Η Ελληνική Βουλή, όλοι το γνωρίζουν, είναι μια αίθουσα θεάτρου. Η Αντιπολίτευση μπορεί να φωνάζει όσο θέλει από τα έδρανα της προς την Κυβέρνηση αλλά δεν βλέπει παρά ελάχιστα πρόσωπα και συχνά μόνο ένα. Η Κυβέρνηση έχει το προνόμιο να βλέπει κατάματα το σύνολο και φυσικά ολόκληρη την Αντιπολίτευση. Το αμφιθέατρο με τα έδρανα στα οποία κάθονται οι βουλευτές μοιάζουν με πλατεία θεάτρου ενώ στην ουσία είναι η σκηνή όπου παίζεται το έργο! Ιδιαίτερα όταν οι κινήσεις των βουλευτών είναι θεατρικές. Το προνόμιο ολίγων να βλέπουν από ψηλά τους πολλούς μου θυμίζει μια ανάλογη ελληνο-γαλλική θεατρική εμπειρία που είχα προ ετών.
Έχετε δει ποτέ σκηνοθέτη να σας κοιτάζει κατάματα καθισμένος κάτω από την οθόνη, για να δει από περιέργεια τις εντυπώσεις αφήνει απάνω σας την ώρα που προβάλλεται η ταινία του; Είναι κάτι που πολύ θα ήθελα να κάνω αλλά θα ήταν ακραιφνής παραλογισμός. Δεν έχει γίνει ποτέ κάτι τέτοιο.
Έχετε δει ποτέ θεατρικό συγγραφέα να κοιτάζει κατάματα τους θεατές του έργου του και ο ίδιος καθισμένος και αμίλητος πάνω στη σκηνή; Και οι συγγραφείς πολύ θα το ήθελαν, αλλά κι΄αυτό είναι ακόμα πιο παράλογο. Ποιον θα κοιτάζουν, το έργο ή τον συγγραφέα; Δεν ξέρω αν το επιχείρησε κανείς, αλλά μου δόθηκε μα ευκαιρία να το δοκιμάσω.
Το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτιμού προσκαλεί στη Γαλλία μια ομάδα από συγγραφείς, κάθε χρόνο κι’ από μια ξένη χώρα. Για να τους γνωρίσει το γαλλικό κοινό, αυτούς και το έργο τους. Το 1991, αν δεν κάνω λάθος, ήταν η σειρά της Ελλάδας. Το Υπουργείο ανέθεσε στον Βασίλη Αλεξάκη να επιλέξει και προσκαλέσει τους λογοτέχνες και σε μένα να επιλέξω τους θεατρικούς συγγραφείς. Για την ιστορία, ήταν η πρώτη φορά που μαζί με τους λογοτέχνες θα έρχονταν και θεατρικοί συγγραφείς. Περιέργως, το γαλλικό υπουργείο δεν είχε σκεφτεί ότι και οι θεατρικοί συγγραφείς είναι... συγγραφείς! Ότι το θεατρικό έργο αυτό κι’ αν είναι τέχνη του λόγου!
Προσκάλεσα πέντε συγγραφείς, ήρθαν τρεις. Ο Ιάκωβος Καμπανέλης, η Λούλα Αναγνωστάκη και ο Γιώργος Μανιώτης, που τον γνώριζα για πρώτη φορά. (Αργότερα θα περάσουμε αντάμα μια εμβληματική συμμετοχή στο γνωστό θεατρικό Φεστιβάλ της Αβινιόν).
Είχα μεταφράσει και ετοιμάσει αποσπάσματα από έργα τους. Είναι καιρός αλλά αν θυμάμαι καλά είχα επιλέξει τον Οδυσσέα γύρνα σπίτι του Καμπανέλη, τον Ήχο του όπλου της Αναγνωστάκη και την Κοινή Λογική του Μανιώτη. Με καλούς ηθοποιούς και πολλές πρόβες.
Μας είχαν παραχωρήσει ένα θαυμάσιο θέατρο, στο κέτρο του Παρισιού, για την παρουσιαση των συγγραφέων και των έργων τους στο γαλλικο κοινό. Για να ολοκληρώσω δε την «γεύση ελληνικότητας» είχα προσθέσει μια παράσταση Θεάτρου Σκιών στην είσοδο της αίθουσας όπου ένας εξαίρετος καραγκιοζοπαίχτης που είχαμε στο Παρίσι έπαιζε τον Μεγαλέξανδρο και το Φίδι αρχίζοντας μισή ώρα πριν από την εκδήλωση ώστε προσερχόμενοι οι θεατές να σταθούν να το παρακολουθήσουν και νά το γνωρίσουν μέχρι να μπουν στην αίθουσα. Ο Μεγαλέξανδρος και το Φίδι σταματούσαν όταν άρχισε το δικό μας πρόγραμμα και μετά το τέλος της παρουσίασης-παράστασης, ξανάρχιζαν την δική τους παράσταση για τους θεατές που έβγαιναν από την αίθουσα.
Το θέατρο είχε μια τεράστια σκηνή, κυρίως σε μήκος και αυτό είναι που μου έβαλε την ιδέα να δώσω την δυνατότητα στους συγγραφείς, καθισμένους δίπλα μου πάνω στη σκηνή, να βλέπουν κατάματα τους θεατές που έβλεπαν τα έργα τους, χωρίς να βλέπουν και τους συγγραφείς! Διότι στην άκρη της σκηνής ήμασταν φωτισμένοι μόνο όσο μιλούσαμε, ενώ όταν στην άλλη άκρη έπαιζαν οι ηθοποιοί, έσβηνε ο δικός μας φωτισμός και οι συγγραφείς ήταν αθέατοι!
Εβλεπα λοιπόν τους συγγραφείς που είχα δίπλα μου, συγκινημένοι να καρφώνουν τα μάτια τους στα πρόσωπα των θεατών πάνω στα οποία έβλεπαν την πορεία των συγκινήσεων που άφηναν οι διάλογοι του έργου τους! Κάτι που δοκίμαζαν για πρώτη φορά. Τουλάχιστον από τόσο κοντά. Ο θεατής έβλεπε το έργο του συγγραφέα, ο συγγραφέας έβλεπε τον θεατή κι’ έγώ έβλεπα τον συγγραφέα, με τα μάτια κολλημένα στους θεατές, ταυτόχρονα ανήσυχο, περίεργο, γοητευμένο και συγκινημένο. Μα εμπειρία που έζησε για πρώτη μάλλον φορά.