Ενώ τα καραβάνια της απελπισίας συνεχίζουν το ταξίδι τους προς τις ΗΠΑ, τα μέρη που καταφθάνουν τους βλέπουν σαν εισβολείς. Έτσι τους βλέπει ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και αποφάσισε να εφαρμόσει την πολιτική της μηδενικής ανοχής, που είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και τον βίαιο χωρισμό των παιδιών από τους γονείς τους, έτσι τους βλέπουν και οι κάτοικοι των πόλεων που καταφθάνουν.
Την Κυριακή, εκατοντάδες κάτοικοι της Τιχουάνα πραγματοποίησαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την παρουσία περίπου 3.000 μεταναστών απ′ την Κεντρική Αμερική, που έφτασαν στην πόλη με ένα από τα καραβάνια, με την ελπίδα να μπορέσουν να φτάσουν στις ΗΠΑ. Με σημαίες του Μεξικού ανά χείρας και τραγουδώντας τον εθνικό τους ύμνο συγκεντρώθηκαν μπροστά απ′ το άγαλμα ενός Αζτέκου ηγέτη, κοντά στα σύνορα, και φώναζαν «έξω» και «Δεν τους θέλουμε εδώ» για τους μετανάστες.
Ο Bryan Mealer είναι πολεμικός ανταποκριτής για τον Guardian. Βρέθηκε στα σύνορα και αποφάσισε να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό: Το τραύμα που αφήνει σε αυτούς τους ανθρώπους αυτή η επώδυνη διαδρομή. Όχι μόνο στους μετανάστες, αλλά και στους ανθρώπους που προσπαθούν να τους βοηθήσουν, όπως οι δικηγόροι και οι κοινωνικοί λειτουργοί.
Ο ίδιος γράφει ότι πέρασε εβδομάδες στα σύνορα με το Μεξικό και συνάντησε οικογένειες από την Κεντρική Αμερική που προσπάθησαν να ξεφύγουν από τη βία στις χώρες τους, επέζησαν από το δύσκολο ταξίδι για την Αμερική, και τελικά έζησαν την φυλάκιση και τον χωρισμό από την οικογένειά τους. «Ήρθα επίσης αντιμέτωπος με το τραύμα σε ανθρώπους που ίσως δεν υποψιάζεστε. Συνάντησα δικηγόρους που βιώνουν δευτερογενές τραύμα -αυτό που συμβαίνει όταν παίρνεις μέσα σου τη δυστυχία και το τραύμα των άλλων- που έβλεπαν τους πελάτες τους να απελαύνονται πίσω στην χώρα τους», γράφει.
Τον Μάιο, όταν η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε την πολιτική μηδενικής ανοχής κατά μήκος των συνόρων και άρχισε να χωρίζει οικογένειες που ζητούσαν άσυλο, οι παιδίατροι και οι ειδικοί ψυχικής υγείας είχαν προειδοποιήσει για τη μακροπρόθεσμη βλάβη που θα προκαλέσει στα παιδιά αυτή η πρακτική. Η επιστήμη έχει δείξει ότι η παρατεταμένη έκθεση σε τοξικό στρες συνδέεται με χρόνια προβλήματα υγείας, όπως ο καρκίνος και οι καρδιακές παθήσεις.
«Αυτό το στρες το βρήκα, όπου και αν κοιτούσα κατά μήκος των συνόρων».
Για τη Νόρα, από την Ονδούρα, ήταν ο γιος της Άλεξ -ηλικίας έξι ετών- που παρουσίασε πρώτος το τραύμα. Το παιδί είχε ξεχάσει πως να μιλάει.
Είχε παρατηρήσει ότι κάτι πάει στραβά από όταν τον είχε ξυπνήσει μέσα στη νύχτα, εκείνον και τα δύο του αδέρφια για να φύγουν από το σπίτι.
Προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την «Μάρα Σαλβατρούτσα» (MS-13), της αδίστακτης συμμορίας που τρομοκρατεί την Κεντρική Αμερική. Η MS δημιουργήθηκε αρχικά το ’80 στο Λος Άντζελες, από μετανάστες του Ελ Σαλβαδόρ. Απελάθηκαν το ’90, αλλά μετά παρακλάδια τους οργανώθηκαν στη Βοστώνη, την Ουάσινγκτον και άλλα κομβικά σημεία των ΗΠΑ, έως σήμερα.
Η Νόρα και τα παιδιά της έχουν διασχίσει μια απόσταση πάνω από 5.600 χιλιομέτρων, μέσω της Γουατεμάλα στην Τιχουάνα και τώρα στο Nuevo Laredo, στο βορειοανατολικό Μεξικό. Σε όλη αυτή τη διαδρομή ο 6χρονος Άλεξ φοβόταν συνεχώς. Είχε εφιάλτες για τον πατέρα του -που έχει εξαφανιστεί πίσω στην πατρίδα τους- και έβρεχε το κρεβάτι του. Και ο λόγος του, εκεί που ήταν γρήγορος και έξυπνος, έχει γίνει ασύντακτος. Λες και το τραύμα τους έκανε να επιστέψει στην εποχή που ήταν μωρό και μάθαινε να μιλά.
Η Νόρα και τα παιδιά της έζησαν και τον κίνδυνο της σωματεμπορίας. Ένας άνδρας που προσφέρθηκε να τους βοηθήσει στον σταθμό των λεωφορείων, αποδείχθηκε ότι ήταν λαθρέμπορος που δούλευε για το τοπικό καρτέλ. Τους φυλάκισε και τους ζητούσαν 6.500 δολάρια για να τους μεταφέρουν στο ποτάμι στο Τέξας, μια διαδρομή λιγότερο από 1,5 χλμ. Όταν η Νόρα τους είπε ότι δεν έχει καθόλου χρήματα, της έκλεψαν από την τσάντα της το κινητό της, ψάχνοντας συγγενείς που θα μπορούσαν να πληρώσουν τα λύτρα. Τότε ήταν που ο μεγαλύτερος γιος της της έκανε την ερώτηση που τρέμουν όλοι: «Μαμά, τώρα θα μας σκοτώσουν;».
Ευτυχώς οι δυσκολίες του ταξιδιού την είχαν κάνει προνοητική. Πριν της κλέψουν το κινητό, είχε βγάλει την κάρτα sim και την είχε κρύψει στο εσώρουχό της. Σκέφτηκε ότι ακόμη και αν την σκοτώσουν, δεν θα μπορέσουν να βρουν συγγενείς της. Όμως ευτυχώς δεν έφτασαν εκεί τα πράγματα. Όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να βρουν τους συγγενείς τους και ότι αν τους σκότωναν θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από ότι ενδεχομένως να κέρδιζαν, οι λαθρέμποροι αποφάσισαν να τους αφήσουν.
Αυτό βέβαια δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα ζούσαν πίσω στην Ονδούρα. Η συμμορία MS-13 έσπειρε καθημερινά τον φόβο.
«Μας έλεγαν ακόμη και τι να φοράμε», λέει η Νόρα. Δεν επιτρέπονταν μπλουζάκια με λογότυπα, ή παντελόνια με σκισίματα. Εάν κάποιος έφευγε από την πόλη για δουλειά, η συμμορία παρέμεινε στο σπίτι τους. Όσοι είχαν καταστήματα ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν το 25% των κερδών τους στη συμμορία που τους εκβίαζε.
Τα παιδιά άκουγαν καθημερινά πυροβολισμούς έξω από το δωμάτιό τους τα περισσότερα βράδια. Και το πρωί, πηγαίνοντας στο σχολείο, έβλεπαν στο δρόμο τους διαμελισμένα πτώματα.
Όταν ένα παιδί γινόταν 10 χρονών έπρεπε να στρατολογηθούν από την συμμορία. Ένας από τη συμμορία είχε ήδη πλησιάσει τον άντρα της για να πάρει το μεγαλύτερο αγόρι τους. Έτσι η Νόρα και ο σύζυγός της άρχισαν να πληρώνουν 1.500 το μήνα (περίπου 62 δολάρια) μόνο και μόνο για να μπορέσει να συνεχίσει το σχολείο. Όταν μια ξαδέρφη της Νόρας αρνήθηκε να εργαστεί για την συμμορία, της έκοψαν το στήθος της. «Η αστυνομία δεν κάνει τίποτα», λέει η Νόρα. «Είναι πολύ λίγοι».
Στα μέσα Φεβρουαρίου, ένα πρωί χτύπησε το κινητό της Νόρας. Ήταν ο σύζυγός της και της μιλούσε σε κατάσταση πανικού. «Πρέπει να πάρεις τα παιδιά και να φύγετε», της είπε. «Τώρα!». Είχαν ένα μικρό κρεοπωλείο και για σχεδόν ένα χρόνο είχαν αναγκαστεί να πληρώσουν στη συμμορία 250 δολάρια το μήνα, δηλαδή περισσότερο από το μισό των κερδών τους. Εκείνο τον μήνα δεν είχε τα χρήματα και γνώριζαν και οι δύο τι σήμαινε αυτό. Έξι μήνες αργότερα και μίλια μακριά, η Νόρα ακόμη δεν ξέρει τι έχει απογίνει άντρας της.
Και δεν είναι μόνο οι μετανάστες που βιώνουν το τραύμα. Σύμφωνα με τον Mealer, είδε την απόγνωση και το τραύμα και στους δικηγόρους ή σε άλλος ανθρώπους που προσπαθούν να τους βοηθήσουν. Εκείνη την εποχή, ο Τραμπ είχε μόλις τερματίσει την πολιτική του βίαιου οικογενειακού χωρισμού, και οι δικηγόροι σε κάθε περιοχή είχαν επιφορτιστεί με τη δύσκολη δουλειά του εντοπισμού των παιδιά.
Αυτό που τους καταρρακώνει περισσότερο είναι η αίσθηση ότι είναι ουσιαστικά ανήμποροι να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους.