Μετά την χθεσινή του επικράτηση στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ο Ταγίπ Ερντογάν μετρά δέκα συνεχόμενες εκλογικές νίκες –ως υποψήφιος δήμαρχος, πρωθυπουργός και πρόεδρος– τρία επιτυχημένα δημοψηφίσματα το 2007, το 2010 και το 2017, κυρίως δε επαίρεται για την πολιτική –κι όχι μόνο– επιβίωσή του κατά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016.
Στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές τον Ιούνιο του 2018 ο Ταγίπ Ερντογάν επικράτησε από τον πρώτο γύρο με ποσοστό 52,6%, ενώ στις ταυτόχρονες βουλευτικές, η συμμαχία του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και της Εθνικιστικής Δράσης εξασφάλισαν εκλογική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κατά πάσα πιθανότητα, η συμμαχία των έξι αντιπολιτευόμενων κομμάτων στην Τουρκία δεν θα κατορθώσει να αποτρέψει την επανεκλογή Ερντογάν στο δεύτερο γύρο˙ αυτός προέκυψε λόγω της παρουσίας και του ποσοστού του Σινάν Ογάν.
Το ποσοστό που απέσπασε ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου –45%– δεν είναι υψηλότερο αθροιστικά από αυτό που συγκέντρωσαν το 2018 οι υποψήφιοι του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του Καλού Κόμματος (İYİ) και του φιλο-κουρδικού Δημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος.
Το ξεκάθαρο προβάδισμα, ποσοστιαίο και σίγουρα ψυχολογικό, που απέκτησε ο Τούρκος Πρόεδρος σε συνδυασμό με την πλειοψηφία που διατήρησε στο Κοινοβούλιο –έστω και με υποχώρηση των ποσοστών του– τον χρήζει ως αδιαφιλονίκητο φαβορί για τον δεύτερο γύρο, μεταθέτοντας χρονικά το τέλος της «εποχής Ερντογάν» στη γειτονική χώρα.
Οι εκλογές στην Τουρκία και το εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό συμμετοχής –88%– κατέδειξαν και τις πολιτικές αναλογίες και τον προσανατολισμό της τουρκικής κοινωνίας. Πόσος από τον αυταρχικό μετασχηματισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος, που επήλθε την τελευταία εικοσαετία, αναλογεί στον Ερντογάν και πόσος στην τουρκική κοινωνία;
Ακόμη και στην –όχι πολύ πιθανή– περίπτωση που επικρατήσει στο δεύτερο ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τί θα διατηρηθεί και τί θα αποκατασταθεί από το μεταρρυθμιστικό αριστούργημα(sic) του Ερντογάν;
Στην Τουρκία καθ’ όλη την περίοδο της κεμαλικής διακυβέρνησης ο εκδημοκρατισμός ήταν δύσκολος, ονομαστικός και μερικός, εργαλειακά όμως χρήσιμος ως άλλοθι για τους δυτικούς συμμάχους της Αγκύρας και κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως προς τη διασφάλιση της φιλοδυτικής της πορείας. Η νέα εκλογική επικράτηση Ερντογάν σε ποιο βαθμό επαναβεβαιώνει την αντι-δυτική πορεία της χώρας, κοινωνικά, πολιτικά και στρατηγικά;
Το δεύτερο συναφές ερώτημα έγκειται στο: πόσος από τον ανακύπτοντα τουρκικό αναθεωρητισμό αναλογεί στον Ερντογάν και πόσος στο τουρκικό πολιτικό σύστημα και την κοινωνία;
Η συσχέτιση του –απίθανου πλέον– πολιτικού τέλους του Ερντογάν και μίας λιγότερο αναθεωρητικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από την επόμενη κυβέρνηση, προκρίνονταν ως αιτιώδης και θετική εξέλιξη για τα δύο κράτη του ελληνισμού. Ας μην αυταπατόμαστε –για μία ακόμη φόρα– προσωποποιώντας την τουρκική εξωτερική πολιτική. Ο τουρκικός ηγεμονισμός δεν είναι ούτε προσωποπαγής, ούτε συγκυριακός ούτε δευτερογενής αλλά αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος, ανατροφοδοτούμενος από κυρίαρχες τάσεις της τουρκικής κοινωνίας.
Επομένως, η Ελλάδα οφείλει να προσεγγίσει το ζήτημα της αναθεωρητικής Τουρκίας και στη μετά τον Ερντογάν περίοδο –όταν έρθει– όχι ως γενική και αφηρημένη προοπτική, αλλά ως βασικό διαμορφωτικό παράγοντα της ελληνικής στρατηγικής.
Μακάρι το πρόβλημα να αφορούσε μόνον την παρούσα ηγεσία της Άγκυρας, αλλά δυστυχώς το τουρκικό πολιτικό σύστημα διαπνέεται από ηγεμονικές αξιώσεις οι οποίες σε όλες τις εκδοχές τους αφορούν τόσο την Ελλάδα, όσο και την Κυπριακή Δημοκρατία. _