Η τζαμαϊκανή ρέγκε (reggae) βρίσκεται από σήμερα στον κατάλογο της Άυλης Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας με απόφαση της ειδικής επιτροπής της Unesco που συνέρχεται στο Πορτ Λούις του Μαυρικίου.
Η Unesco επισημαίνει «την συμβολή» της στην αφύπνιση των συνειδήσεων παγκοσμίως «για θέματα αδικίας, αντίστασης, αγάπης και ανθρωπισμού» καθώς και «τη διανοητική, κοινωνικο-πολιτική, αισθαντική και πνευματική διάστασή της».
Η ρέγκε έρχεται έτσι να συναντήσει περί τις 400 πολιτιστικές παραδόσεις (τραγούδια, χορούς, γαστρονομικές παραδόσεις ή γιορτές) που ξεκινούν από την ναπολιτάνικη πίτσα και φθάνουν στο zaouli, την παραδοσιακή μουσική και χορό της φυλής Guro της Ακτής του Ελεφαντοστού.
Η ρέγκε, την υποψηφιότητα της οποίας κατέθεσε στην Unesco η Τζαμάικα, έκανε την εμφάνιση της την δεκαετία του ΄60. Ένα μουσικό είδος που έχει τις ρίζες του στο ska και το rocksteady και ενσωμάτωσε τις επιρροές της jazz & blues της Αμερικής.
Η μουσική έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες και Βρετανία, όπου την εισήγαγε το πλήθος των Tζαμαϊκανών μεταναστών που έφτασαν στη χώρα μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εμφανίσθηκε ως η μουσική των καταπιεσμένων, που θίγει κοινωνικά και πολιτικά θέματα, τη φυλακή, τις ανισότητες.
Η ρέγκε είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον ρασταφαριανισμό, το θρησκευτικό και πολιτικό κίνημα που θεοποιεί τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ και στις πρώτες τελετουργίες της είχε χαρακτηριστικά όπως η ειδική κόμμωση και η χρήση ganja (μαριχουάνα). Μάλιστα, οι θρησκευτικές τελετουργίες με τη χρήση κάνναβης οδήγησαν στη σύλληψη του Λέοναρντ Χάουελ (ο οποίος ίδρυσε και την πρώτη οργανωμένη κοινότητα Ρασταφάρι στη Τζαμάικα )και στη διάλυση της κοινότητας το 1954.
Το 1968, το κομμάτι «Do the Reggay» των Toots and the Maytals ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε την ονομασία reggae. Και έπειτα ήρθαν τα μεγάλα κλασικά κομμάτια του Bob Marley και των Wailers, όπως το «No Woman, No Cry» και «Stir It Up», που την έκαναν γνωστή σε όλον τον κόσμο.
«Η ρέγκε είναι αποκλειστικά τζαμαϊκανή», δήλωσε η Ολίβια Γκραντζ, υπουργός Πολιτισμού της Τζαμάικα πριν από την ψηφοφορία. «Είναι μία μουσική που δημιουργήσαμε και διείσδυσε παντού στον κόσμο».
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ)