Η νέα εποχή του Ντόναλντ Τραμπ είναι γεγονός. Η ορκωμοσία του 45ου και πλέον 47ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής σηματοδότησε τη μετάβαση σε έναν καινούριο κόσμο. Πώς θα είναι αυτός ο κόσμος; Ουδείς μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε έναν πολιτικό, αξιακό και οικονομικό «σεισμό» στον πλανήτη. Όπως ακριβώς αναμενόταν. Πολλοί βρίσκονται ακόμα σε πανηγυρική κατάσταση, έχοντας αγαλλιάσει για την ήττα της πολιτικής ορθότητας, ενώ άλλοι «πενθούν» βαριά και μετρούν το χρόνο αντίστροφα για τη λήξη της θητείας του νέου προέδρου.
Πάντως, τη δεδομένη χρονική στιγμή, αν μπορεί να υπάρξει μία κοινή παραδοχή αυτή είναι ότι κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι ακριβώς θα κάνει ο Τραμπ σε μία σειρά ζητημάτων. Όποιος πει το αντίθετο αναλαμβάνει και το ρίσκο να διαψευστεί άμεσα και ηχηρά από τις εξελίξεις.
Ας δούμε όμως τη μεγάλη εικόνα, κατά την κοινή αμερικανική έκφραση.
Ο Τραμπ ανήλθε στην εξουσία αυτή τη φορά καλά προετοιμασμένος και με ισχυρούς συμμάχους. Αν το 2017 η εκλογή του ήταν αποτέλεσμα κυρίως της αποτυχίας των Δημοκρατικών, το 2024 δεν ήταν έτσι. Μεγαλύτερη απόδειξη αυτού αποτελεί η σαρωτική επικράτηση των Ρεπουμπλικανών σε Βουλή και Γερουσία ταυτόχρονα με την εκλογή του προέδρου.
Η διακυβέρνηση το Τζο Μπάιντεν θα μπορούσε να μην ήταν τόσο κακή όσο τελικά φάνηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Μπάιντεν προώθησε πολιτικές και απέτυχε στην πολιτική, όπως θα έλεγαν κάποιοι γερόλυκοι της πολιτικής επικοινωνίας. Η προεδρία του αποτέλεσε το αποκορύφωμα δεκαετιών αμερικανικής διπλωματικής παρέμβασης στα διεθνή δρώμενα, αλλά με αμφίβολα έως πενιχρά αποτελέσματα. Εξαίρεση αποτελεί το γεγονός της διατήρησης της μαχητικής ικανότητας της Ουκρανίας απέναντι στη Ρωσία του Πούτιν ελέω των τεράστιων αμερικανικών ενισχύσεων σε χρήμα και πολεμικό υλικό.
Περαιτέρω όμως η περιφερειακή σταθερότητα όχι απλώς διασαλεύτηκε, αλλά επί της ουσίας κατέρρευσε. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση η επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ που οδήγησε στην ισοπεδωτική ισραηλινή απάντηση στη Γάζα και τελικά στην απελευθέρωση όσων ομήρων επέζησαν από τα χέρια των δολοφόνων της Χαμάς. Παράλληλα, η καθεστωτική αλλαγή στη Συρία αναδεικνύει ένα νέο σύστημα εξουσίας το οποίο έχει προνομιακές σχέσεις με περιφερειακούς παίκτες όπως η Τουρκία, ενώ η Ρωσία αποχωρεί και οι αραβικές χώρες παρακολουθούν.
Στα εσωτερικά, για τα οποία άλλωστε ψήφισαν οι Αμερικανοί, ο Τζο Μπάιτεν προώθησε την ανάπυξη αλλά με πολύ συγκεκριμένη ατζέντα, η οποία φάνηκε ότι δεν απαντούσε σε καθημερινά προβλήματα πολλών εκατομμυρίων πολιτών. Υιοθετώντας πλήρως τη woke agenda, όπως αυτή τέθηκε σχεδόν εκβιαστικά ενώπιόν του από τον Μπέρνι Σάντερς και την ομάδα του προκειμένου ως αντάλλαγμα να λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις εκλογές του 2020, ο Μπάιντεν πορεύτηκε και ολοκλήρωσε τον πολιτικό του βίο άδοξα.
Η ακρίβεια, η άνευ όρων πράσινη μετάβαση και βεβαίως η αθρόα παράνομη μετανάστευση έφεραν τον Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο για δεύτερη φορά. Δίπλα του και γύρω του μεγιστάνες όπως ο Ίλον Μασκ, ο Σαμ Άλτμαν, ο Τζεφ Μπέζος (πλέον ιδιοκτήτης της άλλοτε δημοκρατικής Washington Post), ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ και άλλοι ευελπιστούν να αποτελέσουν μία ιδιότυπη κεφαλαιοκρατική αριστοκρατία. Ο Μασκ ιδιαιτέρως έχει αναλάβει ήδη τον ρόλο του υπερυπουργού με αρμοδιότητα την περιστολή των κρατικών δαπανών μέσω του κλεισίματος όσων υπουργείων και οργανισμών θεωρηθούν περιττά και αντιπαραγωγικά. Από κοντά και σειρά απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων που δεν υπηρετούν το νέο εθνικό αφήγημα του “Make America Great Again”. Δεν πέρασε άλλωστε πολύς καιρός από την υποχρεωτική «συμπεριληπτικότητα» που επέβαλε η προηγούμενη κυβέρνηση σε προσλήψεις στις Ένοπλες Δυνάμεις, τα Σώματα Ασφαλείας και ολόκληρο το δημόσιο.
Τα πρώτα εκτελεστικά διατάγματα του Ντόναλντ Τραμπ αφορούσαν, μεταξύ πολλών άλλων, στην κατάργηση του δικαιώματος αυτόματης κτήσης της αμερικανικής ιθαγένειας με τη γέννηση σε αμερικανικό έδαφος, την απέλαση παράνομων μεταναστών που έχουν διαπράξει εγκλήματα, την ενίσχυση του στρατού στα σύνορα με το Μεξικό, την αποχώρηση των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, την ανάσχεση γενικώς της «πράσινης» πολιτικής των Δημοκρατικών, την ανάκληση κάθε διάταξης για την αναγνώριση πολλών φύλων και την επικράτηση τη κοινής λογικής που η βιολογία επιτάσσει, ότι δηλαδή υπάρχουν μόνο δύο φύλα, το αρσενικό και το θηλυκό.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν κάποιες από τις αποφάσεις που λαμβάνει ο Αμερικανός πρόεδρος για τους Αμερικανούς και δείχνουν τάσεις. Όμως ο υπόλοιπος κόσμος και ιδίως η Ευρώπη βρίσκονται εν αναμονή των εξωτερικών πρωτοβουλιών του. Η επιβολή δασμών στον Καναδά και το Μεξικό θα είναι η αρχή, με την περίπτωση της Κίνας να αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, το οποίο ο Τραμπ μάλλον προσεκτικά αποφεύγει να ανοίξει ακόμη ευθέως.
Στην ημετέρα όχθη του Ατλαντικού, η Ευρώπη βρίσκεται εντελώς αποδιοργανωμένη, πολυδιασπασμένη και διαρκώς εκλογοαπασχολημένη. Οι εκλογές στη Γερμανία τον Φεβρουάριο αναμένονται με ενδιαφέρον, με το ενδεχόμενο της ενίσχυσης του AfD να είναι υπαρκτό. Η προσπάθεια του Ίλον Μασκ να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με ηγέτες ανά τον κόσμο και να πολεμήσει ευθέως άλλους δείχνουν μία σχετική τάση. Όμως, για όσους έχουν κοντή μνήμη, η τάση αυτή δεν είναι χωρίς προηγούμενο.
Ελάχιστα χρόνια έχουν περάσει από την έντονη παρεμβατικότητα του Τζορτζ Σόρος προς την αντίθετη κατεύθυνση μέσω παχυλών χρηματοδοτήσεων που εκατομμυριούχος παρείχε σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που προωθούσαν και εργάζονταν για τα ανοικτά σύνορα.
Ο Μασκ από την άλλη αποτελεί μία sui generis περίπτωση επιχειρηματία και πρωτοπόρου της τεχνολογίας, η οποία σίγουρα θα απασχολήσει και τα επόμενα χρόνια τον πλανήτη. Σημαντικός παράγων, βεβαίως, στην έκταση της δύναμής του θα είναι η χρονική διάρκεια της ανέφελης συμμαχίας του με τον Τραμπ.
Στην αμιγώς διεθνή πολιτική, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου είναι μία μεγάλη σφίγγα. Ο φαινομενικός απομονωτισμός της Αμερικής του Τραμπ μπορεί σύντομα να μετατραπεί σε μία νέα οικονομική και τεχνολογική κυριαρχία μέσω της πολυδιαφημισμένης επανεκκίνησης που ο πρόεδρος επιζητά. Σε επί μέρους ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, όπως λ.χ. η αναγκαία πίεση προς τη Ρωσία έναντι της Ουκρανίας προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη χωρίς φινλανδοποίηση της δεύτερης, αυτό ίσως να έχει αποτέλεσμα.
Στο πεδίο των αμερικανοϊσραηλινών σχέσεων ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επίσης δεν επιθυμεί εντάσεις και πολέμους με τρίτους, αλλά δεν θα απόσχει παράλληλα από τη διαρκή στήριξη στον μεγάλο παραδοσιακό σύμμαχο της χώρας του και μοναδική πηγή δημοκρατίας και ισχύος στη Μέση Ανατολή, το Ισραήλ.
Το μεγάλο ερωτηματικό εντοπίζεται στα περιφερειακά γεωπολιτικά ζητήματα. Αν ο Τραμπ δεν θέλει να προκαλέσει, να μπει ή να παρακολουθεί πολεμικές συρράξεις παγκόσμιας κλίμακας, το βέβαιο είναι ότι πολύ περισσότερο δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με σχετικές «τοπικές» διελκυστίνδες. Μία τέτοια είναι και η ελληνοτουρκική περίπτωση φυσικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι τίθεται εν αμφιβόλω η στρατητική σχέση Ελλάδας-ΗΠΑ με το βάθος που αυτή έχει λάβει επί όλων των τελευταίων κυβερνήσεων και από τις δύο πλευρές. Σημαίνει όμως ότι η Ελλάδα δεν πρέπει επ’ ουδενί να θέσει τον εαυτό της σε μία αφελώς νοούμενη «διπλωματία κυρίων».
Αν η εναπόθεση της εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων στις συμμαχίες δεν έπρεπε ποτέ να είναι το αντικείμενο της συζήτησης για την ελληνική εξωτερική πολιτική και ασφάλεια, ένας λόγος παραπάνω υπάρχει για να μη συμβεί αυτό τώρα.
Αντιθέτως, η θητεία Τραμπ κατά πάσα πιθανότητα πιθανότατα θα ευνοήσει εμπορικές και στρατηγικές συμφωνίες αμοιβαία επωφελείς, όπως για παράδειγμα ο αγωγός East Med. Υπενθυμίζεται ότι το 2019 ήταν ο Τραμπ εκείνος που έβαλε την υπογραφή του σε δύο νομοσχέδια για τον προϋπολογισμό της αμερικανικής κυβέρνησης, στα οποία είχε ενσωματωθεί το ελληνικού ενδιαφέροντος σχέδιο «EastMed Act», η αποπομπή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών F-35 και η άρση του εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Πρωτεργάτες εκείνων των πρωτοβουλιών ήταν οι Γερουσιαστές Μπομπ Μενέντεζ και Μάρκο Ρούμπιο. Κι αν ο πρώτος, ατυχώς μεν, δεν μπορεί πλέον να δράσει, ο μεν δεύτερος είναι ο νέος Υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ σήμερα.
Η δε Κύπρος εντάχθηκε κατά τις τελευταίες ημέρες της διακυβέρνησης Μπάιντεν σε τρία αμερικανικά εξοπλιστικά προγράμματα για την παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού και τη χορήγηση δωρεάν αμυντικού υλικού, ενισχύοντας δυναμικά τη σχέση Ουάσινγκτον-Λευκωσίας.
Εν κατακλείδι, τα παραπάνω σίγουρα μαρτυρούν ότι δεν πρέπει να βγουν βιαστικά συμπεράσματα για τη δεύτερη θητεία Τραμπ που μόλις ξεκίνησε. Συνήθως, στην παραδοσιακή ανάγνωση των πραγμάτων, είθισται να λέγεται ότι η πολιτική ατζέντα δεν είναι σουπερμάρκετ για να παίρνει καθένας ό,τι του αρέσει. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, δεν είναι ακριβώς ο συνηθισμένος πολιτικός που έχουμε συνηθίσει.
Έτσι, καλό είναι οι καθ’ ημάς αρμόδιοι και δημοσιολογούντες να μη μένουν προσκολλημένοι σε ζητήματα διαχείρισης συμβόλων, αλλά να βλέπουν την ουσία της πολιτικής.
Όσο κι αν αυτό μπορεί να ενοχλεί τα αισθητικά τους ελατηριά και κυρίως κάποια επαγγελματικώς ευαίσθητα ακροατήρια.