Τριάντα ερωτήσεις να απευθύνουμε στα παιδιά εκτός από το «Πώς ήταν η μέρα σου»

Μήπως και πάρουμε κάποια απάντηση - και γίνει κουβέντα - δηλαδή...
LOADINGERROR LOADING

Είναι ένα αρχαίο σενάριο

Το παιδί έρχεται σπίτι από το σχολείο, ανακοινώνοντας την παρουσία του με τον γδούπο του σακιδίου του να χτυπά στο έδαφος.
Γονέας: *με ενθουσιασμό* «Γεια! Πώς ήταν η μέρα σου?”
Παιδί: *σηκώνει τους ώμους με απάθεια* ”Ωραία — βαρετό.” *γρυλίζει ακατάληπτα*

Στα τραπέζια που στρώνονται για το γεύμα της ημέρας σε όλο τον κόσμο, τα παιδιά λένε στους γονείς ότι δεν έκαναν «τίποτα» στο σχολείο όλη την ημέρα. Οι περισσότεροι γονείς δεν είναι σίγουροι πώς να αντιδράσουν. Θέλουμε να μάθουμε τι συμβαίνει στη ζωή των παιδιών μας και να ακούσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, αλλά υπάρχουν πιάτα για πλύσιμο, μπουγάδα για να διπλώσουμε, εργασίες για το σπίτι που πρέπει να ολοκληρώσουμε. Στη φασαρία της καθημερινότητάς μας, ήρεμες στιγμές κατάλληλες για συζήτηση μπορεί να είναι τόσο σπάνιες που όταν έρχονται, δεν είμαστε σίγουροι τι να τις κάνουμε.

Επιπρόσθετα σε αυτήν την πρόκληση, καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, συχνά θέλουν να μην αλληλοκαλύπτονται οι σφαίρες της κοινωνικής τους ζωής και της οικιακής τους ζωής.

«Μέρος της εξέλιξης είναι ότι κάπως απομακρύνονται από εμάς ως οικογενειακή μονάδα. Ασχολούνται λίγο περισσότερο με τους συνομηλίκους τους, και αυτό είναι υγιές», λέει στη HuffPost η Ανγιάλι Φέργκιουσον, κλινική ψυχολόγος που ασκεί το επάγγελμά της στη Βιρτζίνια.

Αλλά όταν τα παιδιά απομακρύνονται, αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς πρέπει να τα παρατήσουν εντελώς. H Φέργκιουσον προτείνει να «μείνουμε περίεργοι» και να έχουμε κάποια ιδέα για το τι συμβαίνει στη ζωή τους, ώστε όταν προκύψει ένα ζήτημα να γνωρίζουν ότι είναι ασφαλές να έρθουν σε εμάς, ακόμη κι αν είναι κάτι σοβαρό.

Συχνά περιμένουμε από τα παιδιά να μιλάνε στο οικογενειακό τραπέζι, αλλά αυτό το «στήσιμο» πρόσωπο με πρόσωπο δεν τα κάνει απαραίτητα να θέλουν να ανοιχτούν. Πολλοί γονείς διαπιστώνουν ότι τα παιδιά τους τους λένε πολλά ενώ βρίσκονται μαζί τους στο αυτοκίνητο.

«Είναι λιγότερο απειλητικό εκεί», λέει η Φέργκιουσον. «Δεν τον καθίζω στο τραπέζι, κοιτώντας τον απευθείας και του λέω να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μου. Δεν έχουμε οπτική επαφή εκείνη τη στιγμή γιατί εγώ οδηγώ και αυτός είναι πίσω — αισθάνεται την όλη διαδικασία λιγότερο απειλητική και λιγότερο απαιτητική για εκείνον. Τόσες πολλές πληροφορίες βγαίνουν στα 15 λεπτά που επιστρέφουμε με το αυτοκίνητο για το σπίτι. Η ’όλη διαδικασία είναι λιγότερο απειλητική εκεί», καταλήγει η Φέργκιουσον.

Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να κάνει το τραπέζι ένα λιγότερο από ιδανικό μέρος για να μιλήσουμε είναι η παρουσία των αδερφών.
«Είναι σημαντικό να έχουμε χρόνο κατά μόνας με ένα παιδί», συμπληρώνει η Φέργκιουσον. Μακριά από τα αδέρφια και τους άλλους ενήλικες στο σπίτι, «απλώς παρέχει λίγο πιο βαθιά σύνδεση και κάνει το παιδί να αισθάνεται ότι έχει σημασία η προσωπική του οπτική». Είναι καλές στιγμές για πιο σοβαρές συζητήσεις.

Το πότε ακριβώς συμβαίνουν αυτές οι στιγμές είναι λιγότερο σημαντικό από τη δέσμευσή μας να τις κάνουμε τακτικά. Μπορεί να είναι πολύ εύκολο να «γλιστρήσουμε» σε μια ρουτίνα που δεν αφήνει χώρο για συνομιλία.

«Οι οικογένειες που δεν μιλούν για τα δύσκολα πράγματα μπορεί να βρεθούν σε ένα μοτίβο συνύπαρξης χωρίς να μοιράζονται το βάθος της ζωής που θέλουν», λέει στη HuffPost ο δρ Λάρι Μίτνολ, ψυχίατρος παιδιών, εφήβων και ενηλίκων στο Κάνσας...

Ως γονείς, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να δεσμευτούμε να είμαστε «διαθέσιμοι και να μην αποσπώμαστε ψηφιακά» από τα κινητά ή τα μέιλ μας, εξήγησε.

Οι έφηβοι ξέρουν πότε δεν είμαστε «100%» σ′ αυτούς προσθέτει ο Μίτνολ.

... πρέπει να συγκρατήσουμε τις παρορμήσεις μας να κριτικάρουμε κάτι που λέει το παιδί μας ή να ανακατευτούμε και να διορθώσουμε ένα πρόβλημα όταν αυτό που πραγματικά ζητά το παιδί μας είναι να το ακούσουμε.

Το περιβάλλον, όμως, δεν χρειάζεται να είναι απόλυτα ειδυλλιακό. Εκτός από τις βόλτες με το αυτοκίνητο, οι αγγαρείες, τα θελήματα ή η άσκηση μπορεί να προσφέρουν ευκαιρίες για συνομιλία σε προσωπικό επίπεδο.

«Οι μεγάλες στιγμές και οι συζητήσεις προκύπτουν συχνά από τις μικρές στιγμές», λέει ο Μίτνολ.

Εάν είναι δυνατόν, ας διατηρήσουμε μια τακτική ημερομηνία επικοινωνίας με το παιδί μας. Αυτό θα μπορούσε να είναι τόσο απλό όσο να βγάζουμε μαζί το σκύλο βόλτα το πρωί του Σαββάτου και να σταματήσουμε για να αγοράσουμε ντόνατς.

...Επομένως, όσο πιο συγκεκριμένοι μπορούμε να είμαστε σχετικά με την ερώτησή μας είναι επίσης χρήσιμο, κατέληξε.

Ακολουθούν μερικές άλλες ιδέες για να ξεκινήσουμε:

Για μικρότερα παιδιά

Με ποιον έπαιξες στο διάλειμμα σήμερα; τι έπαιξες;
Με ποιον κάθισες μαζί στο μεσημεριανό;
Ποιο ήταν το αγαπημένο πράγμα που έκανες σήμερα;
Μπορείς να μου δείξεις κάτι που έμαθες πώς να κάνεις σήμερα;
Ποιες ιστορίες διάβασες εσείς/ ή η δασκάλα σήμερα;
Ποιο ήταν αυτό που αποτέλεσε πρόκληση για εσένα σήμερα;
Τι ήταν αυτό που σε έκανε να νιώθεις ευτυχισμένος/η σήμερα;
Τι ήταν αυτό που σε στεναχώρησε σήμερα;
Τι ήταν αυτό που έκανες και σε έκανε να νιώθεις περήφανος/η για τον εαυτό σου σήμερα;
Ησουν με κάποιο τρόπο γενναίος σήμερα;
Έκανε κανείς στο σχολείο κάτι ανόητο;
Έκανες κάτι καινούργιο ή διαφορετικό σήμερα;
Βοήθησες εσύ ή οι φίλοι σου κανέναν σήμερα;
Συνέβη κάτι εκπληκτικό σήμερα;
Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος κανόνας για να ακολουθηθεί σήμερα;
Μπήκε κανείς σε μπελάδες σήμερα;
Αν μπορούσες να άλλαζες ένα πράγμα κατά τη διάρκεια της μέρας σου, ποιο θα ήταν αυτό;

Για μεγαλύτερα παιδιά κι εφήβους

Ποιο ήταν το αγαπημένο κομμάτι της ημέρας σου;

Ονόμασε ένα εξαιρετικό κι ένα χάλια κομμάτι της ημέρας σου;

Ποιο ήταν το πιο απρόσμενο πράγμα που σου συνέβη σήμερα;

Πήγαν όλα όπως τα είχες σχεδιάσει σήμερα;

Τι προκλήσεις αντιμετώπισες σήμερα;

Τι σε έκανε να γελάσεις σήμερα;

Εκανε κανείς κάτι αλλόκοτο σήμερα;

Ποιος είναι ο καθηγητής που κάπως συμπαθείς;

Ποιος είναι ο καθηγητής που αντιπαθείς;

Εκανες κάτι για κάποιον σήμερα που σε κάνει να νιώθεις καλά;

Τι είδους άνθρωπος ήσουν σήμερα;

Σε τι προσβλέπεις αύριο;

Υπάρχει κάτι στο μυαλό σου που θα ήθελες να μιλήσεις σχετικά;