Η απρόβλεπτη συμπεριφορά, ως συστατικό στοιχείο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, δεν ενέχει κάποιον περιπτωσιολογικό χαρακτήρα, αντιθέτως εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, όπως συνέβη και στην περίπτωση με τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς. Η εξαγωγή μιας κρίσης που αντιμετώπιζε το τουρκικό καθεστώς –εσωτερικά-, ως πρακτική φαίνεται να αναβαθμίζεται, να αναθεωρείται. Όλο και πιο συχνά, λέγεται και γράφεται πως η Τουρκία μεταβάλλεται σε ένα αναθεωρητικό κράτος, υιοθετώντας και εφαρμόζοντας την πολιτική του επαναπροσδιορισμού στις εξωτερικές της σχέσεις.
Δεδομένου ότι, στη σχέση με την Ελλάδα, πολλά από όσα λαμβάνουν χώρα έχουν να κάνουν με την εσωτερική τουρκική κατανάλωση, ίσως για πρώτη φορά να μην είναι παρακινδυνευμένος ο ισχυρισμός πως οι σημερινές τουρκικές διεκδικήσεις εμπεριέχουν το στοιχείο του χερσαίου χώρου. Η συνθήκη αυτή, ενισχύει την πεποίθηση ότι, το ενδεχόμενο μίας κλιμάκωσης θα είναι άκρως απειλητική για τη χώρα μας.
Η χρονική στιγμή που ένα απλό συνοριακό ζήτημα, προάγεται εκ μέρους της Τουρκίας σε κεντρικό ζήτημα της πολιτικής και της στρατιωτικής διπλωματίας, μόνον τυχαία δεν είναι. Ταυτόχρονα, με την καθυστέρηση επίλυσής του, υποβόσκει η σκέψη της ένταξής του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ακραίων, προκλητικών αλλά και βαθύτατα συμβολικών πολιτικο-οικονομικών ενεργειών και επεισοδίων που ήδη, έχουμε μαρτυρήσει (π.χ. Αιγαίο, πΓΔΜ κ.ο.κ.).
Η Άγκυρα συνεχώς, αναζητεί ηγεμονικό ρόλο μέσω της οθωμανικής -νταβουτογλιανής συλλήψεως - ιδεολογίας της ισλαμιστικής της κυβερνήσεως στο σύνολο του αραβομουσουλμανικού κόσμου, αλλά και των κοινοτήτων τους σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Στόχος της είναι η μετατροπή της Τουρκίας σε διεθνή κόμβο φυσικού αερίου. Οι τουρκικές προειδοποιήσεις προς τον 6ο αμερικανικό στόλο να μείνει μακριά από την Ανατολική Μεσόγειο σε μια προσπάθεια παρεμπόδισης προγραμματισμένων ναυτικών ασκήσεων των ΗΠΑ και του Ισραήλ στην περιοχή της Κυπριακής ΑΟΖ (οικόπεδο 10), όπως και η τουρκική ενόχληση από την παρουσία των Αμερικανών στη Μαύρη θάλασσα, επιβεβαιώνουν τα βαρομετρικά χαμηλά που διανύουν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Μία επιτυχής έκβαση του τουρκικού στόχου θα σημάνει για την ΕΕ και τις ΗΠΑ την αδυναμία υπέρβασης του ηγεμονικού γεω-οικονομικό ρόλου της Τουρκίας στο νέο ανταγωνισμό τους με τη Ρωσία. Συνεπώς, οι αντιδράσεις της Τουρκίας που παρακολουθούμε, έχουν στη βάση τους, το ζήτημα της κυριαρχίας, αλλά και της εδαφικής της ακεραιότητας (λ.χ. σύσταση κουρδικού κράτους), ενώ απευθύνονται στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ευελπιστώντας να πλήξει το ηθικό της ασφάλειας στη νοτιοανατολική περιοχή του ΝΑΤΟ και απειλώντας εμμέσως ταυτόχρονα, την ΕΕ.
Το νέο-οθωμανικό παράδειγμα
Αναμφισβήτητα, τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ένα αξιοσημείωτο εύρος ακαδημαϊκών αναλύσεων γύρω από την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Ανάλογο είναι το ενδιαφέρον που εμφανίζεται και στις δεξαμενές σκέψης της Δύσης, καθώς η Τουρκία από σταθερό σύμμαχο μεταβάλλεται σε στρατηγικά ανεξέλεγκτο καταλύτη των εξελίξεων στην περιοχή.
Για τους Τούρκους, ο Τ. Ερντογάν υλοποίησε αρχικά, μία μεταρρυθμιστική ατζέντα σημειώνοντας μία οικονομική ανάκαμψη για τη χώρα, η οποία σήμερα, δοκιμάζεται. Το σύγχρονο τουρκικό κράτος και οι μηχανισμοί του, καλλιεργούν το προφίλ του νέου εθνικού ηγέτη, ο οποίος δεν διστάζει να απευθύνει στους ομολόγους του, την επικαιροποίηση διεθνών Συνθηκών, τον επανακαθορισμό των όρων και του περιεχομένου τους, υλοποιώντας βήματα για τη χάραξη νέων δεδομένων στις υπάρχουσες σφαίρες επιρροής.
Στην πράξη όμως, το κλίμα ανησυχίας είναι διάχυτο στον Τουρκικό λαό, καθώς τα εμπόλεμα μέτωπα ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Όλα αυτά φυσικά, δεν αποτελούν εκλάμψεις μιας στρατηγικής του Τούρκου Προέδρου, της οποίας ο ίδιος, διεκδικεί την πατρότητα. Συνιστούν το επιχειρησιακό σκέλος της νέο-οθωμανικής θεώρησης του Αχμέτ Νταβούτογλου με τα πολιτισμικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά που αυτή περικλείει και θέλει την Τουρκία να διεκδικεί τη σύγχρονη θέση της στον κόσμο με βάση τα ισχύοντα κατά την οθωμανική αυτοκρατορία.
Σχέδιο που στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγεμονικό παράγοντα της Περιφέρειας και μιας περιοχής που εκτείνεται μεταξύ Βοσνίας και Κοσσόβου έως την Κεντρική Ασία και την αραβική Μ. Ανατολή. Η οθωμανική βαλκανική γεωστρατηγική πολιτική της Άγκυρας, μέσω του ελέγχου της τροφοδοσίας των βαλκανικο-ευρωπαϊκών αγωγών φυσικού αερίου, ολοκληρώνει τον μεγαλοϊδεατικό τουρκο-οθωμανικό σχεδιασμό. Η εφαρμογή όμως, του πολιτικού αυτού σχεδίου έχει μετρηθεί εδώ και καιρό. Η αναζωπύρωση του ανταγωνισμού και η όξυνση των αντιπαραθέσεων που προκαλεί μια πιθανή νέο-οθωμανικού τύπου κυριαρχία συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός.
Στρατηγική αποτυχία
Η Τουρκία έτρεφε σημαντικές προσδοκίες για την εξυπηρέτηση του πολιτικο-πολιτισμικού της υποδείγματος κυριαρχίας στη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» και τον παράλληλο προσεταιρισμό των αραβικών χωρών. Ο στόχος δεν κατέστη εφικτός, καθώς διατάραξε τις σχέσεις με την Αίγυπτο και απέτυχε στην εκκαθάριση του καθεστώτος Άσαντ, από τη Συρία. Παρά το γεγονός ότι, η επιχείρηση «θρησκευτικού πατριωτισμού» στέφθηκε από οικτρή αποτυχία, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός της διεξαγωγής ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου προωθημένων ανακατατάξεων από τη χώρα που είναι γείτονάς μας προκειμένου να ηγεμονεύσει στο Ισλάμ, ως χαλίφης του μουσουλμανικού κόσμου. Η διατάραξη των σχέσεων ισορροπίας που επικρατούσε στον ισλαμικό κόσμο, προκάλεσε ευθείες αντιπαραθέσεις και την επέκταση των διενέξεων.
Πλήρωσε ακριβά την ενηλικίωση του Ισλαμικού Κράτους που είχε εκθρέψει αρχικώς, εναντίον του Άσαντ και των Κούρδων, ενώ ήρθε σε ρήξη και με το θρησκευτικό ηγέτη Φεντουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος πρωθύστερα συνέβαλε στην ανάδειξή του Ερντογάν στην εξουσία. Η διαμάχη του Ερντογάν, ακόμα και με τις πιο ήπιες μορφές του Ισλάμ, όπως οι Αλεβίτες και οι Σιϊτες λειτούργησε πολλαπλασιαστικά στη διάσπαση των παραδοσιακών του συμμαχιών, κάνοντας πραγματικότητα τη συνεργασία του ακόμα και με τους εθνικιστές-φασίστες Γκρίζους Λύκους, του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Τη μεγαλύτερη όμως, ανατροπή υπέστη με την αδυναμία εύρεσης μιας κοινής συνισταμένης με το κουρδικό έθνος -εντός και εκτός Τουρκίας (Ιράκ και Συρία). Τα γεγονότα του 2015 με πρωταγωνίστρια τη νεολαία στο πάρκο Γκεζί, αλλά και το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 και όσα θλιβερά επακολούθησαν αυτού (λ.χ. διώξεις, φυλακίσεις κ.λπ.) καταμαρτυρούν ένα έντονα συγκρουσιακό –εσωτερικό- πεδίο.
Η Τουρκία, σήμερα
Το πολιτικό της σύστημα ταυτίζεται με ένα είδος θεοκρατικής απολυταρχίας συνδυαστικά με την απουσία δημοσίου διαλόγου και θεμελιωδών δημοκρατικών λειτουργιών (π.χ. απουσία ανεξάρτητης δικαιοσύνης, αδυναμία ελεύθερης διακίνησης ιδεών και διωκόμενα ΜΜΕ, «θρησκειοποίηση» της δημοσίας διοικήσεως, πολιτικοί κρατούμενοι κ.λπ.).
Οι σχέσεις με τους δυτικούς δοκιμάζονται. Το κλίμα είναι τεταμένο με τις ΗΠΑ (μετά την παρεμπόδιση των ερευνών της ExxonMobil), με την ΕΕ κατόπιν και των αλλεπάλληλων ελληνικών διαβημάτων, όπως και με το Ισραήλ. Η αγορά των S-400, δεν έχει εξομαλύνει το έδαφος με τη Ρωσία, ενώ οι σχέσεις με το Ιράν δεν βαδίζουν σε καλύτερο επίπεδο. Ωστόσο, η Άγκυρα με αντισυμμαχικό τρόπο για κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, επιχειρεί εδώ και καιρό τον προσεταιρισμό της Ρωσίας. Το προσφυγικό χρησιμοποιήθηκε συχνά, ως απειλή εναντίον της Ευρώπης και της Ελλάδος δημιούργησε ακόμα, μεγαλύτερα προβληματικά δεδομένα.
Όσο η κατάσταση αυτή, συνεχίζει ένα δρόμο δραματικής κορύφωσής, το διεθνές σύστημα φροντίζοντας παράλληλα για τη μακροημέρευσή του, μεριμνά για τη σταθεροποίηση του ταλαντευόμενου αυτού, γεωγραφικού χώρου. Επομένως, το δυτικό σύστημα αποφεύγει τις περαιτέρω πιέσεις υπό τον κίνδυνο απρόβλεπτων εξελίξεων, «σταθεροποιώντας» ταυτόχρονα τον απρόβλεπτο Ερντογάν. Αυτό βέβαια, είναι μέρος κι ενός γενικότερου σχεδίου προκειμένου να παραμείνει θεωρητικά ελεγχόμενος της Δύσης, αλλά και να μην διακοπεί η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η τριγωνική σχέση μεταξύ Κύπρου – Δυτικών (Αγγλοαμερικανών) – Τουρκίας κρύβει ιδιαίτερα σημεία που αφορούν στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Ανατολικής Μεσογείου, -ενώ πιθανώς, κάτι που να μην γίνεται εύκολα διακριτό στην παρούσα φάση- να υποκρύπτει και την υπαγωγή της Ελλάδας στη στρατηγική επιρροή της Τουρκίας. Στην περίπτωση αυτή, ενέχονται και τα δυτικά Βαλκάνια και η επιρροή σε αυτά, όπως αναφέραμε αρχικά, σε έναν πολιτικό-θρησκευτικό συνασπισμό δυνάμεων και άλλων στοιχείων. Συνοπτικά, η μεγάλη εικόνα για την Τουρκία είναι ό,τι «χάνει» στα ανατολικά και νότιά της, να το «κερδίζει» στα δυτικά της και βόρεια.
Για το λόγο αυτό, η συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού σε μια περίοδο δομικής αποσύνθεσης του καθεστώτος Ερντογάν, που η ευρωπαϊκή της προοπτική φαίνεται να αναθεωρείται από την ίδια, αλλά κι οι φιλοτουρκικές φωνές εντός της ΕΕ έχουν αποδυναμωθεί, ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα.
Όπως και για την Ελλάδα - δεδομένης της τουρκικής προκλητικότητας- προκειμένου να εξαχθεί ενισχυμένη η εικόνα της εθνικής μας κυριαρχίας, αναχαιτίζοντας σχέδια αναθεώρησης διεθνών συνθηκών και εδαφικών αξιώσεων και ακυρώνοντας στην πράξη απειλές της τουρκικής αντιπολίτευσης σε Αιγαίο και Θράκη.
Συμπερασματικά, Ελλάδα και Κύπρος αποτελούν πραγματική δύναμη σταθερότητας ως πραγματικό σύνορο της Ευρώπης και προνομιακό γεωστρατηγικό σημείο. Για αυτό και η δυνατότητα ευνοϊκής –οριστικής- επίλυσης του Κυπριακού δίδεται σήμερα και προωθείται, υλοποιώντας παράλληλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής.
Η εξέλιξη των πραγμάτων στην κυπριακή ΑΟΖ θα αποτυπώσει στην πράξη τους συσχετισμούς που θα δημιουργηθούν τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα λαμβάνοντας ως δεδομένη την επιθυμία της τουρκικής πλευράς να ενισχύσει τη σφαίρα επιρροής της, στην περιοχή.
Με την εθνική μας ταυτότητα – Ελληνική και Κυπριακή- να παραμένει ενιαία και αδιαίρετη, η χώρα μας παρουσιάζεται αποτελεσματική στην πολιτική διαχείριση μιας πολυεθνοτικής Τουρκίας με υπάρχοντα πολιτισμικά ρήγματα και αποσχιστικές τάσεις, με μια οικονομία σε πτωτική πορεία και μία αλαζονική και αποσταθεροποιητική συμπεριφορά, η οποία προκαλεί αντισυσπειρώσεις στο διεθνές της περιβάλλον. Ελλάδα και Κύπρος γνωρίζουν πως, ο μόνος τρόπος να θωρακίσουν τα συμφέροντά τους είναι μέσα από ισχυρές συμμαχίες, χωρίς να παραγνωρίζουν πως δεν υπάρχουν μόνιμα συμμαχικά σχήματα, παρά μόνο συμφέροντα, ανταγωνιστικά και αλληλοσυγκρουόμενα.