Διεθνώς και όχι μόνον εντός των ορίων της χώρας μας καταξιωμένος σολίστ του πιάνου ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος από νωρίς έδειξε και την συνθετική πλευρά του με ένα πολύ ενδιαφέρον προσωπικό ύφος το οποίο συνδυάζει την κλασική μουσική με jazz στοιχεία ενώ πριν λίγα χρόνια, με την ίδρυση της Μητροπολιτικής Συμφωνικής Ορχήστρας Αθηνών της οποίας είναι γενικός και καλλιτεχνικός διευθυντής και επίσης αρχιμουσικός, μας αποκαλύφθηκε και ως μαέστρος υψηλού επιπέδου. Είναι με την τελευταία ιδιότητα του που θα πραγματοποιήσει αύριο, Τετάρτη 30 Οκτωβρίου, μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, διευθύνοντας την Royal Philarmonic Concert Orchestra («παράρτημα» της Royal Philarmonic Orchestra για εμφανίσεις εκτός Βρετανίας) στην εισαγωγή (ουβερτούρα) «Κοριολανός» του Μπετόβεν, το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε μι ύφεση μείζονα, γνωστό ως «Αυτοκρατορικό», του ιδίου συνθέτη και το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε ρε ελάσσονα του Μότσαρτ, στα δύο τελευταία μάλιστα αναλαμβάνοντας ο ίδιος και το εξαιρετικά απαιτητικό σολιστικό πιανιστικό μέρος τους. Με αυτή την αφορμή συνομίλησα μαζί για το «γιατί» συνδυάζει πλέον τόσες διαφορετικές – και σε ένα βαθμό αντιθετικές μεταξύ τους – μουσικές ιδιότητες αλλά και για το πως το κατορθώνει με τόση αρτιότητα και υψηλή αισθητική όσο στην κάθε μία από αυτές μεμονωμένα.
Πέραν από το ότι είναι διάκριση και τιμή επί της ουσίας είναι διαφορετικό για εσένα το να διευθύνεις την Royal Philarmonic Concert Orchestra και μια καλή ελληνική ορχήστρα, ανάμεσα σε άλλες και την δική σου;
Θα έλεγα ότι παρέχει αναμφισβήτητα μία μορφή ασφάλειας ως προς την ποιότητα του ήχου και την ετοιμότητα ανταπόκρισης της ορχήστρας στην στόχευση της διεύθυνσης. Στην Ελλάδα υπάρχουν καλοί μουσικοί ορχήστρας αλλά στο εξωτερικό, ειδικά στην Αγγλία και πιο συγκεκριμένα στο Λονδίνο, το επίπεδο είναι σαφώς υψηλότερο στο κλασικό ρεπερτόριο.
Η εθνικότητα μιας ορχήστρας έχει να κάνει με την ποιότητα αλλά και την «ταυτότητα» των εκτελέσεων της ή είναι ένας παράγοντας ο οποίος δεν παίζει κανέναν ρόλο;
Υπό μιαν έννοια η ερώτησή σου σχετίζεται με μία παλαιά και μεγάλη συζήτηση για το ποιοι εν τέλει «δικαιούνται» να ερμηνεύουν αυθεντικά το κλασικό ρεπερτόριο, κατά πόσον για παράδειγμα ένας Γερμανός μπορεί να προσεγγίσει την σλαβική ψυχή του Ραχμάνινοφ ή ένας Ιάπωνας να κατανοήσει τον Μπετόβεν ή τον Σοπέν. Ως ένα βαθμό πιθανώς η καταγωγή του συνθέτη θέτει εκ προοιμίου κάποιες προϋποθέσεις αλλά θεωρώ ότι, ιδιαίτερα στις μεγάλες δημιουργίες, η αλήθεια και η φύση τους υπερβαίνει την καταγωγή και την ίδια την ύπαρξη του δημιουργού τους, ότι υπάρχουν αυτοτελώς και για αυτό διαρκούν σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, ανοιχτές να ερμηνευθούν από όποιον έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να τις δεχθεί και να τις επικοινωνήσει ως διάμεσος της δικής τους αλήθειας. Η ποιότητα και ταυτότητα του ήχου της ορχήστρας αποτελεί έτσι συνάρτηση όχι της εθνικότητας αλλά ενός οικουμενικού μουσικού κριτηρίου, της αξιότητας.
Ποιες δυσκολίες παρουσιάζει για έναν μαέστρο που είναι και σολίστ το να διευθύνει μια συναυλία στην οποία επίσης παίζει; Από την προσωπική εμπειρία σου φυσικά, είναι πραγματικά δυνατόν να λειτουργεί κάποιος/α ταυτόχρονα με δύο τόσο απαιτητικούς τρόπους και να δίνει σε αμφοτέρους την ίδια προσοχή και συγκέντρωση;
Είναι κάτι σπάνιο και τόσο απαιτητικό ώστε αναγκαία αποτελεί επιλογή λίγων στον κόσμο. Οι δυσκολίες είναι σαφώς πολλές και σχετίζονται κυρίως και προφανώς με τον έλεγχο, την απόλυτη συγκέντρωση που πρέπει να έχεις επί σκηνής και ασφαλώς την δυνατή μνήμη ώστε να θυμάσαι από στήθους όχι μόνο το κοντσέρτο (στην συγκεκριμένη περίπτωση τα δύο κοντσέρτα) αλλά και ολόκληρη την πάρτα της ορχήστρας. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτό το ύψος της δυσκολίας έχει σαφώς μεγαλύτερη αξία και εντιμότητα αλλά και συνάφεια με την αληθινή τέχνη η οποία θεωρώ ότι φανερώνεται μόνο στην υπέρβαση των δυσκολιών και όχι στην επανάπαυση στις ευκολίες που οι ίδιοι ορίζουμε για τον εαυτό μας. Η μουσική δεν μας έχει ανάγκη. Αν θέλουμε να την κατακτήσουμε πρέπει να πηγαίνουμε προς εκείνη και όχι να την φέρνουμε στα μέτρα μας, σε ό,τι μας βολεύει ή, ακόμα χειρότερα, στο ψευδεπίγραφο «ό,τι μας εκφράζει».
Σε ανάλογες περιπτώσεις αισθάνεσαι ότι έχεις ταυτόχρονα δύο διαφορετικές ιδιότητες ή είναι απλά δύο τρόποι με τους οποίους λειτουργείς ως μουσικός στην δεδομένη συγκυρία;
Στην πραγματικότητα είναι μια και μόνη ιδιότητα στην αληθινή και αρχική της φύση. Η φύση του μουσικού είναι εγγενώς σύνθετη. Ο κατακερματισμός των ιδιοτήτων προέκυψε εξ ανάγκης από τις αδυναμίες μας και ιδιαίτερα με την πάροδο του χρόνου. Η έλλειψη ολοκληρωμένων μουσικών οδήγησε στον κατακερματισμό μεταξύ μαέστρων, συνθετών και εκτελεστών ώστε μπορούν καθένας τους να δικαιολογεί μία ιδιότητα και, τις περισσότερες φορές, να κρύβει τις αδυναμίες του πίσω από αυτήν προβάλλοντας την ως προτέρημα.
Συμμετείχες στην επιλογή του ρεπερτορίου της συναυλίας ή ήταν δεδομένο και απλά κλήθηκες να την διευθύνεις;
Το ρεπερτόριο ήταν αποκλειστικά δική μου επιλογή η οποία έγινε με χαρά δεκτή από τη Βασιλική Φιλαρμονική του Λονδίνου.
Τι θα είχες να πεις συγκρίνοντας συνοπτικά το έργο αυτών των δύο κολοσσιαίων δημιουργών, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, αλλά και τι εκπροσωπεί καθένας τους προσωπικά για εσένα τον ίδιο, ως μουσικό αλλά και σαν άνθρωπο;
Πρόκειται κυριολεκτικά για δύο τιτάνες της κλασικής μουσικής φιλολογίας οι οποίοι έφθασαν στο ίδιο αποτέλεσμα από διαφορετικούς δρόμους. Ο Μότσαρτ δέχθηκε αφειδώς το χάρισμα, στην πιο ακραία και γενναιόδωρη μορφή που έχει δοθεί ποτέ σε μουσικό ενώ ο Μπετόβεν κλήθηκε να μαρτυρήσει και να παλέψει αδιάκοπα σε όλη του την ζωή με τον ίδιο τον εαυτό του. Αμφότεροι αποκάλυψαν την υπέρτατη ουσία της μουσικής τέχνης, ανέπτυξαν με ιδιοφυΐα τις φόρμες και έθεσαν ηράκλειους άθλους αξιότητας ως προς την μετέπειτα αξιολόγηση των μουσικών. Προσωπικά αισθάνομαι πως μετέχω περισσότερο στο τσαλάκωμα και την πάλη της ψυχής του Μπετόβεν.
Ποιες είναι όχι βέβαια οι αρετές αλλά οι ιδιαιτερότητες, οι δυσκολίες μα και οι προκλήσεις, καθενός από τα τρία έργα που θα παρουσιαστούν;
Είναι πολλά αυτά που θα μπορούσαμε να πούμε για το καθένα αλλά, αν έπρεπε να επιλέξω μόνον ένα και στις τρεις περιπτώσεις, θα έλεγα κατά σειρά ότι ο «Κοριολανός» είναι ένα έργο με μία, όχι τόσο εμφανώς, επικίνδυνη έναρξη. Μοιάζει επιβλητική μα είναι μάλλον περισσότερο μυστηριώδης και μοιραία τελετουργική, την χαρακτηρίζω μοιραία γιατί συχνά νιώθω ότι η εκτέλεση των πρώτων μέτρων προκαθορίζει τη μοίρα της συνέχειας και την αναπόφευκτη πορεία της ερμηνείας. Το κοντσέρτο σε ρε ελάσσονα του Μότσαρτ ενέχει πάντα τον κίνδυνο να «κοπείς» από την κρυστάλλινη υφή του ενώ η κορωνίδα των Μπετόβεν-ικών κοντσέρτων, το «Αυτοκρατορικό», είναι για εμένα η ίδια η ψυχή του Μπετόβεν και για αυτό μετουσιώνει την έννοια της δυσκολίας στην αυθεντική μορφή της, εκείνη που δεν εξαντλείται απλώς στις δεξιοτεχνικές απαιτήσεις. Όσο και αν έχει αυτονομηθεί αναπόφευκτα ως δημιούργημα είναι πιστεύω το πιο αυθεντικό αποτύπωμα της ψυχής του Μπετόβεν, το μεγαλείο και το μάταιο/φθαρτό, ένας δοξαστικός θρήνος.
Είναι απολύτως φυσιολογικό, αλλά και ανθρώπινο θα έλεγα, να αγαπάς και να προτιμάς ένα από αυτά τα δύο κορυφαία κονσέρτα περισσότερο από το άλλο. Ποιο είναι λοιπόν και γιατί;
Είναι αλήθεια ότι οι προτιμήσεις και αυτό το «μου αρέσει» και «αγαπώ» είναι κάτι που δύσκολα αποφεύγεται στη μουσική. Δεν ξέρω αν είναι, κατά κυριολεξία, αγάπη ο λόγος της σχέσης που κάνει τον μουσικό ή τον ακροατή να προτιμά κάτι. Στην προκειμένη περίπτωση - και δεδομένου ότι το πρόγραμμα που θα παρουσιαστεί είναι συνολικά δική μου πρόταση - νιώθω ότι περιέλαβα, σε αυτή την σημαντική στιγμή, έργα που κυριαρχούν ισότιμα στη μουσική μου συνείδηση. Έτσι δύσκολα μπορώ να προτιμήσω το ένα ή το άλλο.
Τι απέγινε αλήθεια ο jazz δημιουργός και πιανίστας Βασίλης Τσαμπρόπουλος; Τον έχεις αφήσει πίσω σου, είναι ένα κεφάλαιο το οποίο έχε κλείσει για εσένα ή βρίσκεται στο παρασκήνιο περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να εμφανιστεί ξανά;
Στην πραγματικότητα δεν ήμουν ποτέ επί της ουσίας jazz μουσικός, ούτε είναι κάτι που επιθυμώ, για να είμαι ειλικρινής. Η jazz «ταυτότητα» μου προέκυψε από την «ετικέτα» που φέρει η έγκυρη γερμανική εταιρεία ECM με την οποία έχω δισκογραφήσει επί μακρόν και το ρεπερτόριο της συνήθως τοποθετείται στην κατηγορία jazz των καταστημάτων πώλησης, άλλωστε πολύ συχνά σε αυτήν τοποθετείται οτιδήποτε δεν μπορεί να χαρακτηριστεί διαφορετικά. Η συνθετική μου γραφή αρθρώνεται σε ένα ιδίωμα με πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού το οποίο όμως δεν μπορεί κυριολεκτικά να προσδιοριστεί ως jazz, ακόμα και αν διαθέτω την ευκολία να παίξω αυτό που ορίζεται αμιγώς ως jazz. Άλλωστε ανήκω στους μουσικούς που η συνθετική έκφραση τους είναι αποκύημα της κλασικής μουσικής παιδείας τους και αυτό επιθυμώ να διατηρώ ως ύφος. Συνθετικά, υπό αυτήν την έννοια, λειτουργώ μόνον όταν νιώθω ότι έχω να πω κάτι. Αυτή την περίοδο έχω αφοσιωθεί στο κλασικό ρεπερτόριο το βύθισμα στο οποίο άλλωστε με οδηγούσε ανέκαθεν σε νέες εμπνεύσεις, κάτι που σαφώς δεν θα αποκλείσω για το μέλλον.
Και ποια είναι τα προσεχή projects σου μετά από αυτή την συναυλία, ως σολίστ, μαέστρος αλλά και αναφορικά με την Μητροπολιτική Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών;
Σε σολιστικό επίπεδο ήδη ετοιμάζεται ένα εξίσου σημαντικό γεγονός στην Ελλάδα για την επόμενη χρονιά παράλληλα με μια σειρά εμφανίσεων στην Ευρώπη. Η Μητροπολιτική Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών, η οποία ως ΝΠΙΔΔ είναι συμπαραγωγός αυτής της συναυλίας, θα συνεχίσει τον κύκλο «Focus on» και προτίθεμαι να εμφανιστεί ως σώμα, καταρχήν όταν θα έχω την δυνατότητα να βρίσκομαι περισσότερο χρόνο στην Αθήνα και εφόσον βεβαίως ταυτόχρονα νιώθω ότι έχει να παρουσιάσει κάτι που να αξίζει τον κόπο και χωρίς να διαιωνίζει μια παγιωμένη αντι-μουσική νοοτροπία που δεν με αφορά καθόλου. Άλλωστε ιδρύθηκε γι′ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να λειτουργεί υπό άλλη νοοτροπία. Ευτυχώς προσωπικά δεν ανήκω στους μουσικούς που για να υπάρξω επί σκηνής πρέπει να κρατώ μπαγκέτα. Επομένως έχω την άνεση να επιλέγω με πιο εξειδικευμένα και διαφοροποιημένα κριτήρια το πότε και το πως της λειτουργίας της ΜΣΟΑ.
Είναι αυτή η, βασισμένη σε στέρεα γνώση και συνεχή μελέτη, υγιής αυτοπεποίθηση που έχει φέρει μέχρι αυτό το σημείο της διαδρομής του τον Βασίλη Τσαμπρόπουλο και σίγουρα θα τον οδηγήσει ακόμα μακρύτερα και υψηλότερα στο μέλλον...