Οι γεωστρατηγικές αλλαγές στην ισορροπία των δυνάμεων τις τελευταίες δεκαετίες προχωρούν με αυξανόμενους ρυθμούς.
- Η αναίμακτη επικράτηση των «φιλελεύθερων οικονομιών της Δύσης» επί των «κομμουνιστικών καθεστώτων της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της», σε πρώτη φάση οδήγησε σε μια αίσθηση μονοκρατορίας των ΗΠΑ και συνοδεύτηκε από την απόσπαση από την επιρροή της Ρωσίας πολλών περιοχών που ελέγχονταν ή επηρεάζονταν από αυτήν. Ως βάση της νίκης αυτής, θεωρήθηκε η υπεροχή της ελεύθερης οικονομίας από την κεντρικά σχεδιασμένη (κρατική) μορφή της, καθώς και της δημοκρατίας επί συστημάτων διακυβέρνησης λιγότερο ελεύθερων.
- Η άνοδος της Κίνας, ήρθε κατ’ αρχήν να διαψεύσει την αφελή προσδοκία μεγάλου μέρους της Δύσης, ότι η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας της θα οδηγούσε σε κατάρρευση του καθεστώτος της, ενώ αδέξιοι χειρισμοί των ΗΠΑ και των συμμάχων της, όπως η εισβολή στο Ιράκ και η επέμβαση στο Κόσοβο και στο Αφγανιστάν ενίσχυσαν περαιτέρω την τάση του πολιτικού ισλάμ (δηλαδή όσων οπαδών του ισλάμ πιστεύουν ότι ο ισλαμικός νόμος πρέπει να καθορίζει την ζωή των ανθρώπων) αλλά και ακραίων τρομοκρατών (που συσπειρώνονται στο Ισλαμικό Κράτος αλλά και άλλες οργανώσεις).
- Οι αναλύσεις που υποστηρίζουν ότι η Δύση βρίσκεται σε οικονομική και δημογραφική παρακμή αυξάνουν, δεν προέρχονται δε όλες από τους θεωρούμενους ως γεωπολιτικούς αντιπάλους της Δύσης, την Κίνα και την Ρωσία, ενώ το μεταναστευτικό και η δυσκολία ένταξης ή και αφομοίωσης ορισμένων ομάδων μεταναστών και προσφύγων επηρεάζει σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό την πολιτική τους ζωή. Ως τελευταία γραμμή άμυνας των χωρών της Δύσης θεωρείται η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των αρχών του ΟΗΕ, άμυνα που όμως υπονομεύεται από τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρότερων χωρών, τις «προτεραιότητες» μιας πραγματιστικής πολιτικής (ρεαλπολιτίκ) και εν τέλει την δυσκολία αναγνώρισης και αποδοχής των συντελούμενων μεταβολών στο παγκόσμιο περιβάλλον.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη η είσοδος νέων «παικτών», με ισχυρές φιλοδοξίες ανάδειξής τους σε περιφερειακές κατ’ αρχήν δυνάμεις, και ιδιαίτερα όσων, για εξυπηρέτηση των δικών τους εθνικών σχεδίων, ευνοούν ή και χρησιμοποιούν την άνοδο του πολιτικού ισλάμ, όπως είναι το Ιράν και η Τουρκία. Και εάν οι δύο αυτές χώρες ακολουθούν διαφορετική επικοινωνιακή τακτική σε μια σειρά από θέματα (με το Ιράν να διακηρύσσει τους στόχους του, ενώ την Τουρκία να δρα πιο σιωπηρά), κοινό σημείο αναφοράς παραμένει η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της πολιτικής τους από τις επιθυμίες και τα συμφέροντα τρίτων χωρών, μέσω και της αξιοποίησης του πολιτικού ισλάμ. Κατά την γνώμη μας, λόγω της καλύτερης επικοινωνιακής της τακτικής, αλλά και του ιστορικού προηγούμενου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Τουρκία αποτελεί, μεσοπρόθεσμα, πολύ πιο επικίνδυνο γεωστρατηγικό αντίπαλο των χωρών της Δύσης, έστω κι αν αυτές, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, δεν θέλουν να το αναγνωρίσουν και πολύ περισσότερο, να προσπαθήσουν να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Στο πιο πάνω ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον ασφαλώς είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι ρόλοι και τα συμφέροντα των ωφελούμενων χωρών: τα γεγονότα που πυροδοτήθηκαν από τις επιθέσεις της Χαμάς είχαν ως κύριο στόχο να συσπειρώσουν τους απανταχού μουσουλμάνους με βάση το (υπαρκτό) Παλαιστινιακό ζήτημα, επιτυγχάνοντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της σχεδιαζόμενης προσέγγισης της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ. Ως παράπλευρη συνέπεια, εκτός από τους «υπερασπιστές» των Παλαιστινίων, ωφελημένες ήταν και άλλες χώρες, δεδομένης της αναβολής υλοποίησης της σχεδιαζόμενης εμπορικής οδού που θα συνδέσει την Ινδία με τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, ως εναλλακτική του Δρόμου του Μεταξιού (Belt and Road Initiative). Πάντως, μεταξύ των χαμένων αυτής της νέας οδού θα ήταν και η Τουρκία, που τα τελευταία χρόνια δείχνει να προσαρμόζει τις σχέσεις της με την Κίνα σε εμπορικά θέματα.
Γενικότερα, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει δύο αντιφατικά πρόσωπα: αφενός ενέργειες λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς, αλλά πάντως αποσταθεροποιητικές για το παγκόσμιο περιβάλλον και αφ’ ετέρου η αυτοπροβολή της ως μεσολαβητικού παράγοντα σε κρίσεις, στην δημιουργία των οποίων η ίδια έχει καίρια συμβάλει, όπως φαίνεται από τα εξής δεδομένα:
1. Στην περίπτωση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, η συμβολή της Τουρκίας στην επίτευξη των στόχων του Αζερμπαϊτζάν το 2020 ήταν καθοριστική. Η υποστήριξή της δεν περιοριζόταν μόνο στην προμήθεια οπλικών συστημάτων (drones, και άλλων) ή στην εκπαίδευση στην χρήση τους, αλλά και στην υπόδειξη τακτικών στον Αζερικό στρατό, καθώς και σε επικοινωνιακό και πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να προλάβει μια αποφασιστική ανάμιξη του διεθνούς παράγοντα και κυρίως της Ρωσίας. Η έλλειψη αντίδρασης της διεθνούς Κοινότητας, ακόμα και σε κραυγαλέες περιπτώσεις όπως η τύχη των αγνοούμενων αιχμαλώτων πολέμου ή ο πολύμηνος αποκλεισμός του Ναγκόρνο Καραμπάχ που κατέληξε πριν λίγες εβδομάδες στην τελική φάση της επέμβασης του Αζερμπαϊτζάν, έδωσαν την ευκαιρία στις δύο χώρες («ένα έθνος, δύο χώρες», κατά τους ηγέτες τους) να εξαλείψουν την επί χιλιετίες αρμενική κοινότητα αυτού του θύλακα. Η νίκη αυτή αποτελεί εφαλτήριο περαιτέρω πιέσεων προς την Αρμενία, για παραχώρηση διαδρόμου στο έδαφός της που θα ενώνει τον θύλακα του Ναχιτσεβάν (που ανήκει στο Αζερμπαϊτζάν και συνορεύει με την Τουρκία) με το Αζερμπαϊτζάν, διευκολύνοντας περαιτέρω την Τουρκική διείσδυση στην Κεντρική Ασία.
2. Στην περίπτωση της Συρίας, όταν ο «αδελφός» Άσσαντ αντιμετώπισε την εξέγερση του λαού του για περισσότερη δημοκρατία, ο Ερντογάν επωφελήθηκε για να ενισχύσει ισλαμιστικές οργανώσεις εναντίον του, ορισμένες από τις οποίες μετεξελίχτηκαν σε τρομοκρατικές. Οι καταγγελίες κατά της Τουρκίας την περίοδο αυτή, αφορούσαν την διέλευση των ξένων εθελοντών από την Τουρκία, τον εφοδιασμό τους, την νοσηλεία τραυματιών μαχητών σε Τουρκικά νοσοκομεία, κλπ.
Στην συνέχεια αναδείχθηκαν η προμήθεια όπλων στις παρατάξεις αυτές, αλλά και η αγορά, μεταφορά και πώληση συριακού πετρελαίου στην Τουρκία, δραστηριότητες απαγορευμένες, για τις οποίες ποτέ δεν ζητήθηκε η λογοδοσία της Τουρκίας. Τον Αύγουστο του 2016 η Τουρκία επενέβη και στρατιωτικά (Επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη»), μαζί με τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις οργανωμένες από αυτήν, όπως και το 2018 και 2019 (Επιχείρηση «Κλάδος Ελαίας» και «Πηγή Ειρήνης»).
Οι καταλαμβανόμενες περιοχές σταδιακά «τουρκοποιούνται» και οι Κούρδοι κάτοικοί τους εκδιώκονται, δημιουργώντας «χώρο» για την μεταφορά Σύριων προσφύγων που είχαν καταφύγει στο έδαφος της Τουρκίας.
Οι πιο πάνω επιθέσεις στοχοποιούσαν τους Κούρδους μαχητές που ανέλαβαν την εκδίωξη του ISIS από την Συρία, συνεχίζονται δε μέχρι σήμερα, με Τουρκικές επιθέσεις με drones. Στην διάρκεια των πιο πάνω «Επιχειρήσεων» με τα ευφάνταστα ονόματα, η Τουρκία διακήρυσσε τον προσωρινό χαρακτήρα των επεμβάσεών της και την σύντομη απομάκρυνση των στρατευμάτων της, κάτι που δεν προβλέπουμε να συμβεί.
3. Στην περίπτωση της Λιβύης, η Τουρκία έλαβε μέρος ενεργά στον εμφύλιο πόλεμο υπέρ της μιας πλευράς, με αντάλλαγμα την παραχώρηση βάσης στην Τουρκία και συμβάσεις με Τουρκικές κατασκευαστικές και άλλες Εταιρείες, ενώ η παράνομη και άκυρη (αφού δεν συμβαδίζει με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας) Συμφωνία ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης υπογράφηκε μαζί με την επίσης παράνομη (δεδομένου ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν επιτρέπει την παράδοση όπλων στις εμπόλεμες δυνάμεις) αμυντική συμφωνία των δύο χωρών. Για λογαριασμό της Τουρκίας, είχαν μεταφερθεί οπλισμός, Τούρκοι στρατιωτικοί σύμβουλοι και Σύριοι ισλαμιστές μισθοφόροι, ενώ κατ’ επανάληψη, τουρκικά εμπορικά σκάφη αρνήθηκαν τον έλεγχο εφαρμογής του εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ, από ναυτικές δυνάμεις της ΕΕ.
4. Στην περίπτωση της Αιθιοπίας, στα τέλη του 2021 η (χριστιανική) Αιθιοπία υπέγραψε με την Τουρκία στρατιωτική συμφωνία, που της επέτρεψε να αλλάξει την πορεία του εμφυλίου πολέμου στο πεδίο των μαχών. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η «συμβολή» της Τουρκίας ήταν κάθε άλλο παρά προς την κατεύθυνση της συνδιαλλαγής και της ειρήνης, αφού κάτι τέτοιο δεν συμβάδιζε με τα συμφέροντά της. Γενικότερα, στο πλαίσιο της χρησιμοποίησης της εξαγωγής Τουρκικών όπλων (κυρίως drones) προς διάφορες χώρες, με σκοπό την απόκτηση πολιτικής επιρροής, δεν αποφεύγονται και οι «παρενέργειες», όπως όταν η Τουρκία, έχοντας πουλήσει drones στο Κιργιστάν, προσφέρθηκε στην συνέχεια να τα πουλήσει και στο Τατζικιστάν, με τις δύο χώρες να εμπλέκονται σε «θερμά» επεισόδια μέχρι και πρόσφατα.
4. Στην περίπτωση της Ουκρανίας, η Τουρκία έπαιξε άλλη μια φορά τον ρόλο του «επιτήδειου ουδέτερου», παρέχοντας βοήθεια για την συνέχιση των εχθροπραξιών και προς τις δύο δυνάμεις, με αντάλλαγμα τα δικά της οφέλη: η πώληση drones προς την Ουκρανία, με σημαντική επίπτωση κυρίως στην αρχή των συγκρούσεων, της επέτρεψε να μην της επιβληθούν κυρώσεις για την μη συμμετοχή της στα μέτρα κατά της Ρωσίας, ενώ η επίκληση των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Κριμαίας συμβάλλει στην επιχειρηματολογία της Ουκρανίας για την ανάγκη «επιστροφής» της Κριμαίας, η οποία παραχωρήθηκε στην χώρα αυτή κατά την «καταδικαστέα» από την Ουκρανία περίοδο της ΕΣΣΔ.
Αντίστοιχα, η συνεργασία της Τουρκίας με την Ρωσία, με την ενεργό συμμετοχή επιχειρήσεών της στην παράκαμψη των κυρώσεων, πέρα από οικονομικά ή άλλα οφέλη, της προσφέρει το αναγκαίο πλαίσιο δράσης σε περιοχές για τις οποίες έχει ουσιαστικό λόγο η Ρωσία, αλλά και την συμμετοχή σε πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στην αποδυνάμωση των ΗΠΑ (πχ με την προσπάθεια αμφισβήτησης του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος). Οι «ειρηνευτικές της πρωτοβουλίες», όπως στην περίπτωση της μεταφοράς των Ουκρανικών σιτηρών, επίσης έχουν ως αποτέλεσμα δικά της πολιτικά και άλλα οφέλη, ενώ της επιτρέπουν να διατηρεί ένα προφίλ «ειρηνοποιού».
5. Τέλος, η στάση της Τουρκίας στην περίπτωση του Ισραήλ και των Παλαιστινίων επίσης χαρακτηρίζεται από διπλοπρόσωπη τακτική.
Την επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ, και τον επί σειρά ετών χαρακτηρισμό του Ισραήλ από τον Τούρκο Πρόεδρο Ερντογάν ως «κράτους – τρομοκράτη» (ενδεικτικά, αναφέρουμε τις δηλώσεις του το 2017 και το 2021) διαδέχτηκε η προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων των δύο χωρών, ενδεχομένως υπό την αιγίδα υπηρεσιακών παραγόντων των ΗΠΑ και με προφανή σκοπό από πλευράς Τουρκίας, την άσκηση επιρροής στις αποφάσεις των ΗΠΑ μέσω του ισραηλινού λόμπυ. Αυτό βέβαια ίσχυε μέχρι προ ολίγων ημερών, όπου, μετά την τρομοκρατική δράση της Χαμάς στο Ισραήλ, ο Ερντογάν επιτέθηκε φραστικά πρώτα στις ΗΠΑ για την παρουσία τους στην περιοχή και στην συνέχεια στο Ισραήλ για την αντίδρασή του, ενώ στελέχη του κυβερνώντος κόμματος εξέφρασαν ακόμα βαρύτερους χαρακτηρισμούς, και μέλη της οικογένειάς του συμμετείχαν σε πορείες υπέρ της Χαμάς. Ιδιαίτερη σημασία, κατά την γνώμη μας, έχει η αναφορά του Ερντογάν στην Οθωμανική περίοδο κατοχής της Ιερουσαλήμ, με την «διαπίστωση» ότι τότε υπήρχε ειρήνη … Επί της ουσίας, η Τουρκία είναι μια από τις λίγες χώρες που δεν χαρακτηρίζουν την Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση, αντίθετα φιλοξενεί κατά καιρούς μέλη της ηγεσίας της και επιτρέπει την διεξαγωγή οικονομικών συναλλαγών υπέρ της, στο έδαφός της. Ενδιαφέρον ακόμα παρουσιάζει η «ειρηνευτική πρόταση» που κατέθεσε ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας (και επί πολλά χρόνια αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας ΜΙΤ) Χακάν Φιντάν, που επιδιώκει την παρουσία της Τουρκίας ως «εγγυήτριας» των Παλαιστινίων, σε μια ενδεχόμενη συμφωνία τους με το Ισραήλ. Η Κύπρος, αλλά και όσες χώρες υφίστανται την στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας παρά την θέλησή τους, όπως η Συρία, το Ιράκ και η Λιβύη, έχουν πικρές εμπειρίες από παρόμοιες εγγυήσεις.
Κλείνοντας, δεν θα θέλαμε να θεωρηθεί το παρόν κείμενο ως ένας «Φιλιππικός» κατά της Τουρκίας. Οι λοιποί εμπλεκόμενοι παράγοντες έχουν ευθύνη για τον καλύτερο δυνατό χειρισμό των θεμάτων:
- Το Ισραήλ έχει την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει ότι Εβραίοι και Χριστιανοί αποτελούν εξίσου στόχο του Ισλαμικού φονταμενταλισμού και όσων τον εκμεταλλεύονται για δικούς τους σκοπούς. Όμως η ωμή στρατιωτική απάντηση δεν αποτελεί και τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισής τους.
- Η Ελλάδα θα πρέπει κατά την εφαρμογή των υποχρεώσεών της στα πλαίσια της ένταξής της σε ευρύτερα σχήματα, να αποφεύγει άσκοπες εντάσεις με λαούς με τους οποίους τους ενώνουν ισχυροί ιστορικοί δεσμοί, μιλώντας με την γλώσσα της αλήθειας, την μόνη που μπορεί να τους προστατεύσει από δικά τους λάθη.
- Οι λοιπές χώρες, της Δύσης και όχι μόνο, καλό είναι να αποφύγουν τον ρόλο του παντογνώστη και να επιτρέψουν Ελληνικές μεσολαβητικές και ειρηνευτικές πρωτοβουλίες, που θα βασίζονται στο πνεύμα συνδιαλλαγής και στην ιστορική παρουσία και συμμετοχή των Ελλήνων στον παγκόσμιο πολιτισμό και την διεθνή ειρήνη.