψα στο βιβλιοπωλείο του εκδότη και συγγραφέα Γιώργου Τσουκαλά. Έζησα το οικογενειακό του δράμα όταν εκτελέστηκε η κόρη του. Καταδικασμένοι στον Εμφύλιο σε δεκάχρονη ή δεκαπεντάχρονη φυλάκιση, ο καθοδηγητής μου στην Κατοχή Μίμης Δεσποτίδης που θα εγκαινιάσει αργότερα τις Εκδόσεις Θεμέλιο και ο Νίκος Τερζάκης μόνιμος φίλος κατοχικός.
Ανατινάζεται η αποθήκη με τον οπλισμό της οποίας ήταν υπεύθυνος και συλλαμβάνεται. Οι Γερμανοί περιμένουν να γίνει καλά για να τον εκτελέσουν! Αλλά έρχονται οι Εγγλέζοι και τον φυλακίζουν αυτοί! Στην παρέα ήταν και ο Ιάσονας Χατζηδίνας. Αυτός μου διάβαζε στο αυτί τα νέα της Αντίστασης τα οποία φώναζα με το Χωνί από τον Λόφο του Στρέφη. (Και μου βγήκε το παρατσούκλι «το χωνί των Εξαρχείων»).
Οι μετεμφυλιακές παρέες ήταν δύο. Οι Ποιητές και οι Κινηματογραφιστές. Οι πρώτοι ήταν Λουμιδικοί με έδρα το Πατάρι. Μιχάλης Κατσαρός, Μίμης Χριστοδούλου (που διαβάζει το ποίημα του στην ταινία μου Πρόσωπο με Πρόσωπο) Λεωνίδας Ζενάκος, Διευθυντής Συντάξεως αργότερα στο ΒΗΜΑ (θα του γράψω μερικά άρθρα).
Και βέβαια ο Νίκος Γκάτσοςπου θα μου πει ένα απόγευμα «πάμε να ακούσουμε τον Χατζηδάκη που θα μιλήσει για το Ρεμπέτικο;». Η ομιλία του Μάνου και τα τραγούδια του Βαμβακάρη, τον Γενάρη του 1949 παρακαλώ, ήταν μια επανάσταση στην αστική αλλά και μαρξιστική κοινωνία. Ρεμπέτικα δε είχαν ακούσει όσοι δεν σύχναζαν στα «κουτούκια». Και δεν τα μετέδιδε το Ραδιόφωνο.
Χατζηδάκης, Τσαρούχης και Γκάτσος ήταν τακτικοί πελάτες στο Πατάρι. (Ο Μάνος πήγαινε και σε ένα πιο καθώς πρέπει καφενείο με πιο αναπαυτικές καρέκλες). Δεν θα πω τι λέγανε ο Μάνος και ο Γιάννης όταν τσακωνόντουσαν. Ο Τσαρούχης πάντως θα είναι και στην εξόριστη παρέα μας στο Παρίσι, στα στέκια του Μονπαρνάς. Παρέα θα γυρίζαμε τις Μεταμορφώσεις της Αφροδίτης περιδιαβάζοντας στα μουσεία του Παρισιού και της Φλωρεντίας. Ο Τσαρούχης θα μιλούσε μπροστά σε κάθε πίνακα. Η Νίκη Γουλανδρή μας είπε ότι η ΕΡΤ απέρριψε την πρόταση! Το 1949 το Γαλλικό Ινστιτούτο οργάνωσε μια έκθεση με έργα μοντέρνων ζωγράφων, που δωρήθηκαν στην Ελλάδα. Οι επισκέπτες ήταν πολύ σκεπτικοί αν όχι έξω φρενών. Σε έναν που ορυότανε μπροστά στον πίνακα του Πικάσο, ο Τσαρούχης του έλεγε «αν έρχεστε συχνά να βλέπετε τον πίνακα, θα δείτε ότι θα σας αρέσει». Η τέχνη έχει ανάγκη από συμφιλίωση, ήθελε να του πει.
Στο Παρίσι βέβαια η πιο κοντινή μου παρέα ήταν η οικογένεια ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ. Πώς να μην ήταν αφού εγώ έπεισα την Άλκη (Ζέη) να έρθουν να μείνουν στο διπλανό διαμέρισμα. Με τον Γιώργο μήνες ολόκληρους γράφαμε το σενάριο της «Lilly’s Story» που θα γύριζα με την Μελίνα. (Ύστερα από 30 χρόνια θα γυρίσω την ταινία για το πώς και γιατί ΔΕΝ γυρίστηκε εκείνο το σενάριο…)
Καi φτάνω στο επεισόδιο που ίδρυσε το ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, είδος άγνωστο τότε. Με τον πρώην μαθητή μου – και ακριβό μου φίλο - Ηρακλή Παπαδάκη είχαμε ήδη γυρίσει την «Ακρόπολη των Αθηνών» σε συνεργασία με τον μέγα αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη, φρούραρχο του ιερού βράχου. (Όταν λέω «έχω ανεβεί στην Ακρόπολη 153 φορές» κανείς δεν με πιστεύει!). Την επεξεργασία της ταινίας την κάναμε με δικά μας χρήματα στο Λονδίνο (όπου και την έδειξα στον Γιώργο Σεφέρη Πρέσβη Ποιητή και εραστή της Ακρόπολης).
Πρότεινα να κάνουμε μια Ομάδα, που θα κάνει Δημόσιες Σχέσεις για να βρούμε παραγγελίες. Είμασταν πέντε, κάναμε την «Ομάδα των 5». Οι άλλοι 4: Ηρακλής Παπαδάκης, Φώτης Μεσθεναίος, Γιάννης Μπακογιαννόπουλος, Ρούσος Κούνδουρος. (Με τον Μπακό θα έχουμε μισόν αιώνα συνεργασίες). Ως εκ θαύματος αρχίσαμε να γυρίζουμε το ένα φιλμ μετά το άλλο. Όταν άρχισαν να βραβεύονται στη Θεσσαλονίκη τα ντοκιμαντέρ μας αποφασίσαμε να ανεβάσουμε τους προϋπολογισμούς! Χώρια που, όπως μάθαμε, Η Ακρόπολις των Αθηνών είχε αγοραστεί από 3.000 αμερικανικά Πανεπιστήμια!
Μια ανάλογη περιπέτεια θα έχω με τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» (από το βιβλίο του Στρατή Τσίρκα). Χωρίς να ξεχνάω την Ντένη Βαχλιώτη (αδελφή τού επίσης αχώριστου φίλου, θεατρικού σκηνοθέτη και δασκάλου Χρήστου Βαχλιώτη) για την πρωτοφανή δουλειά της στα ντεκόρ και τα κοστούμια. Άλλα τόσα θα είχα να πω για όλους τους συνεργάτες μου και τους έξοχους ηθοποιούς. Στη Γαλλία οι Ακυβέρνητες Πολιτείες μεταδόθηκαν 50 φορές! Φρόντισα να έχουν και οι Έλληνες ηθοποιοί τα νόμιμα δικαιώματά τους από τις 50 γαλλικές αναμεταδόσεις.
Τέλος, χτυπάει μια μέρα το τηλέφωνο και ακούω ένα όνομα που δεν θυμόμουνα: «Είμαι ο Μανώλης Ρασούλης, μαθητής σας κάποτε στη Σχολή Σταυράκου. Θέλω να σας δω, να έρθω αύριο στο Παρίσι;». Κατέφθασε ο Μανώλης, ήταν μεσημέρι, μου είπε «ήρθα να σας ευχαριστήσω για όσα μου δώσατε στη Σχολή» και το βράδυ ξαναγύρισε στην Αθήνα! Τι να πεις… Χαίρε Μανώλη! Μαζί σου και με όλους τους παραπάνω Ολύμπιους και ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΟΥΣ συμβαδίζω.
«Κάπελα, βάλε κρασί και του ΚΗΔΩΝΑ, που έπεσε για τη Δημοκρατία. Να μην τον ξεχνάμε!», τραγουδούσαν το δικό τους ρεμπέτικο στην ταβέρνα οι αρχαίοι Αθηναίοι για τον απόντα ήρωα.
Διαβάστε και άλλα άρθρα του Ροβήρου Μανθούλη εδώ