Ενθουσιασμένοι και πανευτυχείς οι θιασώτες της ”ελληνοτουρκικής φιλίας” μετά την επίσκεψη Ερντογάν και την ανακοίνωση της υπογραφής ”Συμφώνου φιλίας και καλής γειτονίας” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να κάνουν λόγο για ”έναν άλλον Ερντογάν”, λες και η πολιτική στην Τουρκία χαράσσεται από μεμονωμένα πρόσωπα κι όχι από ένα βαθύ κράτος που έχει μία συγκεκριμένη στρατηγική. Ή λες και δεν μας έχει συνηθίσει ο Ερντογάν σε οβιδιακές μεταμορφώσεις. Αυτό που, ενθουσιάζει τους εθελοτυφλούντες μπροστά στην τουρκική επίθεση φιλίας, είναι η επιλογή της Τουρκίας στην παρούσα φάση, να μην διατηρεί ένα ανοιχτό μέτωπο με την Ελλάδα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολεμικό επεισόδιο με απρόβλεπτη εξέλιξη.
Εκτιμούν, δηλαδή, οι Τούρκοι, ότι μία σύγκρουση τώρα που η αεροπορία και το ναυτικό τους παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις, δεν τους συμφέρει καθώς απαιτείται χρόνος προκειμένου να εξασφαλίσουν και πάλι την υπεροπλία. Από την άλλη μεριά, εφαρμόζοντας μια πολιτική χαμηλής ισχύος κατακτούν αναίμακτα μεν συστηματικά δε ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή στα ελληνικά πράγματα (στην οικονομία, σε ΜΜΕ, σε πολιτικούς, σε νευραλγικούς τομείς σε υποδομές όπως τα λιμάνια, στο ενεργειακό, στον πολιτισμό), κρατούν το κλειδί της στρόφιγγας του μεταναστευτικού μεταφέροντας εδώ αποκλειστικά μουσουλμάνους, αγοράζουν γη, σπίτια και επιχειρήσεις, επενδύουν στη δημιουργία ενός θετικού κλίματος για τη χώρα τους στην Ελλάδα, εξακολουθώντας παράλληλα ν′ αναβαθμίζουν τα οπλικά τους συστήματα, να διατηρούν στρατό κατοχής στην Κύπρο, να χειραγωγούν τους μουσουλμάνους της Θράκης σε βάρος της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας, να διεκδικούν το Αιγαίο, να διατηρούν το casus belli και το τουρκολιβυκό σύμφωνο.
Μια τέτοια πολιτική, χαμηλής ισχύος, μπορεί μεν να αποδώσει σε βάθος χρόνου και όχι άμεσα συγκρινόμενη με μία πολεμική σύρραξη στην οποία η Ελλάδα, αν φυσικά ηττηθεί, θα υποχρεωθεί σε άμεσες παραχωρήσεις, αλλά θα είναι σαφώς αποτελεσματικότερη με μονιμότερα αποτελέσματα και, το κυριότερο, νόμιμη και αποδεκτή! Αν, δηλαδή τις επόμενες δεκαετίες, τα νησιά και η Θράκη κατακλυστούν από Τούρκους που διατηρούν εκεί τα εξοχικά τους, σε πρώτη φάση, η τουρκοποίησή τους, σε μία επόμενη φάση, θα είναι ζήτημα χρόνου. Αν αυτά φαντάζουν κινδυνολογίες και υπερβολές, σας συνιστώ να κάνετε ένα σαββατοκύριακο μία βόλτα στην Αλεξανδρούπολη για να διαπιστώσετε την ειρηνική εισβολή χιλιάδων Τούρκων που σταδιακά μονιμοποιούν την παρουσία τους μέσω επενδύσεων και αγορών στην περιοχή. Οι Τούρκοι τουρίστες και επενδυτές καλύπτουν σήμερα το κενό μιας ελληνικής αναπτυξιακής πολιτικής για τον Έβρο και τη Θράκη γενικότερα, τα αποτελέσματα της εγκατάλειψης των οποίων βιώσαμε, δυστυχώς, πολύ πρόσφατα.
Κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη και την ειρηνική συνύπαρξη. Ούτε όμως και η υποταγή στις επιδιώξεις του τουρκικού επεκτατισμού συνιστά μία επιθυμητή επιλογή, για όσους τουλάχιστον διατηρούν στοιχειώδη ιστορική συνείδηση και αντιλαμβάνονται τη φύση του τουρκικού κράτους.
Υπάρχει και τρίτος δρόμος μεταξύ της πολεμικής σύγκρουσης και της υποταγής με ήπια μέσα. Εξάλλου, η πρώτη επιλογή, δεν εξαρτάται από μας. Δεν είναι η Ελλάδα που απειλεί την Τουρκία ή που σχεδιάζει να της επιτεθεί. Δεν πρέπει, ωστόσο, επουδενί, η παρούσα επίθεση φιλίας να οδηγήσει σ′ έναν οικειοθελή αφοπλισμό σε όλα τα επίπεδα: αμυντικό, διπλωματικό, οικονομικό, πολιτισμικό, ψυχολογικό. Η Ελλάδα οφείλει προκειμένου να διασφαλίσει την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την ιδιαίτερη ταυτότητά της να μην εφησυχάζει, να μην επαναπαύεται και, κυρίως, να μην τρέφει αυταπάτες.
Η άρνηση των ιθυνουσών τάξεων και των κομμάτων εξουσίας να σχεδιάσουν, να υποστηρίξουν και να υλοποιήσουν πολιτικές για την οικονομική και παραγωγική ανασυγκρότηση, την Παιδεία την ανάδειξη του πολιτισμού και των μνημείων της χώρας, την προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος, την καλλιέργεια δημοκρατικού πατριωτικού φρονήματος επειδή, τάχα, δε θα χρειαστεί να... πολεμήσουμε την Τουρκία η οποία θα παράγει από τρόφιμα μέχρι δορυφόρους κι εμείς απλώς θα τους φιλοξενούμε ως χαρούμενοι οικοδεσπότες μέχρι να βρεθούμε ενοικιαστές στα δικά τους σπίτια στη χώρα μας και καταναλωτές των δικών τους προϊόντων, αφού θα παράγουν μόνον αυτοί, το μόνο που εγγυάται είναι την υποταγή κι εν τέλει την ιστορική μας εξαφάνιση. Αυτό ούτε μπορούμε να το επιτρέψουμε αλλά και ούτε δικαιούμαστε να το επιτρέψουμε να συμβεί. Αν, φυσικά, αναλογιζόμαστε το βάρος και βάθος της Ιστορίας μας, αν φυσικά θεωρούμε ότι πράγματι αξίζει να ζούμε ελεύθεροι.