Σφοδρή μεταξύ κυβέρνησης και του συνόλου της αντιπολίτευσης, προκάλεσε στη Βουλή η αιφνίδια κατάργηση της διάταξης περί βάσιμου λόγου απόλυσης και της διάταξης που αφορά στην ευθύνη αναθέτοντος εργολάβου και υπεργολάβου για παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων.
Ο υπουργός Εργασίας χαρακτήρισε ιδεοληπτικές τις διατάξεις που καταργήθηκαν και σημείωσε ότι η «ΝΔ παίρνει αποφάσεις για να περιφρουρήσει εξελίξεις που υπονομεύουν την αγορά εργασίας, υπονομεύουν τον εργαζόμενο, κάνουν τη συμφιλίωση εργαζομένων και εργοδοτών αδύνατη, δημιουργούν διχασμό, κάνουν ελκυστική την παραβατικότητα στην αγορά εργασίας και είναι διατάξεις που ψήφισε παραμονές η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ». Επιπλέον πρόσθεσε ότι η επίμαχη διάταξη αποδείχθηκε βλαβερή, διότι τα αποτελέσματα των απολύσεων δείχνουν αύξηση απολύσεων από το 2018 στο 2019. Μάλιστα, την αύξηση των απολύσεων την απέδωσε στη διάταξη αυτή.
Από την πλευρά της, η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου σε ανάρτησή της ανέφερε ότι: «Με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, εκτός διαδικασίας και πέντε λεπτά πριν κλείσει η συζήτηση στη Βουλή, ο κ. Βρούτσης επιχείρησε να καταργήσει κορυφαίας σημασίας ρυθμίσεις για τα εργασιακά, που θέσπισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Συγκεκριμένα, το αιτιολογημένο των απολύσεων, την προστασία των εργαζομένων στις εργολαβίες και τις ευνοϊκές προθεσμίες υπέρ των εργαζομένων που διεκδικούν τα δικαιώματά τους με την παρέμβαση του ΣΕΠΕ. Εκτελώντας προφανώς συμβόλαιο με το ΣΕΒ».
Όμως, μέσα σε αυτή τη σύγχυση είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τι πραγματικά ισχύει όσον αφορά την αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος και της προστασίας των εργαζομένων. Η HuffPost επιχειρεί μια ψύχραιμη ματιά και με τη βοήθεια νομικών και εργατολόγων προσπαθεί να δει πως διαμορφώνεται το εργασιακό τοπίο.
Σε γενικές γραμμές, οι νομικοί με τους οποίους μιλήσαμε, συμφωνούν ότι οι τροπολογίες που ψηφίστηκαν την Πέμπτη είναι προβληματικές και συμβάλλουν στην ανασφάλεια των εργαζομένων.
«Κατάργηση αντί για βελτίωση»
«Είχε γίνει μια σημαντική αλλαγή σύμφωνα με την αρχή της προστασίας υπέρ των εργαζομένων, αλλά, ομολογουμένως και για να μην είμαστε απόλυτοι, υπήρχαν αδυναμίες. Ήδη είχε ξεκινήσει έντονος επιστημονικός διάλογος σχετικά. Ο πυρήνας του διαλόγου αυτού βρισκόταν στις διατάξεις του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και τον προσδιορισμό της έννοιας του βάσιμου λόγου. Θα μπορούσε οπωσδήποτε νομοτεχνικά να επιτευχθεί ένα καλύτερο αποτέλεσμα, όμως αντί για βελτίωση πήγαμε στην κατάργηση» δηλώνει στη HuffPost ο δικηγόρος και διδάκτωρ εργατικού δικαίου κ. Κωνσταντίνος Ρίζος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ο προηγούμενος νόμος (Ν. 4611/2019) έθετε ως προϋπόθεση για την απόλυση εργαζομένων την ύπαρξη βάσιμου λόγου, για την έννοια του οποίου παρέπεμπε στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη. Η καθιέρωση του βάσιμου λόγου για τις απολύσεις λειτουργούσε προστατευτικά για τους εργαζομένους επί της αρχής και έμενε να δούμε την πρακτική εφαρμογή της διάταξης και τη σχετική διάπλαση της νομολογίας σε συνδυασμό με την επιστημονική συζήτηση που μόλις είχε ξεκινήσει. Όμως, αιφνιδιαστικά και χωρίς διευκρινίσεις για το πώς θα βελτιωνόταν η διάταξη και χωρίς κανένα προηγούμενο διάλογο με φορείς και επιστημονικές ενώσεις, η διάταξη καταργήθηκε».
«Τώρα επανερχόμαστε στο παλαιό καθεστώς, στο γνωστό εδώ και δεκαετίες σύστημα της «αναιτιώδους» καταγγελίας, η οποία υποβάλλεται σε δικαστικό έλεγχο καταχρηστικότητας με τις γνωστές αποδεικτικές δυσχέρειες για τον εργαζόμενο. Βάσει της διάταξης που καταργήθηκε ο εργοδότης έπρεπε να αποδείξει ότι υπάρχει λόγος για την απόλυση, ενώ τώρα το βάρος της απόδειξης πέφτει στον εργαζόμενο. Θα έλεγα ότι πρόκειται για διάταξη με σαφές ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο» υπογραμμίζει ο κ. Ρίζος.
«Κεραυνός εν αιθρία»
«Κεραυνό εν αιθρία» χαρακτήρισε την αιφνίδια κατάργηση της διάταξης περί βάσιμου λόγου απόλυσης ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, ο κ. Γιώργος Σταματογιάννης, δεδομένου, σύμφωνα με δηλώσεις του στη HuffPost Greece, πως ενώ ήταν από τους εκπροσώπους των συμμετεχόντων των φορέων στην ακρόαση της συζήτησης του νομοσχεδίου δεν είχε γίνει καμία αναφορά για τις συγκεκριμένες διατάξεις.
Ο κ. Σταματογιάννης, αναφερόμενος στον νόμο 4611/2019 είπε πως είχε ψηφιστεί εναρμονιζόμενος με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και βάσει αυτού θα έπρεπε ο εργοδότης να αιτιολογεί την καταγγελία σύμβασης ενός εργαζομένου. Τώρα με την κατάργηση της διάταξης επανέρχεται το καθεστώς της αναιτιολόγητης απόλυσης με αποτέλεσμα να δημιουργείται ανασφάλεια στον εργασιακό χώρο και στους εργαζόμενους.
Έτσι στο δικαστήριο θα ελέγχεται η καταχρηστικότητα μιας απόλυσης και όχι το παράνομο της απολύσεως, κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο οδηγεί σε περιορισμό των εργασιακών δικαιωμάτων.
Ο κ. Γιώργος Σταματογιάννης εκφράζει τον προβληματισμό του για το εάν η απόφαση για την κατάργηση της διάταξης περί βάσιμου λόγο απόλυσης δεν εγείρει και ζήτημα αποδοχής από την ΕΕ δεδομένου ότι υπάρχει οδηγία για την εφαρμογή της και σε εθνικό επίπεδο. Πρόκειται για θέμα εναρμόνισης με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, λέει και δεν αποκλείει οι διάφοροι φορείς στην Ελλάδα που θα συζητήσουν τις ακυρώσεις των επίμαχων διατάξεων για τα εργασιακά να θέσουν το θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Πισωγύρισμα»
Από την πλευρά του ο κ. Γιώργος Λουκέρης, εργατολόγος και ειδικός στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεν απορρίπτει πως η κατάργηση της διάταξης είναι ένα πισωγύρισμα σχετικά με την ευρωπαϊκή κοινωνία καθώς ο βάσιμος λόγος απόλυσης εμπεριέχεται στον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, ο οποίος όμως, όπως επισημαίνει, είναι μια διεθνής συνθήκη την οποία η Ελλάδα έχει επικυρώσει.
Όπως και να έχει, συνεχίζει ο κ. Λουκέρης πρόκειται για μια κίνηση που δεν συντάσσεται με τα νέα δεδομένα και ξαναγυρνάμε στο καθεστώς που ίσχυε εδώ και περίπου 100 χρόνια στην ελληνική πραγματικότητα.
Εξηγεί δε πως τα βασικά ζητήματα των απολύσεων διέπονται από τους νόμους του 1920 και του 1955. Με τη διάταξη που καταργήθηκε ο εργοδότης θα έπρεπε να αιτιολογήσει την απόλυση και ο εργαζόμενος να προσπαθήσει να απορρίψει τους ισχυρισμούς του. Η κατάργηση της διάταξης μας φέρνει πάλι στο παλιό καθεστώς και θα πρέπει να πούμε για παράδειγμα σε μια μη αιτιολογημένη απόλυση πως έγινε καταχρηστικά.
Στην ουσία, συνεχίζει ο κ. Λουκέρης, δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα αν και είναι αλήθεια πως η διάταξη περί βάσιμου λόγου απόλυσης προσέφερε μια ελάχιστα επιπλέον προστασία στον εργαζόμενο.
Όσον αφορά στη άλλη διάταξη περί ευθύνης αναθέτοντος εργολάβου και υπεργολάβου για παραβίαση εργασιακών δικαιωμάτων, ο κ. Λουκέρης τη χαρακτηρίζει προβληματική.
Υπήρχαν προβλήματα επί παντός τιμίου και ατίμου, λέει και σχολιάζει πως μπορεί μεν να ήταν προς της σωστή κατεύθυνση, αλλά έπρεπε να προστατευθούν και εργοδότες.
«Πονάει κεφάλι; Κόβεις κεφάλι»
«Με την καταργούμενη διάταξη είχε καθιερωθεί ένα σύστημα ελέγχου της τήρησης βασικών εργασιακών και κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων του προσωπικού των υπεργολάβων. Επρόκειτο για μια διάταξη επί της οποίας εγείρονταν ζητήματα συνταγματικότητας, πλην όμως είχε έναν σαφή προστατευτικό χαρακτήρα υπέρ των εργαζομένων. Οι όποιες νομοτεχνικές αστοχίες της θα μπορούσαν να βελτιωθούν αντί να προχωρήσει η Κυβέρνηση στη συλλήβδην κατάργησή της» συμπληρώνει ο κ. Κωνσταντίνος Ρίζος.
Ο κ. Ρίζος διευκρινίζει ότι στην ουσία η διάταξη προστάτευε τους εργαζόμενους που εργάζονταν για λογαριασμό μιας υπεργολαβικής εταιρείας, αφού στο παρελθόν, πολλές από αυτές με διάφορα προσχήματα αφού εισέπρατταν το συμφωνηθέν ποσό από τον εργολάβο που τους ανέθετε το έργο, άφηναν απλήρωτους τους εργαζόμενους και δεν απέδιδαν ασφαλιστικές εισφορές.
«Πράγματι, η πρακτική εφαρμογή της διάταξης γεννούσε πλείστα ζητήματα και ίσως έφθανε και σε ανεπιεική αποτελέσματα για έναν εργολάβο. Έθετε ωστόσο ισχυρά αντικίνητρα σε εργολάβους να συμβάλλονται με υπεργολάβους που δεν διέθεταν τα εχέγγυα μιας υγιούς επιχειρηματικής λειτουργίας» λέει και προσθέτει: «Θα περίμενε κανείς από μια Κυβέρνηση που θέλει μια υγιώς λειτουργούσα αγορά να νομοθετεί υπέρ της διατήρησης και της βελτίωσης κανόνων που αποσκοπούν στην διασφάλιση εργασιακών δικαιωμάτων και θέτουν τη βάση για έναν υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Εδώ όμως εφαρμόστηκε η «αρχή» ότι «Πονάει κεφάλι; Κόβεις κεφάλι».