Τρομοκρατία: Γένεση και τροχιά

Παρελθόν, παρόν και μέλλον
Zeferli via Getty Images

Στο τέλος του περασμένου Απριλίου η Σρι Λάνκα βίωσε τρομοκρατικές επιθέσεις που έπληξαν εκκλησίες κατά την διάρκεια του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα και στοίχισαν τη ζωή σε 258 ανθρώπους. Σύσσωμη η διεθνής κοινότητα καταδίκασε αυτές τις επιθέσεις την ευθύνη των οποίων ανέλαβε η τρομοκρατική οργάνωση ISIS. Λίγες εβδομάδες πριν, ο Διεθνής Συνασπισμός για την καταπολέμηση του ISIS είχε ανακοινώσει την πλήρη εξάλειψή του από τις περιοχές που ήλεγχε εντός του συριακού εδάφους, δηλαδή το τέλος αυτού που είναι γνωστό ως Ισλαμικό Χαλιφάτο.

Ακόμα ζωντανό

Το μήνυμα που ήθελε να στείλει το ISIS με αυτές τις επιθέσεις, κατ’αρχάς, ήταν ότι δεν έχει σβήσει και να επιβεβαιώσει την ικανότητά του να τρομοκρατεί τον κόσμο από την δύση έως την ανατολή. Έτσι όλοι κάθονται στα κάρβουνα περιμένοντας την επόμενη τρομοκρατική επίθεση. Ήταν οι επιθέσεις στη Σρι Λάνκα η τελευταία πνοή της τρομοκρατικής οργάνωσης ή η απαρχή μιας νέας εποχής;

Για να αντιληφθούμε τις λεπτομέρειες του τί μέλει γενέσθαι και να το προβλέψουμε, πρέπει να γυρίσουμε στην αρχή. Στην δεκαετία του 1980, κατά την διάρκεια του αφγανικού πολέμου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, οι σαλαφιστές τζιχαντιστές βρήκαν το πρώτο στήριγμά τους σε έναν αριθμό ισλαμικών στοχαστών, παρά το ότι ανήκαν σε διαφορετικά ρεύματα. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Αμπντουλάχ Αζάμ[1], ο Οσάμα μπιν Λάντεν[2], ο Αιγύπτιος γιατρός Άϊμαν αλ-Ζαουάχρι[3], ο Σύριος Αμπού Μουσάμπ αλ-Σούρι[4]. Δεν πρέπει, επίσης, να παραλείψουμε τον Αιγύπτιο Αμπού Μπακρ Νάτζι[5]. Αυτοί ήταν οι στοχαστές που δημιούργησαν αυτό που αποκαλούμε διεθνή σαλαφιστική τζιχάντ.

Η ίδρυση της οργάνωσης “Αλ-Κάϊντα (η βάση) της τζιχάντ” στα τέλη του περασμένου αιώνα, ήταν μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της σαλαφιστικής τζιχάντ αφού επέδρασε καθοριστικά στην μεταφορά της τζιχάντ από τοπικό επίπεδο, όπως ήταν τότε το Αφγανιστάν και η Τσετσενία, σε διεθνές, δηλαδή στην παγκοσμιοποίηση της τζιχάντ. Τα ηχητικά και τα βίντεο εκείνων των τζιχαντιστών έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην εξάπλωση της ιδεολογίας αυτής. Επί παραδείγματι, τα βίντεο του Σαουδάραβα αλ-Χατάμπ υπό τον τίτλο “Η Ρωσική Κόλαση” από διάφορες επιθέσεις τζιχαντιστών στην Τσετσενία, επέδρασαν καταλυτικά στην ενθάρρυνση νεαρών μουσουλμάνων της Μέσης Ανατολής να υιοθετήσουν την ιδέα της τζιχάντ, ή τουλάχιστον να την αντιμετωπίζουν με συμπάθεια.

Το σημείο καμπής της 11ης Σεπτεμβρίου

Τότε, συνέβη το γεγονός που άλλαξε τον κόσμο. Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, 19 νεαροί τζιχαντιστές με επικεφαλής τον Αιγύπτιο Μοχάμεντ Άττα επιτέθηκαν με επιβατικά αεροσκάφη στους δύο πύργους του Διεθνούς Κέντρου Εμπορίου στην καρδιά της Νέας Υόρκης και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο. Μετά από αυτές τις επιθέσεις, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, πυροδοτώντας έτσι την επόμενη φάση της της ιδέας της διεθνούς τζιχάντ και της εμφάνισης της οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους.

Ιράκ: μεταξύ 2003 και 2011

Η Ουάσιγκτον και μερικοί από τους δυτικούς συμμάχους της κήρυξαν πόλεμο στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσείν και μέσα σε λίγες εβδομάδες κατάφεραν να επιβάλλουν την υπεροχή τους στο έδαφος, ελέγχοντας την ιρακινή πρωτεύουσα Βαγδάτη και σημειώνοντας το τέλος του ιρακινού καθεστώτος. Όμως, όταν η Ουάσιγκτον άρχισε να οργανώνει πολιτικά το εσωτερικό του Ιράκ, προέκυψαν ιρακινές τζιχαντιστικές πολιτοφυλακές, κάποιες με σύνθημα το έθνος και άλλες με σύνθημα την τζιχάντ. Όλες όμως είχαν σαν κύριο στόχο τους την αντίσταση κατά της αμερικανικής κατοχής. Αυτές οι ομάδες, που απαρτίζονταν από έμπειρα πρώην μέλη του ιρακινού στρατού, κατάφεραν να προκαλέσουν επώδυνα χτυπήματα στις δυνάμεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, σπρώχνοντάς τους να αναδιοργανωθούν και να επανεξετάσουν το σκηνικό. Εν μέσω όλων αυτών, σε μερικές μικρές πόλεις του Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ, ένα άγνωστο έως εκείνη τη στιγμή πρόσωπο, ο Αμπού Μουσάμπ αλ-Ζαρκάουϊ[6] ο οποίος δημιούργησε την πρώτη του ομάδα με το όνομα Jama’at al-Tawhid wal-Jihad[7]. Με το πέρασμα του χρόνου, μεγάλος αριθμός μαχητών – κυρίως Άραβες – από όλο τον κόσμο άρχισαν να εντάσσονται σε αυτήν την οργάνωση. Επίσης, η υποστήριξη της ισλαμικής τζιχαντιστικής κοινότητας προς αυτήν αυξήθηκε, ειδικά μετά τα σκληρά χτυπήματα εναντίον των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ και την στοχοποίηση σημαντικών σιιτών ηγετών όπως ο Μπάκιρ αλ-Χακίμ τον οποίον σκότωσαν. Η πρώτη μάχη της Φαλούτζα το 2004 κέρδισε μεγάλη συμπάθεια που ήταν η κύρια αιτία της σταδιακής επέκτασης αυτής της οργάνωσης στο κεντρικό και δυτικό Ιράκ.

Ο αλ-Ζαρκάουϊ ορκίστηκε πίστη στον Οσάμα μπιν Λάντεν και άλλαξε το όνομα της οργάνωσης σε “Αλ-Κάϊντα στη Μεσοποταμία” και μερικούς μήνες αργότερα μαζί με άλλες μικρές ομάδες σαλαφιστών δημιούργησε το “Συμβούλιο Σούρα των Μαχητών”[8] τοποθετώντας στην ηγεσία τον Αμπντουλάχ Ρασίντ αλ-Μπαγκντάντι. Ο ίδιος ο αλ-Ζαρκάουϊ παρέμεινε απλό μέλος του Συμβουλίου σαν να ήθελε να δώσει ιρακινό χαρακτήρα στην οργάνωση.

Σουνιτική δυσαρέσκεια

Σε αυτό το στάδιο, η επιτυχία της οργάνωσης ήταν αποτέλεσμα δύο ουσιωδών παραγόντων:

Ο πρώτος ήταν η λαϊκή οργή στους δρόμους του Ιράκ εναντίον της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της. Η πολιτική της βασιζόταν στην παροχή πλήρους επιρροής και εξουσίας στους σιίτες σε βάρος των σουνιτών. Αυτό έσπρωξε τις ιρακινές σουνιτικές φυλές στο δυτικό τμήμα της χώρας να επιζητούν εκδίκηση, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η περιοχή τους η θερμοκοιτίδα της οργάνωσης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα στοιχεία που αξιοποίησε η οργάνωση ήταν η αδικία και τα αντίποινα.

Η δεύτερη περιφερειακή εξίσωση

Τόσο το ιρανικό καθεστώς όσο και το καθεστώς της Συρίας είχαν ανάγκη να επεκτείνουν τα χέρια τους στο εσωτερικό του Ιράκ. Το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία θεωρήθηκε ως το επόμενο θέατρο του πολέμου[9] [10]. Σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων εκείνης της εποχής, ο φόβος της σύγκρουσης ώθησε το συριακό καθεστώς να κινηθεί προς μια στρατηγική που θα έκανε το Ιράκ να στραγγίσει την δύναμη της Ουάσιγκτον. Τα τζαμιά στις πόλεις του Χαλεπίου, της Δαμασκού και της Χομς ανακοίνωσαν το άνοιγμα των θυρών τους για να οργανώσουν ανοιχτά την είσοδο νέων ανθρώπων που επιθυμούσαν να πολεμήσουν στο Ιράκ και τα σύνορα μεταξύ Συρίας και Ιράκ κατέστησαν ένα ασφαλές πέρασμα για την είσοδο τζιχαντιστών από όλο τον κόσμο να συμμετάσχει στην οργάνωση. Αυτή η υποστήριξη του συριακού καθεστώτος του έδωσε την δυνατότητα να διεισδύσει στην οργάνωση και ακόμα και να την χρησιμοποιήσει στο μέλλον εάν χρειαστεί. Αυτό επιβεβαίωσε σε ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη ο Ιρακινός Πρόεδρος, αναφερόμενος στον ρόλο του καθεστώτος Άσαντ στις αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις εντός του ιρακινού εδάφους.[11]

Το Ιρανικό στοιχείο

Όσον αφορά το ιρανικό καθεστώς, σύμφωνα με τα έγγραφα του Αμποτταμπάντ που δημοσίευσε η Ουάσιγκτον εδώ και χρόνια[12], η Τεχεράνη αποτέλεσε τον ιδανικότερο διάδρομο για την οικονομική στήριξη της Αλ-Κάϊντα από το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Σε ηχητικό μήνυμά του στις αρχές του 2014 ο εκπρόσωπος του Ισλαμικού Κράτους Αμπού Μοχάμεντ αλ-Αντνάνι[13] με τίτλο “Συγνώμη εμίρη της Αλ-Κάϊντα” επιβεβαίωσε ότι η Αλ-Κάϊντα στο Αφγανιστάν είχε δώσει ρητή εντολή στο παρακλάδι της του Ιράκ να μην επιτεθεί στο ιρανικό καθεστώς. Οι Ιρανικές εταιρείες δημιούργησαν το κατάλληλο περιβάλλον για να ξεπλένουν τα κεφάλαια των δύο οργανώσεων. Η στρατηγική του Ιράν ήταν να κρατάει το χαρτί των τζιχαντιστών στα χέρια του ώστε να το χρησιμοποιήσει στις διαπραγματεύσεις του με την Δύση και την Ουάσιγκτον, όπως η πυρηνική συμφωνία, ή να στείλει μηνύματα στις περιφερειακές δυνάμεις.

Τελικά, η Ουάσιγκτον κατάφερε μέσω του επικεφαλής της πολυεθνικής δύναμης στο Ιράκ Ντέηβιντ Πετρέους και της Ιρακινής κυβέρνησης να έρθει σε επικοινωνία με τις σουνιτικές φυλές της χώρας, να σχηματίσει τους λεγόμενους Σαχουάτ[14] και να τους στρέψει εναντίον της αλ-Κάϊντα. Αυτοί κατάφεραν τελικώς να καταστρέψουν σχεδόν το 90% των στρατιωτικών και ανθρώπινων δυνατοτήτων της, παίρνοντας την αμερικανική υπόσχεση για μεγαλύτερη συμμετοχή των σουνιτών στην Ιρακινή κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική των δολοφονιών εναντίον των ηγετών πρώτης γραμμής της οργάνωσης που ακολούθησε η Ουάσιγκτον, την αποδυνάμωσε αισθητά στο πεδίο. Η Ουάσιγκτον ήρθε, επίσης, σε επαφή με τους περιφερειακούς παίκτες στη Συρία και το Ιράν και πέτυχε, μέσω μυστικών συμφωνιών, να κλείσουν τα σύνορα και να σταματήσει η οικονομική υποστήριξή της. Αυτή η χρονική περίοδος έληξε με τον θάνατο των περισσότερων ηγετών της, ενώ οι περισσότεροι μαχητές της αιχμαλωτίστηκαν ή κρύφτηκαν στην έρημο Ανμπάρ.

Η περίοδος από το 2012 έως τον Σεπτέμβριο του 2014

Με το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης, το Ιράκ ήταν μια από τις χώρες που είδαν ειρηνικές διαδηλώσεις που απαιτούσαν αλλαγή του κυβερνώντος καθεστώτος. Οι σουνίτες του Ιράκ, παρά τις πρότερες αμερικανικές υποσχέσεις, ήταν αποκλεισμένοι από την κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσαν οι σιίτες και οι Κούρδοι. Το Συμβούλιο της Σούρα εκμεταλλεύθηκε αυτήν την περίσταση για να ηγηθεί και πάλι. Η σπίθα για τον νέο ξεσηκωμό ήταν η μάχη της Μοσούλης. Η οργάνωση κατάφερε σε λίγες ημέρες και με μικρό αριθμό μαχητών να ελέγξει την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ. Στη συνέχεια επεκτάθηκε προς το δυτικό τμήμα της χώρας και, εκμεταλλευόμενη την αστάθεια στη Συρία εξαιτίας της επανάστασης, ήλεγξε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή στην ανατολική Συρία, αυτοανακηρυσσόμενη ως Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Σαμ στα μέσα του 2013 και αργότερα ως Ισλαμικό Χαλιφάτο.

Το στάδιο αυτό σηματοδοτεί την αρχή της μετάβασης της οργάνωσης από περιφερειακή σε διεθνή. Αυτό είχε δύο όψεις: η πρώτη ήταν η ανακοίνωση των ήδη υπαρχόντων πολιτοφυλακών ανά τον κόσμο ως παρακλάδια της στο εξωτερικό, όπως η Μπόκο Χαράμ στην Αφρική και ένα τμήμα των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Η άλλη όψη ήταν οι λεγόμενοι “μοναχικοί λύκοι”. Ένα άτομο επικοινωνεί μέσω διαδικτύου με το κέντρο της οργάνωσης στο Ιράκ ή την Συρία και πραγματοποιεί τρομοκρατική επίθεση στην χώρα που ζει. Τέτοια παραδείγματα έχουμε στις ΗΠΑ, το Βέλγιο, την Γαλλία και αλλού.

Τον Σεπτέμβριο του 2014 δημιουργήθηκε από την Ουάσιγκτον ο Διεθνής Συνασπισμός για την καταπολέμηση του ISIS[15] στην οποία συμμετέχουν δεκάδες χωρών. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, ο Συνασπισμός κατάφερε με τη συνεργασία των ιρακινών δυνάμεων και των Κούρδων της Συρίας να ανακτήσει σχεδόν το 90% των εδαφών που ήλεγχε το ISIS στην Συρία και το Ιράκ και κυρίως να καταστρέψει ολοσχερώς την οικονομική και επικοινωνιακή του υποδομή.

Παρ’όλες τις ανατροπές και τις δυσκολίες, την άνοδο και την πτώση που αντιμετώπισε η οργάνωση μέσα σε περισσότερα από 15 χρόνια, κατά την γνώμη μου ισχύουν ακόμα οι αιτίες της εμφάνισής της και της ισχυροποίησής της. Αυτό καθίσταται σαφές εάν διαβάσουμε την πολιτική ατμόσφαιρα, την ασφάλεια και την κατάσταση του λαού στη χώρα προέλευσής της.

Το Ιράκ σήμερα

Οι θύλακες της οργάνωσης υπάρχουν ακόμα στο δυτικό τμήμα του Ιράκ, κυρίως στην έρημο Ανμπάρ. Κατά τους τελευταίους δύο μήνες, έχει διαπράξει δεκάδες επιθέσεις εναντίον του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών του Ιράκ. Από την άλλη πλευρά, το σουνιτικό περιβάλλον βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από το 2003. Το 80% των μεγάλων πόλεων του Ιράκ, όπως η Μοσούλη και το Ραμάντι, έχει καταστραφεί. Τα στρατόπεδα του Κουρδιστάν στο βόρειο Ιράκ είναι το μοναδικό καταφύγιο των σουνιτών, ενώ η ιρακινή κυβέρνηση πάσχει από την διαφθορά και τον έλεγχο από μόνο μια θρησκευτική ομάδα. Αυτή η τραγική κατάσταση ήταν και παραμένει το επιχείρημα που θα χρησιμοποιήσει το Ισλαμικό Κράτος για να επιστρέψει.

Η Συρία σήμερα

Οι αναφορές, τόσο στην Ανατολή της Συρίας όσο και στην έρημο της Συρίας τους τελευταίους δύο μήνες, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη πυρήνων της οργάνωσης που πραγματοποιούν επιθέσεις αυτοκτονίας και βομβαρδισμούς με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς κατά των κουρδικών πολιτοφυλακών στην ανατολική Συρία και εναντίον των δυνάμεων του καθεστώτος Άσαντ στην ανατολική της υπαίθρου της Χομς. Η επιτυχία του Άσαντ να πείσει τις περισσότερες χώρες του κόσμου ότι είναι η καλύτερη επιλογή για την ηγεσία της χώρας, παρά την ευθύνη του για τις δολοφονίες και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων πολιτών της Συρίας, την ώρα που ένα μεγάλο μέρος του συριακού λαού βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας, αδικίας και οικονομικής εξάντλησης, διατηρεί το ίδιο σκηνικό που ενθάρρυνε το ISIS να εξαπλωθεί στο συριακό έδαφος το 2013 και θα είναι ο λόγος για την επιστροφή του.

Διεθνείς συνέπειες

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα δυτικά ΜΜΕ συνεχίζουν την ίδια λανθασμένη τακτική της ισλαμοφοβίας, μεγαλώνοντας το χάσμα μεταξύ των μουσουλμάνων και των άλλων θρησκειών. Αυτό ενθαρρύνει την εκδικητική διάθεση. Τα γεγονότα της Νέας Ζηλανδίας πριν λίγο καιρό αποδεικνύουν την επιρροή των ΜΜΕ. Αυτή η επίθεση ήταν το τέλειο δώρο για οργανώσεις όπως το ISIS που γνωρίζει πως να χρησιμοποιεί το μίσος και την εκδίκηση. Όσο τα διεθνή ΜΜΕ ακολουθούν την ίδια γραμμή, θα συνεχίσουμε να γινόμαστε μάρτυρες όλο και περισσότερες επιθέσεις των οποίων τα θύματα απλά θα βρεθούν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή.

Νεκρανάσταση

Συμπερασματικά, κανένας πολιτικός αναλυτής δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ότι έκλεισε το κεφάλαιο της πιο επικίνδυνης και πιο βίαιης τρομοκρατικής οργάνωσης της σύγχρονης εποχής. Όσο δεν εξαλείφονται οι αιτίες της δημιουργίας της, θα ανασταίνεται ξανά και ξανά. Όσο οι διεθνείς παίκτες έχουν την ανάγκη να χρησιμοποιούν μια τέτοια οργάνωση σαν εργαλείο για να στέλνουν τα μηνύματά τους μέσω των τρομοκρατικών της επιθέσεων, το Ισλαμικό Κράτος θα επιστρέφει πάντα. Η λανθασμένη διεθνής πολιτική της εξάλειψης του αποτελέσματος χωρίς την θεραπεία των αιτίων, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην επιστροφή της οργάνωσης με πιο σκληρό και βίαιο τρόπο.

____________________________

[1] Παλαιστίνιος, πρόσκειται στην Μουσουλμανική Αδελφότητα.

[2] Σαουδάραβας γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας.

[3] Aρχηγός τζιχαντιστικής ομάδας, συνελήφθη στην Αίγυπτο και στη συνέχεια απελευθερώθηκε και πήγε στο Αφγανιστάν.

[4] Σαλαφιστής και συγγραφέας του βιβλίου “To κάλεσμα της παγκόσμιας ισλαμικής αντίστασης”, το οποίο έδειχνε τον δρόμο για την άφιξη των τζιχαντιστών στην Παλαιστίνη.

[5] Συγγραφέας του βιβλίου “Διαχείριση της Αγριότητας”, το οποίο υιοθετήθηκε από τις ομάδες τζιχαντιστών για τους τρόπους μάχης και την χρήση βίας.

[6] Ιορδανός. Το αληθινό του όνομα ήταν Άχμαντ αλ-Χαλάϊλα. Πρώην μαχητής της Αλ-Κάϊντα στο Αφγανιστάν, ο οποίος ήρθε οικειοθελώς στο Ιράκ με την έναρξη του πολέμου.

[7] Οργάνωση του Μονοθεϊσμού και της Τζιχάντ.

[8] Mujahideen Shura Council

Η ανάλυση δημοσιεύθηκε αρχικά στ΄αγγλικά για το μηνιαίο Ινδικό περιοδικό Defence and Security Alert - A Defence News Magazine

|

Δημοφιλή