Η Τουρκία θα χάσει πολλά περισσότερα από ό, τι πολλές άλλες χώρες, εάν ο Τζο Μπάιντεν εκλεγεί νέος Αμερικανός πρόεδρος, καθώς ο τελευταίος αναμένεται να σκληρύνει τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στις διεθνείς στρατιωτικές παρεμβάσεις του Ταγίπ Ερντογάν και τη στενότερη συνεργασία του με τη Ρωσία.
Επενδυτές και αναλυτές εκτιμούν ότι η ήδη παραπαίουσα τουρκική λίρα θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη εάν ο Λευκός Οίκος του Μπάιντεν τραβήξει τη σκανδάλη και πυροδοτήσει τις επί μακρόν επαπειλούμενες κυρώσεις κατά της Αγκυρας για την αγορά των ρωσικών πυραύλων S-400, η οποία σύμφωνα με την Ουάσινγκτον θέτει σε κίνδυνο τις άμυνες του ΝΑΤΟ.
Μια δοκιμή των S-400 την προηγούμενη εβδομάδα προκάλεσε την οργισμένη απάντηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του αμερικανικού Πενταγώνο. Κορυφαίοι γερουσιαστές των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών ζήτησαν, επίσης, κυρώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να ζημιώσουν σοβαρά την τουρκική οικονομία που επλήγη από δύο μεγάλες βουτιές την τελευταία διετία.
Ο Ερντογάν έχει υποτιμήσει τις πιθανές επιπτώσεις και απειλεί με αντι-κυρώσεις.
Οι αμερικανικές απειλές έχουν μείνει στα λόγια από τη στιγμή που η Μόσχα έστειλε τα τα οπλικά συστήματα στην Αγκυρα στα μέσα του 2019, κυρίως επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ αντιστέκεται στην τιμωρία του Ερντογάν, με τον οποίο έχει συχνή επικοινωνία, λέγοντας ότι ελπίζει ότι οι συνομιλίες θα επιλύσουν το ζήτημα.
Ο Ερντογάν έχει αξιοποιήσει τους θερμούς δεσμούς του με τον Τραμπ για να κάνει επίδειξη στρατιωτικής ισχύος στη Συρία, τη Λιβύη, την Ανατολική Μεσόγειο και εσχάτως στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, γεμίζοντας ορισμένα κενά που άφησε η αμερικανική υποχώρηση από την περιοχή τα τελευταία χρόνια.
Αλλά η σχέση αυτή θα μπορούσε να «παγώσει» αν ο Μπάιντεν, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την αμερικανική προεδρία, κερδίσει τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Σε σχόλιό του που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Αγκυρας, ο Μπάιντεν τον περασμένο Δεκέμβριο τάχθηκε υπέρ μιας νέας προσέγγισης απέναντι στον «αυτοκράτορα» Ερντογάν και εξέφρασε την ανησυχία του για τη στενή συνεργασία του με τη Ρωσία.
Η τουρκική λίρα, έχοντας υποχωρήσει κατά 24% φέτος σε ιστορικά χαμηλά, αντικατοπτρίζει ήδη εν μέρει τον κίνδυνο που ακούει στο όνομα «Μπάιντεν» , λένε οι επενδυτές. Οποιαδήποτε αποφασιστική ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας μπορεί να καθυστερήσει έως και μετά την ψηφοφορία, μέχρι ο Λευκός Οίκος να αποφασίσει εάν, και πώς, θα επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία.
«Μια νίκη του Μπάιντεν σίγουρα θα αύξανε τον κίνδυνο κυρώσεων… και φυσικά θα προκαλέσει άγχος στην Τουρκία για την επιστροφή της σε μια ήδη ασταθή χρηματοπιστωτική αγορά που έχει πληγεί από την πανδημία», σύμφωνα με τον Ρότζερ Κέλι, επικεφαλής περιφερειακό οικονομολόγο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη.
Η πτώση της λίρας οφείλεται κυρίως στα εξαντλημένα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας, τον διψήφιο πληθωρισμό και αυτό που αποκαλεί η Moody’s κίνδυνο ισοζυγίου πληρωμών.
Ωστόσο, οι αμερικανικές εκλογές καραδοκούν στο παρασκήνιο: η τελευταία ρευστοποίηση νομίσματος ξεκίνησε τον Ιούλιο, όταν το προβάδισμα των σχεδόν 10 μονάδων του Μπάιντεν στις δημοσκοπήσεις σταθεροποιήθηκε.
Ορισμένοι επενδυτές λένε ότι τώρα που 13,5 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν αντληθεί από τα τουρκικά ομόλογα και μετοχές φέτος, υπάρχει καλός λόγος να επενδύσουν, ειδικά αφού η κεντρική τράπεζα άρχισε να αυξάνει το βασικό της επιτόκιο, το οποίο αναμένεται να φτάσει το 12% την Πέμπτη.
Ωστόσο, με τις κυρώσεις για τους S-400, να βρίσκονται στο τραπέζι, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι το ξανασκέφτονται.
Νέα αμερικανική προσέγγιση
Ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραήμ Καλίν, δήλωσε αυτόν τον μήνα ότι η χώρα του θα συνεργαστεί με οποιονδήποτε πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά απαιτεί από αυτόν να εγκαταλείψει την υποστήριξη των κουρδικών μαχητικών ομάδων στη Συρία και να εκδώσει τον κληρικό Φετουλάχ Γκιουλέν που βρίσκεται στις ΗΠΑ, και ο οποίος σύμφωνα με τον Ερντογάν ενορχήστρωσε το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Ο υπουργός Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, υποβάθμισε την πτώση της λίρας, η οποία είναι κοντά στο 8 έναντι του δολαρίου, και αναμένει ότι η οικονομία της Τουρκίας θα αποφύγει τη συρρίκνωση φέτος.
Ωστόσο, ένα νομοσχέδιο αμυντικών δαπανών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, περιλαμβάνει κυρώσεις στην Τουρκία βάσει του νόμου CAATSA (σ.σ. Πράξη Αντιμετώπισης των Εχθρών της Αμερικής μέσω Κυρώσεων), το οποίο έχει στόχο να τιμωρήσει τις χώρες που συνεργάζονται με τη Ρωσία.
Η Γερουσία θα μπορούσε να το περάσει και να το στείλει στον Λευκό Οίκο τον ερχόμενο Δεκέμβριο, παρέχοντας στον Μπάιντεν ή τον Τραμπ την επιλογή για ήπιες ή σκληρές κυρώσεις κατά της Τουρκίας τον επόμενο χρόνο. Πέρυσι, εξάλλου, η Ουάσιγκτον ανέστειλε τη συμμετοχή της Αγκυρας στο πρόγραμμα για τα μαχητικά αεροσκάφη F-35.
Ο Ερντογάν βλέπει την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και την αντίθεσή της με τη Ρωσία στις συγκρούσεις τόσο στη Συρία όσο και στη Λιβύη ως έναν τεστ για το τι μπορεί να κάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση των ΗΠΑ σε βάρος της Αγκυρας, εκτιμά ο Νικολάι Μάρκοφ, ανώτερος οικονομολόγος της Pictet Asset Management.
«Οι ΗΠΑ βασίζονται στην Τουρκία, την οποία θεωρούν κύριο σύμμαχο τους σε αυτήν την περιοχή, έτσι μπαίνει ένα όριο στις κυρώσεις που μπορούν να επιβάλουν εναντίον της», εξηγεί.