Στην αρχή της δεκαετίας του 2000, η Τουρκία (εν μέρει υπό διακυβέρνηση Ερντογάν) ακολουθούσε ένα δόγμα εξωτερικής πολιτικής που αποκαλούσε «Μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες».
Με την διαμόρφωση, όμως, μιας όλο και περισσότερο αυταρχικής ηγεσίας, τόσο διαβρώθηκε ο φαινομενικός ειρηνισμός της Τουρκικής διπλωματίας, ώστε αντικαταστάθηκε από μια πολύ πιο διεκδικητική και παρεμβατική στάση.
Η αλλαγή αυτή βασίζεται σε τρεις άξονες.
Πρώτον, ο εκσυγχρονισμός και η αύξηση του μεγέθους των Τουρκικών ενόπλων δυνάμεων - πλέον ο δεύτερος πιο ισχυρός στρατός στο ΝΑΤΟ μετά από τις ΗΠΑ.
Δεύτερον, μια αυξανομένη δυσαρέσκεια για την έλλειψη επιρροής και την απώλεια εδαφών στις περιοχές της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Και τρίτον, η επιθυμία να ανακτήσει η Τουρκία τα πρωτεία, ως ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου.
Ο τακτική, βάσει της οποίας επιχειρεί η Άγκυρα να καθιερωθεί ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη, προβλέπει την διατήρηση δεσμών με κάθε υπερδύναμη, ενώ ταυτόχρονα χαράσσει την δική της πορεία, εκμεταλλευομένη το κενό ισχύος που άφησε η έξοδος των Αμερικάνων από την Μέση Ανατολή. Ουσιαστικά, παίζει σε «διπλό ταμπλό» μεταξύ Ρωσίας- Αμερικής και Ευρωπαϊκής Ένωσης-Κίνας, με σκοπό να βελτιώσει την δική της θέση.
Είναι μία επιδίωξη που αντικατοπτρίζεται πλήρως στην εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο της Συρίας. Στις αρχές του πολέμου, η Τουρκία ήταν ενάντια τον Ασάντ - σημαντικού συμμάχου της Ρωσίας - μία στάση που άλλαξε μόνο πρόσφατα. Ταυτόχρονα, όμως, με τον φόβο της Κουρδικής αυτονομίας που μεγάλωνε στην Βόρειοανατολική Συρία, το 2019 ο Τουρκικός στρατός διέσχισε τα σύνορα και κατέλαβε περιοχές, γνωρίζοντας ότι οι Κούρδοι ήταν σημαντικοί σύμμαχοι των Αμερικάνων.
Την ίδια χρονιά, η Τουρκία αψηφάει τις ΗΠΑ, με την αγορά του Ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να καταρρίπτει νατοϊκά αεροσκάφη. Ως αντίποινα, οι Ηνωμένες πολιτείες σταματάνε να προμηθεύουν τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, μπλοκάροντας τον ανεφοδιασμό τους με F-16 και F-35 για την Τουρκική αεροπορία.
Ακολουθεί περαιτέρω κλιμάκωση στην ένταση μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας, το 2016, με τον Ερντογάν να κατηγορεί την CIA για την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του.
Ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία δρα με σχετική ατιμωρησία είναι αναμφίβολα η σημαντική στρατηγική της θέση και το γεγονός ότι φιλοξενεί αμερικάνικες βάσεις.
Ταυτόχρονα, δεν διστάζει να προκαλέσει την Ευρώπη. Απειλεί την ΕΕ ότι μια ρήξη στις σχέσεις τους θα οδηγούσε σε μια γιγάντια εισροή προσφυγών.
Η ένταση στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας-Δύσης επιβεβαιώθηκε με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου, όταν η Τουρκία αρνήθηκε να συμμετάσχει στις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Δύση στην Μόσχα.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η κατάσταση αυτή βοήθησε ιδιαίτερα την Άγκυρα, η οποία είχε την ευκαιρία να προμηθευτεί φθηνό φυσικό αέριο και πετρέλαιο, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό με δεδομένη την βαθιά οικονομική κρίση στην Τουρκία. Διπλή επιτυχία, καθώς την ίδια ώρα, η τουρκική πολεμική βιομηχανία πλουτίζει πωλώντας τα drone Bayraktar στους Ουκρανούς.
Πρόκειται για μία «ουδετερότητα» με πολλαπλά κέρδη. Η Τουρκία την εκμεταλλεύεται συστηματικά και, τον Ιούλιο του 2022, σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη γίνεται μεσολαβητής στις διαπραγματεύσεις Ρωσίας-Ουκρανίας, που οδήγησαν στην συμφωνία για την εξαγωγή σιτηρών από την Μαύρη Θάλασσα. Βάσει αυτής της συμφωνίας, για τρεις μήνες το τουρκικό ναυτικό θα εγγυόταν το ασφαλές πέρασμα της μαύρης θάλασσας σε Ουκρανικά πλοία μεταφέροντας σιτηρά, αφότου ελέγξει ότι δεν μεταφέρουν πολεμοφόδια.
Μέσω αυτής της συμφωνίας, τελικά, η Τουρκία αναβάθμισε το διεθνές γόητρο της, αναδεικνύοντας τον εαυτό της ως σοβαρή περιφερειακή δύναμη, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στο να περιορίσει τον πληθωρισμό τροφίμων στο εσωτερικό της, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό εν καιρώ οικονομικής κρίσης.
Με ατού την πολύπλευρη εξωτερική πολιτική της, η Τουρκία κέρδισε επενδύσεις από την Ρωσία, άνοιξε το δρόμο για να αποκτήσει πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας, εξακολουθεί να εισπράττει οικονομική βοήθεια από την ΕΕ και είναι παρούσα στη συζήτηση με την Κίνα για την πρωτοβουλία του δρόμου του μεταξιού.
Στα πλεονεκτήματά της περιλαμβάνεται και η ευελιξία: Από τον Οκτώβριο του 2022 και μετά, πάρα το γεγονός ότι η Ρωσία αρνήθηκε να ανανεώσει την συμφωνία για τα σιτηρά, η Τουρκία συνέχιζε να εξασφαλίζει το πέρασμα των Ουκρανικών σιτηρών. Και, όταν ο Πούτιν θέλησε να διακόψει οριστικά τις εξαγωγές, ο Ερντογάν πήγε σε συνάντηση μαζί του και επιχειρεί να αναβιώσει τη χαμένη συμφωνία.
Παράλληλα, «ζυγίζοντας» τη ρωσική αντίδραση, απελευθέρωσε 5 αιχμάλωτους πολέμου, τους διοικητές της πρώην φρουράς της Μαριούπολης, τους οποίους κρατούσε εκ μέρους της Ρωσίας ως μέρος μιας συμφωνίας ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου μεταξύ των δυο μαχόμενων πλευρών.
Το συμπέρασμα είναι απλό και προκύπτει αβίαστα: Πάρα τις κατά καιρούς διαφωνίες με γείτονες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα με την Κύπρο, αλλά και τις διαμάχες με άλλες περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, η θέση της Τουρκίας τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτικά, ευνοούν την Άγκυρα γεωπολιτικά και τελικά της επιτρέπουν να εξαπλώνει την επιρροή της.