Το ταξίδι για την Τσιατούρα διαρκεί τρεις περίπου ώρες με τ’ αυτοκίνητο. Στη διάρκεια της διαδρομής άλλοτε μας περικυκλώνει δυνατή βροχή κι άλλοτε μας χτυπάει στα μάτια ένας τυραννικός ήλιος.
Η Τσιατούρα είναι ο λόγος για τον οποίο ταξίδεψα στη Γεωργία. Είχα διαβάσει γι’ αυτήν, είχα φανταστεί ότι την επισκέπτομαι κι είχα φοβηθεί ότι θ’ άλλαζε προτού καταφέρω να τη δω. Όμως φέτος εμφανίστηκε τελικά η ευκαιρία κι όταν ο Λούκα ξεκίνησε να οδηγεί στους δρόμους της Τιφλίδας ήξερα ότι κάτι εντυπωσιακό με περίμενε.
Η είσοδος στην Τσιατούρα
Δεν υπάρχει πρελούδιο εδώ και καμιά όμορφη λέξη δεν μπορεί να περιγράψει αυτή την πόλη. Μια παλιά σοβιετική ταμπέλα καλωσόριζει τους επισκέπτες στην Τσιατούρα, κι έπειτα, η Τσιατούρα σε κυριεύει. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα μέρος ειδικού ενδιαφέροντος: στην περιοχή βρίσκονται τα μεγαλύτερα κοιτάσματα μαγγανίου στον κόσμο. Τα κτήρια είναι μισογκρεμισμένα κι όσα ακόμα στέκονται είναι σε κακή κατάσταση. Οι άνθρωποι περπατούν σαν υπνοβάτες: στρίβουν τα κεφάλια τους νωχελικά προς το αυτοκίνητο και προσπαθούν να καταλάβουν αν είμαστε μέρος της κοινότητας.
Στον κεντρικό δρόμο, οι πυλωτές των πολυκατοικιών είναι ενωμένες και σχηματίζουν ένα είδος περάσματος, που μου θυμίζει τα πόρτικο της Μπολόνια. Όμως η Τσιατούρα δεν έχει ιταλικό στυλ, αυτό το μακρύ τούνελ κάτω απ’ τα διαμερίσματα είναι διαλυμένο και σκοτεινό. Οι μικροπωλητές στοιβάζουν την πραμάτεια τους εκεί και πουλούν οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς: τάπερ, ξεμαλλιασμένες κούκλες, βιβλία, φωτιστικά, εργαλεία. Οι ντόπιοι κοντοστέκονται μπροστά απ’ τους πάγκους όμως σπάνια αγοράζουν κάτι.
Οι άντρες της πόλης σχηματίζουν αγέλες. Στέκονται μπροστά από αυτοκίνητα και καπνίζουν ασταμάτητα. Πίσω τους υπάρχουν ακόμα περισσότερα μισογκρεμισμένα κτήρια, κάποια έτοιμα να καταρρεύσουν. Ντουζίνες ορόφων ορθώνονται προς τον ουρανό και τα ρούχα στεγνώνουν σε σχοινιά κάτω απ’ τον ήλιο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μ’ ακολουθεί αυστηρά με το βλέμμα της. Δεν δείχνει διάθεση να μου μιλήσει, κι όταν μετά από είκοσι μέτρα στρίβω το κεφάλι μου εκείνη ακόμα με παρατηρεί.
Ο κεντρικός δρόμος της Τσιατούρα θυμίζει την αγορά ενός μετα-αποκαλυπτικού κόσμου. Αναρωτιέμαι αν κάποιο μελλοντικό σίκουελ του Mad Max θα μπορούσε να γυριστεί εδώ.
Τα κρεμαστά φέρετρα
Ακόμα όμως κι η δυστοπική εικόνα της κεντρικής οδού δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό που αποπνέουν τα σκοτεινά τελεφερίκ. Τα περισσότερα ορυχεία μαγγανίου βρίσκονται στις πλαγιές και μπορεί κανείς να φτάσει ως εκεί μόνο με τα τελεφερίκ, που χρησιμοποιούνται απ’ τη δεκαετία του ’50. Το χρώμα τους είναι άλλοτε γαλάζιο κι άλλοτε ασημί και κάποια απ’ αυτά λειτουργούν ακόμα. Τα υπόλοιπα, απλά κρέμονται στον αέρα. Είναι όλα τους παλιά και σαπισμένα και τα τοιχώματά τους μοιάζουν λεπτά σαν αλουμινένια κουτάκια. Οι πόρτες δεν ασφαλίζουν, τα παράθυρα είναι μικρά και καλύπτονται από ενός είδους δίχτυ. Αυτά τα βαγονέτα είναι κλειστοφοβικά κι όταν οι άνεμοι της Τσιατούρα φυσούν, τα τελεφερίκ δονούνται ασταμάτητα.
Κοντά στη γέφυρα, βλέπω τον κεντρικό σταθμό. Υπάρχουν δύο γραμμές σε λειτουργία: μια που οδηγεί στην κορυφή του λόφου, και μια δεύτερη που ενώνει τις όχθες της Τσιατούρα και περνάει πάνω απ’ το ποτάμι. Η πρώτη γραμμή δεν έχει εισιτήριο. Η μάξιμουμ χωρητικότητα του κάθε τελεφερίκ είναι 7 άτομα. Για να είμαι ειλικρινής, αμφιβάλλω αν μπορούν να κουβαλήσουν τόσο βάρος.
Ακούω το καμπανάκι του σταθμού κι ύστερα μια γυναίκα ανακοινώνει την αναχώρηση. Δεν καταλαβαίνω ακριβώς τι λέει όμως κάνει νόημα στους επιβάτες να βιαστούν. Ένα γκρουπ Πολωνών τουριστών διστάζει ν’ ανέβει κι έτσι, είμαι μόνο εγώ κι ο Λούκα που μπαίνουμε στο κρεμαστό φέρετρο. Την ώρα που κλείνουμε μόνοι μας την πόρτα, ακούω τους Πολωνούς να λένε ότι μοιάζει επικίνδυνο.
Και πιθανόν να είναι. Ωστόσο, αν προσπαθήσεις να εκλογικεύσεις αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις, τότε δεν θα επιβιβαστείς ποτέ στα τελεφερίκ. Απλώς θα κοιτάς τα κρεμαστά φέρετρα άλλοτε ν’ αναχωρούν κι άλλοτε να καταφτάνουν.
Στον ανεμοδαρμένο λόφο
Και ξαφνικά ξεκινάει. Το γαλάζιο τελεφερίκ κινείται προς την κορυφή του λόφου. Δυο σχοινιά φαίνεται πως το συγκρατούν κι ένας απλοϊκός μηχανισμός που θυμίζει τροχαλία το κινεί. Δεν είναι, φυσικά, μια εύκολη διαδρομή. Καθώς το τελεφερίκ ανηφορίζει αρχίζω να ζαλίζομαι ελαφρά. Προσπάθω να γυρίσω το βλέμμα μου προς την κορυφή του λόφου, όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, στρέφω το κεφάλι προς το έδαφος. Όλα μοιάζουν μικροσκοπικά και τα κτήρια που φάνταζαν πελώρια θυμίζουν σπιρτόκουτα. Η καμπίνα είναι σκοτεινή, δεν υπάρχουν φώτα, και το μόνο που βλέπω μέσα απ’ τα φινιστρίνια είναι την Τσιατούρα που εξατμίζεται.
Η ανάβαση διαρκεί περίπου δύο λεπτά. Ωστόσο, αυτό το δίλεπτο είναι πυκνό. Στην κορυφή του λόφου το τελεφερίκ σταματάει μπροστά σ’ ένα κατεστραμμένο πορτάκι. Δεν υπάρχει καμία πλατφόρμα ανάμεσα στο τελεφερίκ και το πορτάκι, και το μόνο που βλέπω είναι το κενό μέχρι το έδαφος. Ο άντρας που εργάζεται στον τερματικό αυτό σταθμό ανοίγει την πόρτα του τελεφερίκ και μας δίνει βαριεστημένα το χέρι του. Το κρεμαστό φέρετρο κουνιέται ακατάπαυστα εξαιτίας του δυνατού ανέμου.
Όταν βγαίνω έξω προχωρώ προς την πλατεία στην κορυφή του λόφου. Η θέα είναι καταπληκτική. Μια μινιατούρα της Τσιατούρα απλώνεται μπροστά μου καθώς βλέπω το τελεφερίκ να φεύγει. Συζητώ για λίγο με τον Λούκα και μετά από μια σύντομη βόλτα κι ένα τσιγάρο περιμένουμε στην πλατφόρμα για το τελεφερίκ που θα μας κατεβάσει.
Η κάθοδος κι η άρνηση
Πίστευα ότι η κάθοδος θα ήταν εύκολη, ωστόσο έχω κάνει λάθος. Σαν να μην ήταν αρκετός ο δυνατός άνεμος, έχει αρχίσει να βρέχει. Οι σταγόνες της βροχής χτυπούν σαν σφαίρες στο τελεφερίκ κι η καμπίνα είναι τρομερά ασταθής. Τόσο ο Λούκας όσο κι εγώ προσπαθούμε να γελάσουμε. Εκείνος λέει: «Θα τα καταφέρουμε;»
Μετά τα μισά, το τελεφερίκ επιταχύνει. Στην κάθοδο φαίνεται να πηγαίνει πολύ γρηγορότερα. Κοιτάζω ξανά έξω απ’ τα παράθυρα: η κλίμακα της Τσιατούρα μοιάζει ν’ αποκαθίσταται και τα κτήρια αποκτούν εκ νεόυ το πραγματικό τους μέγεθος. Μετά από δυο λεπτά, το κρεμαστό φέρετρο σταματάει κι όταν αποβιβαζόμαστε, βλέπω τους Πολωνούς τουρίστες να περιμένουν ακόμα εκεί. Τους κάνω νόημα να μπουν, τους λέω ότι είναι όλα εντάξει. Εκείνοι κουνούν τα κεφάλια τους αρνητικά.
Το καταφύγιο του Στάλιν
Ο Στάλιν χρησιμοποιούσε την Τσιατούρα ως καταφύγιο. Αργότερα, έστησε στα ορυχεία μαγγανίου μια πραγματική βιομηχανία. Ο Στάλιν γεννήθηκε στη Γεωργία, στην πόλη Γκόρι, η οποία βρίσκεται μια ώρα μακριά από εδώ.
Σήμερα, η Τσιατούρα δεν είναι μια ακόμα νεκρή πόλη, όμως δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι και κομψή. Προχωρώ στον κεντρικό δρόμο και παρατηρώ τα πρόσωπα. Υπάρχει έντονο παρελθόν εδώ κι αναμφίβολα υπάρχει και κάποιου τύπου μέλλον. Αν απομονώσει κανείς την Ιστορία και την ανθρώπινη παρέμβαση, η τοποθεσία έχει σίγουρα προοπτική. Κοιτάζω τα πρόσωπα και προσπαθώ να διαβάσω πάνω τους τα μυστικά τους. Οι άνθρωποι είναι ωστόσο εσωστρεφείς. Αν θέλω να μάθω έστω και λίγα απ’ τα μυστικά τους, θα πρέπει να επιστρέψω στην Τσιατούρα για κάμποσες ημέρες.
Μετά από έναν βιαστικό καφέ, αφήνουμε πίσω μας την μικρή πόλη. Στ’ αυτιά μου ακούω ακόμα το γρύλισμα απ’ τα κρεμαστά φέρετρα. Υπάρχουν φήμες ότι μια ελβετική εταιρεία θ’ αντικαταστήσει αυτά τα τελεφερίκ με καινούργια. Βλέπω μερικά απ’ αυτά να κρέμονται μετέωρα καθώς φεύγουμε απ’ την Τσιατούρα. Ακόμα κι αν κάποτε αντικατασταθούν, στο μυαλό μου θα βρίσκονται για πάντοτε εκεί.
Αξίζει να τα δει κανείς, προτού να είναι αργά.
*Το κείμενο εμφανίστηκε στα αγγλικά εδώ.
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα ταξιδιωτικά κείμενα στ’ αγγλικά στο travel blog μου LettersToBarbara.com.